Νικ Νάιτ: «Με κέντρισε το “θράσος” σας»
Γεννημένος το 1958, ξεχώρισε από τα φοιτητικά του χρόνια, όταν το 1982 εξέδωσε το βραβευμένο φωτογραφικό άλμπουμ «Skinheads». Εκτοτε σκηνοθέτησε τραγούδια των Μπγιορκ, Λέιντι Γκάγκα, Massive Attack κ.ά., συνεργάστηκε με διάσημους σχεδιαστές και κορυφαία fashion brands, με την Tate Modern, με τη Saatchi Gallery, με το Victoria & Albert Museum, με το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου, ενώ πέρυσι του ανατέθηκαν οι επίσημες φωτογραφίσεις της βασίλισσας Ελισάβετ και του πρίγκιπα Καρόλου.
Φέτος ο Νικ Νάιτ ξεκινάει συνεργασία διαρκείας με τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Η αρχή έγινε με τη φωτογράφιση του έργου «Αντιγόνη/Lonely Planet» της Λένας Κιτσοπούλου, οι παραστάσεις του οποίου θα διαρκέσουν έως τις 7 Ιανουαρίου του 2018.
Με αφορμή τη σημαντική αυτή συνεργασία, η «Κ» φιλοξενεί μέρος μεγάλης συζήτησης που είχε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου, διευθύντρια Πολιτισμού Ιδρύματος Ωνάση με τον Νικ Νάιτ, στα γραφεία του βραβευμένου SHOWstudio.com που ίδρυσε ο ίδιος.
Αφροδίτη Παναγιωτάκου: Αν θέλεις να καταλάβεις κάποιον άνθρωπο μέσα σε πέντε λεπτά, αυτό που έχεις να κάνεις είναι να τον ρωτήσεις τι του αρέσει. Εσένα, τι σου αρέσει;
Νικ Νάιτ: Μου αρέσει η πρόκληση (challenge), μου αρέσουν τα πράγματα που νομίζω ότι δεν μπορώ να κάνω. Μου αρέσουν εκείνα που μου προξενούν φόβο ή δέος, εκείνα για τα οποία δεν αισθάνομαι ασφαλής. Μου αρέσει να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι έξω από τα νερά μου – αν και δεν είμαι σίγουρος αν βρίσκομαι ποτέ πλέον στα νερά μου (γέλια). Κάθε φωτογράφηση, σε βρίσκει σε μια θέση απροετοίμαστης περφόρμανς. Πώς να διδάξεις τον εαυτό σου ή κάποιον άλλο να είναι πιο ενστικτώδης, πιο οξυδερκής ώστε να δει πράγματα που δεν υπάρχουν; Διότι, αυτό κάνεις πάντα. Δεν αποτυπώνεις απλώς αυτό που έχεις μπροστά σου, αποτυπώνεις τα δικά σου αισθήματα.
Α.Π.: Και για να προκύψει αυτή η εξερεύνηση, τι απαιτείται; Περιέργεια;
Ν.Ν.: Ναι. Περιέργεια και επιθυμία. Το μεγαλύτερο μέρος της δουλειάς μου είναι βασισμένο στην επιθυμία. Η διαδικασία που ακολουθώ έχει να κάνει με την αναγκαστική συνθήκη απώλειας ελέγχου, τον οποίο, στη συνέχεια, προσπαθείς να τον ανακτήσεις. Και όταν τον ανακτήσεις, βρίσκεσαι σε ένα αρκετά διαφορετικό οπτικό επίπεδο.
Α.Π. Ο πατέρας σου ήταν ψυχολόγος και εργαζόταν στο ΝΑΤΟ και η μητέρα σου, φυσιοθεραπεύτρια. Έτσι, άλλωστε, βρέθηκες να περνάς αρκετά από τα παιδικά σου χρόνια στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες. Μιλάς για επιθυμία, για πρόκληση, για έλεγχο, καταπιάνεσαι με την έκφραση του ανθρώπινου σώματος. Το DNA έκανε καλή δουλειά, λοιπόν;
Ν.Ν.: Ναι. Το πρόβλημα για τον πατέρα και τη μητέρα μου –και ιδιαίτερα για τον πατέρα μου- ήταν η ίδια ή επιλογή μου, καθώς δεν τον ενδιέφερε η μόδα. Είχε πρόβλημα, όχι ως προς την απόρριψη της συμβουλής του, αλλά ως προς το γεγονός ότι είπα πως θα γίνω πιο επιτυχημένος κάνοντας αυτό που θέλω παρά αυτό που μου ζήτησε να κάνω. Δεν επρόκειτο να γίνω καλός γιατρός. Δεν είχα την αυτοπειθαρχία να σταματήσω να κάνω οτιδήποτε άλλο και να αφοσιωθώ μόνο στις σπουδές μου.
Α.Π.: Ίσως το γεγονός ότι η ιατρική έχει να κάνει με την πραγματικότητα να ήταν αποτρεπτικό για σένα, επειδή είναι το άκρον άωτον του ρεαλισμού. Λες συχνά ο ίδιος πως «αν θέλετε να δείτε την πραγματικότητα, μπορείτε να πάτε απλώς έξω και να την δείτε, δεν είναι αυτό που θα σας δώσω εγώ».
Ν.Ν.: Νομίζω ότι, απλώς, δεν ήμουν προετοιμασμένος να σπουδάσω ιατρική από όπου ξεκίνησα. Στην ηλικία των 17 ετών αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που επιθυμούσα. Ήθελα να σπουδάσω κάτι κοντά στην τέχνη, για μένα αυτό ήταν σαφές. Συχνάζαμε στο ίδιο μπαρ όλοι οι φοιτητές και έρχονταν από απέναντι όσοι πήγαιναν στο Arts College και κατέβαιναν επίσης και όλοι οι φοιτητές από το Science College. Κι εγώ καθόμουν στην μπάρα και αναρωτιόμουν, «γιατί να μην είμαι σαν εκείνους και είμαι εδώ με αυτούς;».[.......]
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη ΕΔΩ:
Η Καθημερινή ·
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου