Δρ Στέλλα Μουζακιώτου
Καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης
στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο
Επιμελήτρια Εκθέσεων
smouzaki@teiath.gr
Η έννοια του Γυμνού ή του Ξεγυμνωμένου στη ζωγραφική τέχνη του Μπαλτίς
«Οι
πίνακές μου, είτε ασχολούνται με εφήβους είτε με τοπία, διακατέχονται
από την ίδια ιδέα:… την αναβίωση της ζωής. Για να υπάρχει ζωή, είναι
απαραίτητο να υπάρχει η ερωτική επιθυμία!» Μπαλτίς
«Υπάρχει το γυμνό και το ξεγυμνωμένο», έγραφε ο ιστορικός τέχνης και τέως διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, Κένεθ Κλαρκ.
Στην πρώτη εκδοχή το μοντέλο βρίσκεται μπροστά στον καλλιτέχνη σαν να
είναι ένας αόρατος μάρτυρας της ομορφιάς του. Κάνει πως δεν τον βλέπει.
Συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει θεατής στη γυμνή του παρουσία. Στη
δεύτερη εκδοχή, όμως, η στάση του κορμιού του, το βλέμμα του
αποκαλύπτουν τη διάθεση για ένα διαρκές ερωτικό παιχνίδι, αρχικά με το
δημιουργό και στη συνέχεια με το θεατή. Υπάρχει διάχυτη η απόλυτη
συναίσθηση του μοντέλου ότι αποτελεί το αντικείμενο του πόθου,
θαυμασμού, έμπνευσης….
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η ιστορία της τέχνης εμπλουτίζεται διαρκώς από απεικονίσεις γυμνών ή ξεγυμνωμένων σωμάτων που πάντα προκαλούν και συζητούνται για χρόνια. Πολλά έργα τέχνης απεικονίζουν γυναικεία σώματα στα οποία ο ζωγράφος μέσα από τις δικές του οπτικές γωνίες προβάλλει το ιδεατό γυμνό κορμί και αποτυπώνει την έκφραση ενός βλέμματος ή την αμηχανία μιας κίνησης.
Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, η ιστορία της τέχνης εμπλουτίζεται διαρκώς από απεικονίσεις γυμνών ή ξεγυμνωμένων σωμάτων που πάντα προκαλούν και συζητούνται για χρόνια. Πολλά έργα τέχνης απεικονίζουν γυναικεία σώματα στα οποία ο ζωγράφος μέσα από τις δικές του οπτικές γωνίες προβάλλει το ιδεατό γυμνό κορμί και αποτυπώνει την έκφραση ενός βλέμματος ή την αμηχανία μιας κίνησης.
Ο Μπαλτίς(Balthus)(1908-2001)
υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς πολωνικής καταγωγής ζωγράφους του
20ού αιώνα και ενέπνευσε ποιητές, εικαστικούς, σκηνοθέτες και μουσικούς.
Χαρακτηριστικά της ζωγραφικής του είναι η αυστηρότητα της σύνθεσης, η
αργή εκτέλεση των έργων, η εμμονή στο ρεαλισμό. Επίσης, ήταν γνωστή η
αντίθεσή του στη ζωγραφική των περισσοτέρων συγχρόνων του, για τους
οποίους έλεγε ότι τους λείπει η δεξιοτεχνία, και η επιμονή του στην
άποψη ότι η ζωγραφική δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συζητήσεων,
γιατί δε χωρά σε καμία γλώσσα.
Μέσα
από το έργο του εναντιώνεται στον ηθικισμό ζωγραφίζοντας λεπταίσθητες
λάγνες «λολίτες» σε σκηνικά που θυμίζουν εξαίσιες μελωδίες της κλασικής
μουσικής, όπως στο έργο «Γυμνό με γάτα»(1949) (εικ.1). Αποτέλεσμα της επιλογής του αυτής… σκάνδαλο!
Οι
εσωτερικές απεικονίσεις του Μπαλτίς δίνουν μία αίσθηση ψυχρότητας και
σκηνοθετημένης διαστροφής, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο έργο του «Το Δωμάτιο» (1952-54). Η ηδονοβλεπτική διάθεση του δημιουργού (εικ.2) αποτελεί
το επίκεντρο αυτής της σύνθεσης, ενός από τα πιο γνωστά και αινιγματικά
έργα του. Ο πίνακας διαπνέεται από μια αίσθηση μυστηρίου. Μια παράξενη
και παραμορφωμένη μορφή νάνου ανοίγει ανεξήγητα και με μια αποφασιστική
κίνηση τις βαριές κουρτίνες για να φωτίσει το δωμάτιο. Το φως που
μπαίνει βίαια αναδεικνύει στο μέγιστο το σώμα μιας νεαρής γυναίκας που
είναι ξαπλωμένη νωχελικά στην πολυθρόνα. Η στάση της γυναίκας
αναδεικνύει έναν έντονο αισθησιασμό αλλά ταυτόχρονα είναι ρευστή και
αφύσικη, σαν να είναι λιπόθυμη ή αποκοιμισμένη. Ο πίνακας είναι
αντιπροσωπευτικός του Μπαλτίς, η τέχνη του οποίου αποτελεί την
πεμπτουσία ενός άκρατου αισθησιασμού απελευθερωμένου από μια απλή
παρατήρηση της πραγματικής μορφής. Η γάτα, φετιχιστικό σύμβολο του
γυναικείου ερωτισμού, κουρνιασμένη πάνω σε ένα βιβλίο, έχει μια μοχθηρή
όψη και μοιάζει να παρακολουθεί τη σκηνή, ενοχλημένη από την ξαφνική
εισβολή του φωτός.
Το
στοιχείο του διφορούμενου πόθου με το οποίο εμπότιζε τις εικόνες των
γυμνών του αποτελεί αποκλειστική ιδιοτυπία της δουλειάς του, με
αποτέλεσμα κάθε έργο του να κυριαρχείται από σκανδαλώδεις υπαινιγμούς
ερωτικού περιεχομένου.
Στο έργο του «Μάθημα Κιθάρας» (1934),ο Μπαλτίς συνεχίζει να προκαλεί το κοινό του και τους ηθικολόγους της εποχής (εικ.3).
Εικονίζεται ένα ημίγυμνο νεαρό κορίτσι, στην αγκαλιά μιας γυμνόστηθης
δασκάλας, με την κιθάρα ριγμένη στο δάπεδο, και ένα πιάνο στο φόντο. Ο
πίνακας θεωρήθηκε πορνογραφικός και βλάσφημος, ενώ ταυτόχρονα κάποιοι
θρησκόληπτοι «ανακάλυψαν» κοινά σημεία με την Πιετά της Αβινιόν,
ένα ιδιαίτερα ευλαβές έργο, ανωνύμου ζωγράφου του 15ου αιώνα, το οποίο
βρίσκεται στο Λούβρο. Ο Μπαλτίς αρνήθηκε με σθένος ότι είχε στο μυαλό
του το συγκεκριμένο έργο όταν ζωγράφιζε το «Μάθημα Κιθάρας», ταυτόχρονα
διατυμπάνιζε ότι ήταν πιστός καθολικός!.... εμείς θα λέγαμε όμως, ότι ήταν πάντα ένας πολύ καλός παίκτης του διφορούμενου και του προκλητικού!
Αποτέλεσμα των θεματικών του επιλογών ήταν η πρώτη έκθεση του στο
Παρίσι να είναι και η τελευταία μέχρι το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου
Πολέμου!
Ο
Μπαλτίς ισχυριζόταν ότι στα γυμνά του δεν υπήρχε το στοιχείο της
σεξουαλικής πρόκλησης και ότι ήταν απλώς ένας συνδυασμός μορφής και
χρώματος που αποκάλυπτε έτσι μερικές πολύ οικείες πτυχές της ανθρώπινης
ζωής. Δεν έπειθε όμως πολλούς …. ίσως ούτε εμάς!
Στις
18 Φεβρουαρίου του 2001, ο Μπαλτίς θα αφήσει την τελευταία του πνοή σε
ηλικία 91 χρόνων. Εκτός από το πλούσιο έργο του, γεμάτο ερωτισμό και
πρόκληση, αξίζει να θυμόμαστε, και το ότι ήταν ο μόνος καλλιτέχνης που
εν ζωή είδε πίνακές του στο Λούβρο, όταν ο Πικάσο δώρισε στο μουσείο την
ιδιωτική του συλλογή που περιείχε και δικές του δημιουργίες.
Balthus - Wikipedia, the free encyclopedia
Το αίνιγμα Κλοσόβσκι, γνωστότερο ως Μπαλτίς
Οταν το 1986 η Τέιτ του Λονδίνου
ετοίμαζε μιαν αναδρομική έκθεση του Μπαλτίς, οι οργανωτές ζήτησαν από
τον καλλιτέχνη ένα συνοπτικό κειμενάκι για τη θεωρία του: «O Μπαλτίς
είναι ένας ζωγράφος για τον οποίο τίποτα δεν είναι γνωστό», υπήρξε η
απάντησή του. Κι όμως, τα λίγα αυτά λόγια συμπυκνώνουν στην αοριστία
τους το μυστήριο που ήταν ο Μπαλτίς (πέθανε το 2001, 92 ετών, στην
Ελβετία). Παρ' όλο που δεν έζησε αινιγματικά, τη νιότη του τουλάχιστον,
πέτυχε να περιβάλει τον εαυτό του με την αχλύ του αινίγματος.
Η παράδοση
Ο κόμης Μπαλταζάρ Κλοσόβσκι ντε Ρόλα, όπως ήταν το όνομα και ο τίτλος του, έγινε το θέμα εικασιών από πολλούς, οι οποίοι αμφέβαλλαν και για το αν ήταν αριστοκράτης κι όχι ένας απλός πλαστογράφος ή σφετεριστής. Οι κάτοικοι του ελβετικού χωριού Ροσινιέρ, όπου έζησε από το 1977, τον θεωρούσαν συνταξιούχο επιχειρηματία με χόμπι τη ζωγραφική.
Μολονότι συστηματικά και αδιάλειπτα ο ίδιος καλλιέργησε το μύθο του, αυτό δεν σημαίνει ότι και η τέχνη του ήταν μυθική, ότι ξεπήδησε σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία, δίχως παρελθόν, προγόνους, αναφορές κι επιρροές. Το 1999 ο Μπαλτίς σχεδίασε μιαν έκθεση διαφωτιστική της έμπνευσης και του ζωγραφικού του κόσμου, με σκοπό ακριβώς να καταδειχθούν οι οργανικές του σχέσεις με άλλους καλλιτέχνες. Το σχέδιο εκείνο πραγματώνεται τώρα στην έκθεση «Μπαλτίς, από τον Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα στον Αλμπέρτο Τζιακομέτι», στο Εβραϊκό Μουσείο του Βεβέ, στην Ελβετία. O ζωγράφος δεν έζησε να τη δει, όμως πολλά από τα 147 εκτιθέμενα έργα δείχνουν την αρμονική συνύπαρξη των διαφόρων στυλ και των ζωγράφων που ενέπνευσαν τον Μπαλτίς, από τους αναγεννησιακούς Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα και Μαζάτσιο έως συγχρόνους σαν τον Μπονάρ, τον Ρενέ Ομπερζονουά και τον Τζιακομέτι.
Η έκθεση, καθώς γράφει η Χέλενα Μπάκμαν στο «Τάιμ», δεν αποβλέπει στο να ξαναπεί και να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά ότι ο Μπαλτίς είναι ένας ξεχωριστός ζωγράφος του 20ού αιώνα, αλλά στο να καταδείξει πώς ένας αυτοδίδακτος έφηβος, σε μια εποχή που ο υπερρεαλισμός κατέκλυζε την Ευρώπη και η αναπαραστατική τέχνη θεωρούνταν παρελθόν, βήμα βήμα κατέκτησε την προσωπική του φωνή. Για τον Μπαλτίς η αφηρημένη τέχνη ήταν εύκολη δουλειά και περιορισμένης κλίμακας κι έμεινε πιστός στην παραδοσιακή τέχνη και τις τεχνικές, της αναπαράστασης των παλιών Ευρωπαίων δασκάλων.
Το 1924, με την προτροπή του Γάλλου ζωγράφου Πιερ Μπονάρ άρχισε να αντιγράφει στο Λούβρο τα έργα του Νικολά Πουσέν (17ος αιώνας). Ακολούθησε ένα ταξίδι στην Ιταλία όπου μελέτησε και αντέγραψε τις τοιχογραφίες της πρώιμης Αναγέννησης. Τέσσερις τέτοιες αντιγραφές έργων του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα και του Μαζάτσιο (15ος αιώνας) παρουσιάζονται στην έκθεση. Στο πρώτο κοίταγμα φαίνονται απλές αντιγραφές που προσέχουν την ακρίβεια της ομοιότητας στην απόδοση, αλλά σε δεύτερο, διακρίνεται μια ιδιαίτερη εμμονή του ζωγράφου στη σύνθεση των μορφών, περισσότερο απ' ό,τι στη λεπτομέρεια και το χρώμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αρχίζει να εμφανίζεται το προσωπικό ύφος του Μπαλτίς, καθαρά περιγράμματα, αυστηρή σύνθεση, αλλά παραμένει φανερή η παρουσία των παλιών δασκάλων.
Το 1948 έκανε ένα σχέδιο της «Κοιμισμένης γυναίκας» του Ζακ Λουί Νταβίντ (1819). H γυναίκα του Μπαλτίς έχει την ίδια μελαγχολική, σκεπτική όψη των μορφών του Νταβίντ, αλλά οι γραμμές είναι γλυκύτερες και η ατμόσφαιρα πιο αιθέρια. Το 1955 ο Μπαλτίς ζωγράφισε το «Ξύπνημα», το πορτρέτο μιας γυναίκας που ξυπνά από τον ύπνο και τεντώνει τα χέρια της. H θέση και το σχήμα του σώματος θυμίζουν πολύ τον «Νικηφόρο έρωτα» του Καραβάτζιο (1602).
O κάθε άνθρωπος όμως διαμορφώνεται και από την εποχή του και τους συγχρόνους του. O Αλμπέρτο Τζιακομέτι ήταν φίλος και σύμβουλος -εν τέχνη- του Μπαλτίς? οι δύο τους συμμερίζονταν την απογοήτευση με τα απόλυτα φαντασιακά στοιχεία του υπερρεαλισμού. Το σχέδιο του Μπαλτίς «Γυμνό με φουλάρι» (1975) έχει κοινά το στυλ και την τεχνική με το «Ατελιέ με καρέκλα» του Τζιακομέτι (1955). Και οι δυο τους χρησιμοποίησαν ίδιες τεχνικές για να δώσουν την αίσθηση της κίνησης. H έκθεση δείχνει ακόμη την εξέλιξη του ύφους του Μπαλτίς και τις μεταβολές του.
Με την καθιέρωσή του ως ζωγράφου, ο ρομαντισμός και το πάθος των πρώτων χρόνων του, έγιναν πιο κρυμμένα. Ειδυλλιακά τοπία με βουβές σκιές -«Μόντε Καλβέλο» του 1972- είναι τόσο εικονοκλαστικά έργα, όπως εκείνα με τα έφηβα κορίτσια που έγιναν το σήμα κατατεθέν του.
Οσο η φήμη του μεγάλωνε, μεγάλωσε και το αίνιγμα Μπαλτίς. Ετσι αινιγματικός εμφανίζεται ο ζωγράφος στην αυτοπροσωπογραφία του «O βασιλιάς των γατών» (1935). Μολονότι, καθώς εμφαίνει η έκθεση, ο Μπαλτίς θαύμαζε κι εμπνεόταν από άλλους ζωγράφους, τούτο το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως απόμακρου, αποστασιοποιημένου όντος δείχνει και εξηγεί, ώς ένα σημείο, τη δύναμη του μύθου του στη σύγχρονη τέχνη.
Η παράδοση
Ο κόμης Μπαλταζάρ Κλοσόβσκι ντε Ρόλα, όπως ήταν το όνομα και ο τίτλος του, έγινε το θέμα εικασιών από πολλούς, οι οποίοι αμφέβαλλαν και για το αν ήταν αριστοκράτης κι όχι ένας απλός πλαστογράφος ή σφετεριστής. Οι κάτοικοι του ελβετικού χωριού Ροσινιέρ, όπου έζησε από το 1977, τον θεωρούσαν συνταξιούχο επιχειρηματία με χόμπι τη ζωγραφική.
Μολονότι συστηματικά και αδιάλειπτα ο ίδιος καλλιέργησε το μύθο του, αυτό δεν σημαίνει ότι και η τέχνη του ήταν μυθική, ότι ξεπήδησε σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία, δίχως παρελθόν, προγόνους, αναφορές κι επιρροές. Το 1999 ο Μπαλτίς σχεδίασε μιαν έκθεση διαφωτιστική της έμπνευσης και του ζωγραφικού του κόσμου, με σκοπό ακριβώς να καταδειχθούν οι οργανικές του σχέσεις με άλλους καλλιτέχνες. Το σχέδιο εκείνο πραγματώνεται τώρα στην έκθεση «Μπαλτίς, από τον Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα στον Αλμπέρτο Τζιακομέτι», στο Εβραϊκό Μουσείο του Βεβέ, στην Ελβετία. O ζωγράφος δεν έζησε να τη δει, όμως πολλά από τα 147 εκτιθέμενα έργα δείχνουν την αρμονική συνύπαρξη των διαφόρων στυλ και των ζωγράφων που ενέπνευσαν τον Μπαλτίς, από τους αναγεννησιακούς Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα και Μαζάτσιο έως συγχρόνους σαν τον Μπονάρ, τον Ρενέ Ομπερζονουά και τον Τζιακομέτι.
Η έκθεση, καθώς γράφει η Χέλενα Μπάκμαν στο «Τάιμ», δεν αποβλέπει στο να ξαναπεί και να επιβεβαιώσει για άλλη μια φορά ότι ο Μπαλτίς είναι ένας ξεχωριστός ζωγράφος του 20ού αιώνα, αλλά στο να καταδείξει πώς ένας αυτοδίδακτος έφηβος, σε μια εποχή που ο υπερρεαλισμός κατέκλυζε την Ευρώπη και η αναπαραστατική τέχνη θεωρούνταν παρελθόν, βήμα βήμα κατέκτησε την προσωπική του φωνή. Για τον Μπαλτίς η αφηρημένη τέχνη ήταν εύκολη δουλειά και περιορισμένης κλίμακας κι έμεινε πιστός στην παραδοσιακή τέχνη και τις τεχνικές, της αναπαράστασης των παλιών Ευρωπαίων δασκάλων.
Το 1924, με την προτροπή του Γάλλου ζωγράφου Πιερ Μπονάρ άρχισε να αντιγράφει στο Λούβρο τα έργα του Νικολά Πουσέν (17ος αιώνας). Ακολούθησε ένα ταξίδι στην Ιταλία όπου μελέτησε και αντέγραψε τις τοιχογραφίες της πρώιμης Αναγέννησης. Τέσσερις τέτοιες αντιγραφές έργων του Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα και του Μαζάτσιο (15ος αιώνας) παρουσιάζονται στην έκθεση. Στο πρώτο κοίταγμα φαίνονται απλές αντιγραφές που προσέχουν την ακρίβεια της ομοιότητας στην απόδοση, αλλά σε δεύτερο, διακρίνεται μια ιδιαίτερη εμμονή του ζωγράφου στη σύνθεση των μορφών, περισσότερο απ' ό,τι στη λεπτομέρεια και το χρώμα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αρχίζει να εμφανίζεται το προσωπικό ύφος του Μπαλτίς, καθαρά περιγράμματα, αυστηρή σύνθεση, αλλά παραμένει φανερή η παρουσία των παλιών δασκάλων.
Το 1948 έκανε ένα σχέδιο της «Κοιμισμένης γυναίκας» του Ζακ Λουί Νταβίντ (1819). H γυναίκα του Μπαλτίς έχει την ίδια μελαγχολική, σκεπτική όψη των μορφών του Νταβίντ, αλλά οι γραμμές είναι γλυκύτερες και η ατμόσφαιρα πιο αιθέρια. Το 1955 ο Μπαλτίς ζωγράφισε το «Ξύπνημα», το πορτρέτο μιας γυναίκας που ξυπνά από τον ύπνο και τεντώνει τα χέρια της. H θέση και το σχήμα του σώματος θυμίζουν πολύ τον «Νικηφόρο έρωτα» του Καραβάτζιο (1602).
O κάθε άνθρωπος όμως διαμορφώνεται και από την εποχή του και τους συγχρόνους του. O Αλμπέρτο Τζιακομέτι ήταν φίλος και σύμβουλος -εν τέχνη- του Μπαλτίς? οι δύο τους συμμερίζονταν την απογοήτευση με τα απόλυτα φαντασιακά στοιχεία του υπερρεαλισμού. Το σχέδιο του Μπαλτίς «Γυμνό με φουλάρι» (1975) έχει κοινά το στυλ και την τεχνική με το «Ατελιέ με καρέκλα» του Τζιακομέτι (1955). Και οι δυο τους χρησιμοποίησαν ίδιες τεχνικές για να δώσουν την αίσθηση της κίνησης. H έκθεση δείχνει ακόμη την εξέλιξη του ύφους του Μπαλτίς και τις μεταβολές του.
Με την καθιέρωσή του ως ζωγράφου, ο ρομαντισμός και το πάθος των πρώτων χρόνων του, έγιναν πιο κρυμμένα. Ειδυλλιακά τοπία με βουβές σκιές -«Μόντε Καλβέλο» του 1972- είναι τόσο εικονοκλαστικά έργα, όπως εκείνα με τα έφηβα κορίτσια που έγιναν το σήμα κατατεθέν του.
Οσο η φήμη του μεγάλωνε, μεγάλωσε και το αίνιγμα Μπαλτίς. Ετσι αινιγματικός εμφανίζεται ο ζωγράφος στην αυτοπροσωπογραφία του «O βασιλιάς των γατών» (1935). Μολονότι, καθώς εμφαίνει η έκθεση, ο Μπαλτίς θαύμαζε κι εμπνεόταν από άλλους ζωγράφους, τούτο το πορτρέτο του καλλιτέχνη ως απόμακρου, αποστασιοποιημένου όντος δείχνει και εξηγεί, ώς ένα σημείο, τη δύναμη του μύθου του στη σύγχρονη τέχνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου