Ο ηγούμενος και ο Πνιγάρης*
Το παρακάτω κείμενο, που δημοσιεύεται για πρώτη φορά
στο διαδίκτυο, είναι απόσπασμα μιας ιστορίας με κρυπτοχριστιανούς στο Ρέθυμνο
της Κρήτης. Παρόλο που η ιστορία εκτυλίσσεται παραμονές Χριστουγέννων,
συγκλονίζει τον αναγνώστη όποια χρονική στιγμή και αν την
διαβάσει.
Ολόκληρο το κείμενο δημοσιεύεται στο βιβλίο του
Γ.Πρίντζιπα
-ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΩΝ ΚΡΥΦΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ- με τίτλο: Ο
ηγούμενος και ο Πνιγάρης.
Ο τίτλος του αποσπάσματος είναι δικός μας. (https://fdathanasiou.wordpress.com)
Η φωτογραφία είναι από τον Πύργο των Κερίμηδων στην
Επισκοπή Ρεθύμνου της Κρήτης, όπου έζησαν κρυπτοχριστιανοί.
Αυτή τη νύχτα, που κορυφώθηκε η προσμονή, ο παπά –
Ιωσήφ, γιομάτος χαρά, ζούσε την κάθε στιγμή σαν μικρό παιδί. Μαζεύτηκαν οι
μέρες, η προετοιμασία ολοκληρώθηκε. Παραμονή Χριστουγέννων. Η εκκλησία
πλημμυρισμένη με τη δόξα των ύμνων. Κάθε στασίδι και φλόγα. Οι καλόγεροι όλοι
παρόντες. Έλειπαν μόνο όσοι ήταν στα διακονήματα. Ο τροχός του μοναστηριού δε
λογά γιορτές και σχόλες. «Υπέρ των αδελφών ημών των εν ταις διακονίαις
όντων». Ο διάκο – Ιωακείμ θυμήθηκε κι αυτούς κατά την τάξη.
Κόντευε να τελειώσει η Λειτουργία όταν μπήκε στο
Ιερό ο Μητροφάνης ο πορτάρης. Πλησίασε στην αγία Τράπεζα και κάτι πήγε να πει
στον Ιωσήφ. Εκείνος τον κάρφωσε με το βλέμμα του. όταν λειτουργούσε δεν
επέτρεπε σε κανέναν να τον διακόπτει. Ο καλόγερος περίμενε πιο κει
προσπαθώντας να κάνει υπομονή, μα μέσα του, η αγωνία δονούσε με γρήγορους
ρυθμούς την καρδιά του. αισθανόταν να στέκεται στ’ αναμμένα κάρβουνα. Κι
ο άλλος ούτε που έλεγε να γυρίσει να τον κοιτάξει.
Τη στιγμή που τέλειωνε την ευχή τον πλησίασε.
«Γέροντα να σου μιλήσω» ψιθύρισε.
Έξω ακούστηκε ο διάκος:
«Πρόσχωμεν».
Ο Ιωσήφ:
«Τα Άγια τοις Αγίοις».
Κι ο Μητροφάνης το βιολί του.
«Γέροντα να σου μιλήσω!»
Χωρίς να δίνει σημασία ο Ιωσήφ συνέχιζε:
«Μελίζεται και διαμελίζεται ο Αμνός του Θεού».
«Άγιε ηγούμενε είναι βιαστικό», η φωνή του
ξεπέρασε τα όρια του ψίθυρου.
Επιτέλους! Στράφηκε στον καλόγερο που χειρονομούσε
δίπλα του δείχνοντας την πόρτα.
«Τι θες αδελφέ μου; Γιατί με διέκοψες;» Η
ηρεμία του έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Ο καλόγερος έβγαζε σκόρπιες λέξεις:
«Τούρκοι… Έξω… Πολλοί… Ηγούμενο… Θέλουν τον
ηγούμενο».
Προσπάθησε να μη χάσει την ψυχραιμία του.
«Καλά Μητροφάνη. Λειτουργούμε τώρα. Πήγαινε πες
τους να περιμένουν».
Ένα κακό προαίσθημα του λύγισε τα γόνατα. Τούρκοι
στο μοναστήρι; Κακό σημάδι. Προσπάθησε να θυμηθεί που έθιξε την εξουσία, μα
όσο κι αν έστυβε τη μνήμη του δεν έπαιρνε απάντηση.
Απ’ τους συλλογισμούς του τον έβγαλε ο διάκος.
«Ευλόγησον Δέσποτα την αγίαν ζέσιν».
Ά! Ναι. Λειτουργούν ακόμη! Η πιο φρικτή ώρα δεν
έπρεπε να μολυνθεί μ’ άλλες σκέψεις.
Βγαίνοντας απ’ την εκκλησιά βρήκε όλους τους
καλόγερους μαζεμένους στην αυλή, παρά το τσουχτερό κρύο. Το νέο τους είχε
φοβίσει. Πλησίασε. Άρχισαν να του μιλούν όλοι μαζί, ο καθένας με τον τρόπο
του. σήκωσε τα χέρια.
«Ηρεμήστε πατέρες» τους είπε. «Θα βγω
να δω τι θέλουν».
Έξω περίμενε ένας αξιωματικός με πέντε στρατιώτες. «Λίγοι»
σκέφτηκε. «Δεν είναι για το μοναστήρι». Μόλις τον είδε αυτός,
πλησίασε.
«Ηγούμενε σε θέλει ο πασάς. Ετοιμάσου να έρθεις
στο Ρέθυμνο» του είπε.
Λύθηκε λοιπόν η απορία. Θέλουν τον ίδιο.
«Καλά εφέντη μ’» απάντησε. «Σε μισή ώρα
είμαι έτοιμος».
«Γρήγορα γιατί παγώσαμε».
«Πει ει (πολύ καλά)».
Μέσα η αγωνία των αδελφών είχε φουντώσει. Αμέσως τον
περιτριγύρισαν κι όλοι μαζί ρωτούσαν να μάθουν τι συμβαίνει. Το ομαδικό
ενδιαφέρον μάλλον τον ενόχλησε. Τους έκανε νόημα να ησυχάσουν και μετά με
φωνή που μόλις ακουγόταν τους είπε:
«Εμένα ζητούν αδελφοί».
Ένα βουητό ακούστηκε από όλους. Αγανάκτηση!
Έδωσε εντολή να του ετοιμάσουν το μουλάρι και τους
κάλεσε στο ηγουμενείο. Εκεί ζήτησε να τον συγχωρέσουν αν τους πίκρανε ή αν
τους στενοχώρησε. Κάτι μέσα του του έλεγε πως ήταν η τελευταία φορά που τους
έβλεπε. Ένας – δυο προσπάθησαν να τον στηρίξουν να του δώσουν ελπίδα. Μάταιος
κόπος. Όταν ο πασάς καλεί κάποιον δεν τον ματαβλέπουν οι δικοί του. Ναι,
παλιότερα. Ο σημερινός, όμως, ο Οσμάν δεν τόχει συνήθειο. Και λοιπόν; Γιατί
αυτός να διαφέρει; Όλα τα γουρούνια την ίδια μουσούδα δεν έχουν; Μα αυτός τον
δέχτηκε με καλωσύνη τότε που πήγε να τον χαιρετήσει. Άλλο τότε! Σήμερα άλλαξε
η διάθεσή του. Έτσι είναι οι Αγαρηνοί. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος μαζί τους.
Φαίνεται πως εκείνος ο Λασκαράκης έκανε πάλι τη διαολιά του. Δεν κατάφερε να
πάρει τα χτήματα του μοναστηριού και τώρα να, πήγε στον πασά. Ποιος ξέρει
πόσα άτομα πλήρωσε. Να δεις, θα πάρει το αίμα του πίσω!
Πάνω στην ώρα μπήκε ο Νεκτάριος ο βουδουνάρης.
«Άγιε ηγούμενε, έτοιμο το ζώο» τον
ειδοποίησε.
Σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο. Όλοι είχαν κατεβασμένο το
κεφάλι. Μίλησε πρώτος ο Ιωσήφ.
«Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω αδελφοί. Ας γίνει
το θέλημα Του».
Με δάκρυα στα μάτια τους ασπάστηκε, ζήτησε και πάλι
συγνώμη και βγήκε ν’ ακολουθήσει το πεπρωμένο του. Πριν φύγει στάθηκε στην
πύλη έκανε το σταυρό του κι έφερε ένα γύρο τα μάτια του σαν νάθελε να
ξεσηκώσει τη στερνή, την τελευταία εικόνα απ’ το μοναστήρι. Μετά ανέβηκε στο
μουλάρι και ξεκίνησε. Δίπλα του οι άνθρωποι του πασά του έδιωχναν και την
παραμικρή σκέψη να ξεφύγει.
Στο δρόμο το μυαλό του έτρεχε στις πιο απίθανες
σκέψεις. Όλοι οι φόβοι του είχαν κέντρο τον αιώνιο αντίδικο της μονής το
Λασκαράκη. Έψαχνε άλλη αιτία για τη μεταστροφή του πασά, μα δεν εύρισκε.
Σίγουρα αυτός ο πλεονέχτης ο άνθρωπος της εξουσίας, έχει χώσει τη μούρη του.
Έτσι στρώνεται ο δρόμος για να βάλει χέρι στα χτήματα του Ταξιάρχη, όπως
έκανε και στο βιός του μακαρίτη Γεωργακάκη. Ούτε το καθημερινό τους δεν άφησε
στη χήρα και τα ορφανά. Σηκώθηκε τότε ο Ιωσήφ και πήγε στον καϊμακάμη. Παρά
τα παρακάλια δεν κατάφερε τίποτα.
Από τότε κι η έχθρα του με δαύτον. Ένα απόγιομα τον
είδε να μπαίνει στην εκκλησιά με τους μπιστικούς του, την ώρα του εσπερινού.
Χωρίς να σεβαστεί τη στιγμή έβαλε τις φωνές. «Μακριά απ’ τις δουλειές μου
παπά». «Το άδικον ουκ ευλογείται Νικόλαε» του απάντησε. «Να
δουλεύεις τίμια, όχι με κλεψιές». Τότε αυτός αγρίεψε πιο πολύ. «Κρατήσου
μακριά παπατράγο αν θες τη ζωή σου» ούρλιαξε. Χωρίς να χάσει την
ψυχραιμία του ο Ιωσήφ απάντησε, όσο μπορούσε πιο ήρεμα: «Ζει Κύριος ο
Θεός Λασκαράκη. Σε παραδίδω στη δικαία κρίσιν του». Ακούστηκε ένα
τρανταχτό γέλιο και φάνηκε να τον σημαδεύει ένα όπλο. Φοβήθηκε. Τα γόνατά του
άρχιζαν να μην τον κρατούν. Αισθάνθηκε μια αβάσταχτη επιθυμία να πέσει, να
σωριαστεί, όταν ακούστηκε η φωνή του παπά – Ιωακείμ, του πιο γέρου από όλους:
«Φονικό μέσα στον Ναόν του Κυρίου θα κάμεις Νικόλαε; Σε κυρίεψε ο
δαίμονας παιδί μου;» Ήταν αυτός που τον βάφτισε πριν σαράντα χρόνια. Η θύμηση
αυτή ή ο λόγος του γέροντα ήταν που κατέβασε το όπλο; Ο Λασκαράκης πέταξε ένα
«θα τα πούμε παπά» κι έφυγε ωσάν κυνηγημένος. Έγιναν κι άλλα μεταξύ
τους, μα δεν «τα είπαν». Ύστερα ήρθε η σειρά του Ταξιάρχη. Κάποιος
του μήνυσε πως ο Λασκαράκης έφτασε ίσαμε τον πασά. Μετά καυχιόταν πως η
υπόθεση ήταν τελειωμένη. Να, λοιπόν, που ήρθε η ώρα να «τα πουν»!
Είχε περάσει το μεσημέρι, όταν έφτασαν στο Ρέθυμνο.
Όλος ο κόσμος ήταν στην αγορά κι έκανε τα ψώνια του για την αυριανή
γιορτή. Μέσα σ’ αυτό το μελίσσι ένας παπάς με έξι ζαπτιέδες, ήταν αδύνατο να
μείνει αθέατος. Οι πιο πολλοί κοιτούσαν άπραχτοι. Ήταν, όμως, και μερικοί που
δεν δίστασαν να βάλουν τις φωνές: «Ίντα σας πείραξε ορέ το παπαδάκι;»
Αδιάφοροι οι Τούρκοι περνούσαν ανάμεσά τους κι ο Ιωσήφ σήκωσε το χέρι να τους
ηρεμήσει.
Στο σεράι ο αξιωματικός τον πέρασε στο μουσαφίρ
οντά. Εκεί τον άφησε μόνο να περιμένει να τον καλέσει ο πασάς. Περνούσε η ώρα
και κανένα μήνυμα δεν ερχόταν. Άρχισε να μην αντέχει το ασήκωτο βάρος της
αγωνίας του. Τότε θυμήθηκε το παλιό, το μοναδικό του καταφύγιο: «Κύριε
ημών Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον με». Χαλάρωσε λίγο το σφίξιμο που
αισθανότανε στα σωθικά του, μα πάλι του ήρθε ο λογισμός: «Έφτασε το τέλος
μου. Θα με χαλάσει ο πασάς ο Πνιγάρης. Δε λυπήθηκε τους δικούς του, θα
λυπηθεί εμένα;».
Την ώρα εκείνη ένας θόρυβος ακούστηκε κι’ άνοιξε η
πόρτα διάπλατη. Ήταν ο πασάς. Σηκώθηκε να τον χαιρετήσει κι αυτός ούτε που
του έδωσε σημασία. Τον κοίταξε αυστηρά και μετά του είπε:
«Άργησες παπά. Γιατί;»
Ψέλλισε μια δικαιολογία.
«Πεινάς; Έλα μαζί μου» συνέχισε εκείνος.
Τον ακολούθησε. Πέρασαν στο διάδρομο κι ύστερα σ’
ένα μεγάλο δωμάτιο. Εκεί ένα τραπέζι γιομάτο λιχουδιές προκαλούσε την πείνα
του.
«Δικά σου. Κάτσε να φας» του είπε.
Κοίταζε ο Ιωσήφ τα τόσα φαγητά κι αισθανότανε μια
δύναμη να τον σπρώχνει να κάτσει στο τραπέζι. Για μια στιγμή έκανε την πρώτη
κίνηση, μ’ αμέσως κρατήθηκε. «Πίσω μου σ’ έχω σατανά» αγανάχτησε με
τον εαυτό του. ξέχασε πως ήταν νηστεία. Όχι, δεν θα μαγαρίσει τη μέρα!
«Άκουσε πασά μου» μίλησε με θάρρος. «Σήμερα
εμείς οι χριστιανοί έχουμε παραμονή των Χριστουγέννων και νηστεύουμε ακόμη
και το λάδι. Άσε με, λοιπόν, να πάω σε κανένα χάνι, να φροντίσω το ζώο μου να
βρω και κάτι νηστίσιμο. Μετά έρχουμαι πίσω».
Ο Τούρκος γέλασε κοροϊδευτικά.
«Τι λες μωρέ παπά» του είπε. «Το ζώο
σου; Τι το θες, εσύ το ζώο; Δεν σου κάνει αυτό το φαΐ πάμε δίπλα».
Σχεδόν τραβώντας τον έβαλε στο άλλο δωμάτιο. Εκεί
τον περίμενε ένα σαρακοστιανό τραπέζι.
Άρχισε να τρώει με όρεξη. Με τη φασαρία ξέχασε πως
ήταν νηστικός από χθες το μεσημέρι. Δεν το λησμόνησε, όμως το στομάχι του.
Γι’ αυτό άφησε κατά μέρος τους φόβους και βάλθηκε ν’ απολαμβάνει το φαγητό
του. Ό, τι και να γίνει τουλάχιστο νάναι φαγωμένος. Είχε αποσώσει όταν φάνηκε
ένας υπηρέτης. Απ’ την πόρτα του έκανε νόημα να σηκωθεί. Υπάκουσε. Έτσι σε
λίγο νάτον πάλι μπροστά στον πασά.
«Άκου παπά» του είπε αυτός. «Έχω στο
χαρέμι μου μια χριστιανή».
Έκανε μικρή παύση. «Το σκυλί» είπε μέσα του
ο Ιωσήφ.
Μετά συνέχισε.
«Μ’ έχει πρήξει, λοιπόν, να της κάνω ένα χατίρι.
Θέλει, λέει, τώρα τα Χριστούγεννα να φάει ένα φαγητό που φκιάνετε στις
εκκλησιές. Κάτι με ψωμί και κρασί, ξέρεις. Της είπα να της δώσω όσο ψωμί και
κρασί τραβάει η όρεξή της, μα αυτή δε θέλει. Λέει πως μόνο εσείς οι παπάδες
ξέρετε να το φκιάνετε. Λοιπόν, κάτσε να το ετοιμάσεις, γιατί δεν μπορώ ν’
ακούω τη γκρίνια της».
«Δεν ξέρεις τι ζητάς πασά» απάντησε
επιτιμητικά ο Ιωσήφ. «Το φαγητό που θέλει η δούλη σου δεν είναι άλλο απ’
το μεγαλύτερο μυστήριο της πίστης μας. Τη Θεία Κοινωνία. Δεν είναι φαγητό.
Είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού».
«Αίμα;» Ένα ειρωνικό χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στο
πρόσωπό του. Ο Ιωσήφ αισθάνθηκε να φουντώνει απ’ την αγανάκτηση.
«Τι να καταλάβεις εσύ απ’ αυτά» συνέχισε. «Πάντως
αυτό που ζητάς δεν γίνεται. Πρέπει να λειτουργήσω».
«Λοιπόν; Τι σ’ εμποδίζει να το κάνεις;
Ψωμί έχω, κρασί έχω, πάρε κι ένα ποτήρι και ξεκίνα».
Ένα απίστευτο θάρρος άρχισε να δυναμώνει τον Ιωσήφ.
«Όχι. Δεν μπορώ».
«Μπορείς!»
Ο τρόπος του δε σήκωνε αντίρρηση. Ωστόσο ο Ιωσήφ
συνέχιζε ν’ αρνιέται.
«Μα πως; Χρειάζουμαι εκκλησιά, άμφια, βιβλία,
πολλά πράματα!»
Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Μετά, σιγά σαν να
μην ήθελε ν’ ακουστεί, του είπε:
«Έλα μαζί μου».
Άνοιξε την πόρτα, ερεύνησε το διάδρομο κι ύστερα του έκανε νόημα να
τον ακολουθήσει. Πιο κει στάθηκε σε μια ζωγραφιά.
«Βάλε σημάδι» του είπε, «τη νύχτα θα
έρθεις μόνος».
Την έσπρωξε και υποχώρησε. Ήταν μια κρυφή πόρτα. Από
κει ξεκίναγε μια σκάλα που τους έφερε στα θολωτά υπόγεια του σεραγιού.
Μεγάλες καμάρες, που βάσταζαν όλο το βάρος, σχημάτιζαν ίσαμε πέρα μικρά
δωμάτια. Σ’ ένα απ’ αυτά, το πιο μακρινό, κρεμόταν ένα σεντόνι από πάνω ως
κάτω. Ο πασάς το σήκωσε απ’ τη μια του άκρη και τον κάλεσε να περάσει.
«Να παπά. Δες. Η εκκλησιά που ζήτησες!»
«Ω Θεέ μου». Ο Ιωσήφ δεν μπόρεσε να
κρύψει το ξάφνιασμα του. Εκεί μπροστά του είχε το ιερό μιας ορθόδοξης
εκκλησιάς. Ένα τραπέζι στη μέση, σκεπασμένο με κόκκινο ύφασμα, ήταν η Άγια
Τράπεζα. Πάνω ένα μικρό Ευαγγέλιο. Αριστερά ένα άλλο με το Άγιο Δισκοπότηρο.
Η Πρόθεση. Έβγαλε το σκούφο του και προσκύνησε το Ευαγγέλιο και τότε είδε
αντιμήνσιο με λείψανα. «Πως βρέθηκε δω;» αναρωτήθηκε. Με μια ματιά
κατάλαβε πως δεν έλειπε τίποτα! Θυμιατό, κηροπήγια, λιβάνι, νάμα. Όλα. Και
πάνω σ’ ένα ασημένιο δίσκο ήταν ένα φρεσκοκομμένο πρόσφορο. Πιο κει ο πασάς
ξεκλείδωνε ένα ντουλάπι, που μέσα του ήταν κρεμασμένη μια ιερατική στολή.
Γύρισε και τον κοίταξε με απορία. Εκείνος βιάστηκε
ν’ απαντήσει.
«Τα έφερε ένας παπάς που τον κάλεσα πέρσι». Και
πριν προλάβει ο Ιωσήφ να πει άλλο λόγο, θυμήθηκε τον πασά.
«Έλα. Αρκετά. Πάμε πάνω» είπε και ξεκίνησε
πρώτος.
Μόλις γύρισαν στο μουσαφίρ οντά χτύπησε ένα
κουδούνι. Στη στιγμή παρουσιάστηκε ένας υπηρέτης στο οποίο έδωσε εντολή να
οδηγήσει τον παπά στο δωμάτιό του. Ο Ιωσήφ τον ακολούθησε μα καθώς έβγαινε ο
πασάς τον κράτησε απ’ το ράσο, πλησίασε στ’ αυτί και του είπε ελληνικά:
«Ν’ αρχίσεις τη δουλειά σου δυο ώρες πριν φέξει.
Και να μη σε δει κανείς».
Το δωμάτιο είχε ένα κρεβάτι με χοντρό πάπλωμα, ένα
μικρό τραπέζι κι ένα κομοδίνο. Γύρω οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με πολύχρωμες
πάντες. Θέλησε να κάνει απόδειπνο πριν πέσει, μην ξεχάσει και τα καλογερικά,
μα στα μισά άρχισε να μην μπορεί να σταθεί απ’ τη νύστα. Παράλειψε, λοιπόν,
τα τελευταία, έκανε απόλυση κι έπεσε στο κρεβάτι χωρίς να γδυθεί. Ούτε που
κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος. Ένα ύπνος βαρύς χωρίς όνειρα, ατάραχος.
Ξύπνησε κάποια στιγμή μες στο σκοτάδι κι αναρωτήθηκε
τι ώρα νάτανε. Κάτι του έλεγε, πως ακόμη είναι νωρίς, πως έχει ώρα μπροστά
του. Μπορούσε, όμως, να εμπιστευθεί τη διαίσθησή του; Καλό ήταν να σηκωθεί να
κοιτάξει τον ουρανό, να καταλάβει την ώρα. Καθώς, όμως, ετοιμαζότανε να κάνει
την πρώτη κίνηση, θυμήθηκε: Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα! Κατάρα! Και τώρα
πως θα μάθει την ώρα; Βλέπεις δεν έχει ρολόι. Τι να το κάνουν άλλωστε; Έχουν
τον ήλιο, την πούλια, τον αυγερινό, έργα θεϊκά. Τώρα που δεν μπορεί να δει το
ρολόι του Θεού, τι κάνει;
Πάνω στην ώρα ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα.
«Αμήν» απάντησε. Η καλογερική παρόρμηση. Κι
αμέσως η διόρθωση:
«Ορίσατε», έτσι όπως συνηθίζουν στον κόσμο.
Στ’ αυτιά του έφτασε ένας ψίθυρος. Η φωνή του πασά.
«Σήκω παπά, η ώρα σου».
Αμέσως πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι. Ετοιμάστηκε στα
γρήγορα και βγήκε στο διάδρομο. Στάθηκε λίγο να προσανατολιστεί, να δει κατά
που έπρεπε να στραφεί. Το λιγοστό φως των λυχναριών, που ήταν κρεμασμένα δω
κι εκεί, του έδειχνε το δρόμο. Προχώρησε λίγο και βρέθηκε στο μουσαφίρ οντά.
Πιο πέρα ήταν η ζωγραφιά. «Το σημάδι», όπως τούχε πει ο πασάς. Δίπλα
της έκαιγε ένα λυχνάρι. Χαμογέλασε. Ο Πνιγάρης όλα τα είχε σκεφτεί. Το πήρε
να του φωτίζει τη σκάλα, έσπρωξε την κρυφή πόρτα και σε λίγο ήταν στην
πρόχειρη εκκλησιά.
Στάθηκε, λίγο, μπροστά στ’ απλωμένο σεντόνι, είπε
ψιθυριστά «εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν αγιόν
σου» και το τράβηξε να φανεί το ιερό βήμα. Προσκύνησε. Άναψε τα κεριά,
ένα στην Άγια Τράπεζα κι ένα στην Πρόθεση, έβαλε πετραχήλι κι άρχισε να
διαβάζει τον εξάψαλμο. Μετά έψαλε τα τροπάρια στη σειρά: «Η γέννησίς σου
Χριστέ ο Θεός ημών…», «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός. Ά!
Ήταν Χριστούγεννα. Και τα Χριστούγεννα ήταν όμορφα σ’ όλες τις εκκλησιές.
Ακόμη και στα υπόγεια του σεραγιού. Το κέφι του άρχισε να φουντώνει. «Τα
σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». Νοερά μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του.
Πριν μπει στον κανόνα πήγε στην Πρόθεση να κάνει την
προσκομιδή. Εκεί ήταν όλα έτοιμα. Δεν έμενε παρά ν’ αρχίσει: «Ετοιμάζου
Βηθλεέμ ήνοικται πάσιν η Εδέμ…» Πήρε στα χέρια του το πρόσφορο και το
σταύρωσε με τη λόγχη. «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη…». Ακριβώς τη
στιγμή αυτή ήταν που ακούστηκε μια γνώριμη βαριά, μελωδική φωνή.
«Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών
απαντήσατε…».
Κατάλαβε, μα δεν ήθελε να το πιστέψει. Γύρισε κι
αυτό που είδε τον γέμισε θυμό. Ψάλτης ο πασάς! «Το σκυλί» ψιθύρισε,
«θα μαγαρίσει τη λειτουργία». Για μια στιγμή σκέφτηκε ν’ αφήσει κατά
μέρος τα παπαδικά, να ορμήσει, να τον πιάσει απ’ το λαιμό και να τον πνίξει.
Και μόνο η σκέψη του λύγισε τα γόνατα. «Ήμαρτον Θέ μου κι ετοιμάζουμαι να
λειτουργήσω» είπε. Μηχανικά συνέχιζε την προσκομιδή, μα η προσοχή του
δεν έφευγε απ’ τον Πνιγάρη. Πόσο ωραία ψέλνει; Που να έμαθε άραγε; Μια ιδέα
άστραψε στο μυαλό του. Θα είναι εξωμότης, προδότης του Χριστού.
«Ότε καιρός της επί γης παρουσίας σου πρώτη
απογραφή τη οικουμενική εγένετο».
Η ώρα του δοξαστικού. Ο πασάς φανέρωσε τη μεγάλη του
τέχνη. Απ’ τη θέση του ο Ιωσήφ απολάμβανε τη μελωδία ξεχνώντας, πως πρέπει ν’
αποσώσει την προσκομιδή. Ήρθε η ώρα της δοξολογίας κι ύμνησε ακόμα άπραγος. Ο
άλλος σταμάτησε το ψάλσιμο και τον κοίταξε έντονα.
«Παπά δεν θα θυμιάσεις;» του φώναξε.
Σαν να ξύπνησε από λήθαργο έσπευσε να πάρει το
θυμιατό. «Το σκυλί, θα μου υποδείξει τα καθήκοντά μου;» τον έπνιξε ο
θυμός. Κι όμως είχε δίκιο. Ξεχάστηκε! Την ώρα της Λειτουργίας αισθανότανε μια
μεγάλη, μια απέραντη ενοχή να του καίει τα σωθικά. Ο αλλόπιστος ο προδότης,
ψάλτης! Να τελειώνει, να τελειώνει, να φύγει από δω να πάψει κι η βλαστήμια.
Ώσπου ήρθε η ώρα να καλέσει το λαό να κοινωνήσει. Το
λαό; Ποιο λαό; Μόνος λειτουργεί! Ίσως κάπου κει κρυμμένη στο σκοτάδι, να
στέκεται η δούλη του πασά, η χριστιανή. Να, λοιπόν, ο λαός! Όπως και νάχει το
πράγμα δεν μπορούσε να μην πει τα λόγια.
«Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε».
Η πρόσκληση.
Περίμενε λίγο να βγει η χριστιανή όταν είδε μπροστά
τον πασά. Είχε βγάλει το φέσι του και τα μακριά μαλλιά του είχαν ξεχυθεί
στους ώμους του. Πλησίασε έκανε το σταυρό του κι ετοιμάστηκε να κοινωνήσει.
«Όχι».
Μια άγρια φωνή ξέφυγε απ’ το στόμα του.
«Όχι προδότη. Δεν θα ρίξω τ’ άγια στα σκυλιά».
Πάνω στο θυμό του ούτε κατάλαβε τι έκανε. Κάποια
στιγμή είδε τον άλλο να σηκώνεται απ’ το πάτωμα. Φοβήθηκε. «Τώρα θα με
σφάξει», σκέφτηκε. Κρατώντας σφιχτά τ’ άγιο Δισκοπότηρο αισθάνθηκε μια
δύναμη να τον αντρειεύει. «Θα περάσεις πρώτα πάνω απ’ το κουφάρι μου»
φώναξε.
Ο πασάς συνέχιζε να μένει ήρεμος. Κοίταζε ικετευτικά
κι ο Ιωσήφ, χωρίς τον πρώτο του θυμό, αρνήθηκε και πάλι:
«Φύγε, φύγε. Μακριά».
Τότε ο πασάς πλησίασε, έβαλε το χέρι στον κόρφο του
και έβγαλε ένα χαρτί.
«Αδελφέ και συλλειτουργέ, ιλάσθητί μοι τω
αμαρτωλώ» είπε και του το έδωσε.
«Έλα Θέ μου, τ’ είναι πάλι τούτο». Ο Ιωσήφ
δεν μπορούσε πια να κρύψει την έκπληξή του.
Πήρε το χαρτί με δυσπιστία και πλησίασε στο αναμμένο
κερί στην Άγια Τράπεζα. Με την πρώτη ματιά γνώρισε την υπογραφή. Την είχε δει
άλλωστε και σ’ άλλα έγγραφα, από κείνα που φτάνουν στο μοναστήρι. Ήταν του
Πατριάρχη. Απόθεσε το Δισκοπότηρο και διάβασε: «Ο επιφέρων το παρόν χατζή
Οσμάν πασάς. Ουδείς άλλος έστιν ει μη ο ημέτερος αρχιμανδρίτης Βασίλειος».
Γύρισε και τον κοίταξε μ’ όλη την απορία του κόσμου στα μάτια του. Ζει στ’
όνειρο ή στην πραγματικότητα;
Ο πασάς είχε πάει κοντά του. Ακούμπησε το χέρι στον
ώμο του και του είπε:
«Ναι αδελφέ μου. Είμαι ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος».
Έκανε πολλή ώρα να συνέλθει. Ήθελε να ρωτήσει πολλά,
να μάθει. Του φαινότανε παράλογο ύποπτο ένας πασάς, να λέει πως είναι παπάς.
Κοίταγε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια. Ναι, ήταν του πατριάρχη. Άρα, ήταν
αλήθεια. Ο Πνιγάρης παπάς! Μυστήρια που έχει η ζωή! Κάποτε βρήκε τον εαυτό
του.
«Και πως βρέθηκες εδώ;» ρώτησε.
Ο άλλος τον σταμάτησε.
«Ας τελειώνουμε και μετά τα λέμε».
Δεν πίστευε στα μάτια του όταν τον είδε να φορά ένα
πετραχήλι, να βάζει μετάνοια στην Άγια Τράπεζα και μετά να γονατίζει. Του
φάνηκε παραμυθένιο όνειρο όταν τον άκουσε να λέει τις ευχές. «Ιδού βαδίζω
προς θείαν κοινωνίαν… Του Δείπνου σου του Μυστικού σήμερον υιέ Θεού…».
Τώρα εξηγούνται όλα. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον αντάμωσε. Ήταν τις
πρώτες μέρες που ήρθε στα μέρη τους. πήγαν όλοι οι ηγούμενοι να τον
επισκεφθούν κι αυτός τους δέχτηκε μ’ ευγένεια. Τους ρώτησε για τα μοναστήρια,
για τη ζωή τους, για τους άλλους καλογέρους. Αν ήταν κοινόβια ή ιδιόρρυθμα κι
ένα σωρό λεπτομέρειες. Μερικοί φοβήθηκαν. «Τούρκος και ρωτά τόσα;»
έλεγαν «θ’ αυξήσει τα δοσίματα. Θα το δείτε». Κι όμως αυτός τα
μείωσε.
Στο μεταξύ δίπλα του ακουγόταν η φωνή του πασά: «Μεταδίδοταί
μοι Βασιλείω τω αναξίω ιερεί και μοναχώ το πανάγιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου
και Θεού και Σωτήρος Ιησού Χριστού».
Μετάλαβε μόνος ενώ ένα δάκρυ γυάλισε στα μάτια του.
Η φανέρωση του μυστικού. Το ξεχείλισμα της καρδιάς. Έκανε το σταυρό του και
πήγε πιο κει στο πρόχειρο αναλόγιο.
«Ώρα να τελειώνουμε» του είπε.
Τώρα πια η Λειτουργία έπαιρνε άλλη μορφή. Μια ηρεμία,
μια ανάπαυση, μια γαλήνη κυρίεψε την καρδιά του. Το βάρος που τον βασάνιζε
είχε φύγει και απολάμβανε τις τελευταίες στιγμές της. Όταν τέλειωσαν ρώτησε
το Βασίλειο:
«Και πως βρέθηκες πασάς;»
Εκείνος τον κοίταξε ζωηρά. Μετά τον έπιασε απ’ το
χέρι και τον έφερε μπροστά στο Ευαγγέλιο.
«Ορκίσου ενώπιον του Θεού ότι δεν θα μιλήσεις σε
κανένα» του είπε.
«Ορκίζομαι» απάντησε ο Ιωσήφ έτσι, χωρίς
πολλή σκέψη. Μόνο και μόνο γιατί του ήταν αφόρητη η τόση περιέργεια.
«Πάμε πάνω για καφέ και θα τα πούμε».
Είχε γίνει πάλι ο πασάς.
*Το 1812 η Υψηλή Πύλη πήρε την απόφαση να επέμβει
δυναμικά και να πατάξει αμείλικτα τους ατίθασους γενίτσαρους της
Κρήτης. Έστειλε τότε στην Κρήτη τον Χατζή Οσμάν πασά, ο οποίος κατόρθωσε να εξολοθρεύσει πολλούς γενίτσαρους με απαγχονισμό
και πήρε γι’ αυτό τη χαρακτηριστική προσωνυμία
«Πνιγάρης».
******************************
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΣΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ
The Abbot and the Strangler*
Translated and adapted by Vassilis C. Militsis
The following text is a part of a story referring to the secret Christians at Rethymno, Crete. It is published for the first time on the webpage of head priest Dimitrios Athanasiou (www.diakonima.gr/tag)
Although the story takes place on
Christmas Eve, the reader is awed any time he reads it.
The whole text is published in G.
Printzipa’s book The Collection (Synaxarion) of Secret
Dreams.
(Synaxarion: 1 A
brief biography of a saint read in the church on occasions of his feast day. 2
A book or books containing lives of the saints).
The title of the story is
arbitrary (https://fdathanasiou.wordpress.com)
The photo shows part of Kerimides
Tower at the village of Episcopi, Rethymno, where secret Christians lived.
On that night when the expectation was at
its peak, papa-Joseph, full of joy, was enjoying every moment like a small
child. The days drew to a close and the preparation took an end. Christmas
Eve was come. The church was flooded by the glory of hymns. Every pew shone with
the flame of a candle. The monks were all present, save for those who were
engaged in their monastic tasks. The duty rote of the monastery does not
exempt feasts and celebrations. “For our brethren being at their tasks let
us pray to the Lord”, deacon-Joachim remembered them according to order.
The mass was about to end when
Mitrofanis, the monastery’s gatekeeper, entered the sanctum. He approached
the Altar and tried to say something to abbot Joseph. However, the abbot cast
a stern look at him; when he was saying mass, he allowed no one to interrupt
him. The monk stood at a respectful distance waiting and trying in vain to
curb his impatience, for his anxiety caused turbulence in his heart and felt
as if he stood on live coals. The abbot, however, did not even spare him a
glance.
Exactly when the prayer was almost over,
the doorman drew nearer.
“Elder, I must talk to you” he whispered.
The deacon from the outside the sanctum
was heard saying:
“Let us be attentive”
Whereupon abbot Joseph rejoined before
the Altar.
“The holy Gifts for the Holy”
Mitrofanis went on insisting.
“Elder, I’ve got to talk to you”
Not paying any attention to him, Joseph
went on:
“The Lamb of God is apportioned and
distributed”
“Holy prior, it’s most urgent” his voice
surpassed the limits of whisper.
At last, the priest turned to the monk
who was gesticulating pointing at the door.
“What do you want, brother? Why have you
interrupted me?”
The monk was speaking incoherently:
“Turks … outside … a whole lot … the
abbot … they want the abbot”.
He tried to keep his calmness.
“Very well, Mitrofani, but we are still
saying mass. Go and tell them to wait”.
A bad presentiment made him go weak in
the knees. Turks at the monastery? This is a bad omen. He tried to recall in
what way he might have offended the authorities, but however he taxed his
memory, he could not find an answer.
He was snatched out of his thoughts by
the deacon:
“Bless, master, the zeon (holy fervor)”
Ah, he is still at the divine service!
The most awesome hour should not be desectrated with other thoughts.
Exiting the church he found all the monks
gathered in the courtyard despite the bitter cold. They were intimidated by
the tidings. He drew close to them. They all started talking in confusion. He
lifted his hands:
“Calm down, fathers” he said; “I’ll go
out to see what they want”.
Without the gate of the monastery an
officer and five soldiers were waiting. “Few” he thought. “They haven’t come
for the monastery. He was approached by the officer.
“Abbot, the pasha has asked for you. Get
ready and come down to Rethymno” he said.
Things have cleared out. They only want him.
“Very well, effendim” he replied. “I’ll
be ready in half an hour”
“Be quick; we’ll freeze to death”.
“Çok iyi (very well)”
Inside the monastery premises the
brethren’s agony had peaked. When they saw him coming they all surrounded him
asking what was going on. This collective interest annoyed him. He nodded to
them to be quiet and then with a voice hardly heard he told them:
“It’s I they want, brethren”.
A hum was heard by all who showed their indignation.
He gave instructions to get the mule
ready and called the monks to his quarters. There he asked them to absolve
him in case he had distressed or embittered them. He had a hunch that this
was the last time he saw them. One or two strove to boost his morale and make
him not lose hope. In vain, for when someone is sent for by the pasha, he is
not seen again by his own people. Yes, such things used to happen in the
past. However, the present Osman pasha was not in the habit to send for
people. But why should he differ? All pigs have the same snouts. Yet, Osman
pasha had received him kindly when the abbot had gone to pay his respects. It
was different then! Today he may have changed his mood. Saracens are so
fickle. You can never trust them. It seems that accursed Laskarakis has done
his devilry. He could not manage to get the monastery’s land and now he might
have gone to the pasha. Who knows how much he bribed him. It is certain he wanted
to strike back!
Right then, Nektarios, the monk in charge
of the stables, entered.
“Holy abbot, the beast is ready” he
announced.
Dead stillness prevailed in the room. All
had bowed their heads. Joseph spoke first.
“It is time to serve the Lord, brethren.
Let His will be done”
With tears in his eyes he bade farewell
asking once again for forgiveness and took his leave to follow his destiny.
Before he left, he stood at the gate, crossed himself and took a look around
as if he wished to depict in his mind this very last picture of the
monastery. Then he mounted the mule and set off. Surrounded by the pasha’s
men any thought of escape was out of the question.
On the way his mind strayed to the most
improbable thoughts. All his fears centered to Laskarakis, the age-long
litigant of the monastery. He was seeking another cause for the pasha’s
change of attitude, but he could not find one. Certainly, the greedy man of
power had had a hand in it. Thus he prepared the way to get his hands on the Taxiarchis
land as he had done with the late Georgakis’ property. He even deprived the
daily bread from his widow and orphans. On that occasion Joseph had gone to
the kaymakam, the governor of the district, but despite his pleading, he
could do nothing.
Ever since there was enmity with him. One
afternoon, at vespers, he saw him coming into the church. With no regard for
the sanctity of the place and time, he began yelling: “Get away from my
affairs, priest”. “Injustice is not blessed, Nicolaus” the abbot answered, “work
honestly, not with thievery”. And then Laskarakis turned nastier. “Keep away
from me, you billygoat of a priest, if you value your life” he roared.
Keeping his self-possession Joseph replied as calmly as he could: “I commit
you to the judgment of living God, our Lord, Laskarakis”. A roaring laughter
was heard and a weapon was seen aiming at him. The abbot was frightened and
his knees turned to water. He felt like falling, collapsing to the ground
when papa-Joachim’s voice – he was the oldest of all: “Are you going to
commit murder in the Temple of God, Nicolaus? Has the fiend possessed you, my
child?” he was the priest who had christened him forty years before. Was the
remembrance thereof or the old priest’s words that made Laskarakis lower the
gun?
Laskarakis uttered the phrase “we’ll talk
again, priest” and left as though he were on the run. Other things occurred
between them, but they had no opportunity to “talk again”. Then it was the
turn of Taxiarhis’ land. Someone sent him word that Laskarakis had even gone
to the pasha, and then he boasted that his job was accomplished. Therefore
the time has come so they could “talk again!”
It was already past midday when they
arrived at Rethymno. All the people were at the market place doing their
Christmas purchases for the following day. Among this entire multitude a
priest accompanied by six zaptiye (constables) could not be unnoticed.
Most of them looked on idly. There were, however, some who did not shrink
from shouting: “What ho! What fault have you found in this poor innocent old priest?”
The Turks, unperturbed, went through the crowd while Joseph lifted his hand
to calm them down.
When they reached the seraglio, the
officer led him to the guest quarters. He left him there alone to be summoned
by the pasha. The time went by but no message was coming. He could not stand
the unbearable burden of his anguish. Then he called to mind his only refuge
and began reiterating: “Lord our Jesus Christ, have mercy on me”. The clench
that gripped his viscera relaxed somewhat, but then again he were visited by sinister
thoughts: “My end is come. I shall perish at the hands of the pasha, the Strangler.
He did not spare his own kind; can one expect to spare me?”
At that moment the door creaked wide
open. There stood the pasha. The abbot stood up to greet him but the pasha
did not heed him. He only looked at him sternly and asked:
“What took you so long, priest?”
The priest mumbled an excuse.
“You must be hungry. Come with me”, he
went on.
Joseph followed him. They passed through
the corridor into a room, where there was a table laden with a variety of tempting
dainties, which taxed his hunger.
“It’s all yours. Help yourself” he said.
Joseph regarded this cornucopia, which lured
him to the table. He was about to relent but immediately he kept back. "Get behind me, Satan!” he was indignant with himself, for he
had forgotten he was fasting. He would not defile the day!
“Hark, my
pasha” he said with candor. “Today we Christians observe the Christmas Eve
Fast, and we abstain even from consuming olive oil. Let me go to an inn to
see to my beast, have something lenten to eat and then come back”.
The Turk
laughed sarcastically
“What are
you talking about, priest?” he said; “your beast? You needn’t worry about it.
If you do not find this food suitable, let me take you to the next room”.
He almost
dragged him there, where another table with Lenten food was spread.
He began eating heartily. In all this ado
he forgot that he had not eaten since the previous lunchtime. His stomach,
however, had not forgotten. Therefore, he set aside his fears and took to relishing
his meal. Whatever may befall him, at least he could have his fill. He was
almost finished when a servant made his appearance at the door. He nodded to him
to stand up. He obeyed and after a while he was brought again before the
pasha.
“Listen, priest”, the pasha said. “One of
my harem maidens is Christian”. He paused. “The cur”. Joseph thought.
Then the pasha resumed:
“She’s been pestering me for a favor. She
says tomorrow on Christmas day she wants to have a meal, something you
prepare in your churches. You know, it’s made with bread and wine. I offered
to give her as much bread and wine to her heart’s delight, but she refuses.
She claims you priests only know how to prepare it. So, settle down and get
it ready because I can’t stand her nagging”.
“You have no idea of what you’re asking
for, pasha”, replied Joseph reprovingly. “The meal your slave girl wants is
non other from the greatest mystery of our faith. This is not food. It’s the
Holy Communion – the Body and Blood of Christ”.
“Blood?” an ironic smile appeared on the
pasha’s countenance. Joseph flared up in indignation.
“How can you know of such matters!” he
went on. “Anyway, what you ask for can’t be done. I have first to officiate”.
“So? What prevents you from doing so?
Bread and wine have I in plenty. Get a glass and go ahead”.
Joseph was strengthened by incredible
courage.
“No. I can’t”.
“Yes, you can!”
His manner brooked no objection. However
Joseph kept insisting.
“But how can I? I need to use a church,
clerical vestment, liturgical books, and a host of other things!”
The pasha turned and looked straight in
the priest’s eyes. Then not wishing perhaps to be heard, he said sotto voce:
“Come with me”.
He opened the door, examined the corridor
and then nodded to Joseph to follow him. At short distance he stood in front
a mural on the wall.
“Mark this as a pointer” he told him, “at
night you’re to come alone”
He pushed on and the mural gave in. It
was a hidden door. A flight of stairs led to the vaults of the seraglio. Large
arches which supported the entire load of the building formed small chambers
in a row. The entrance of one of them, the furthermost, was hung by a long
sheet. The pasha lifted one end and urged him to go through.
“See here, priest. The church you’ve
asked for!”
“Oh my God”. Joseph could not conceal his
surprise. There, in front of him he could see the sanctum of an orthodox
church. A table in the middle, covered by a red cloth, served as the Altar.
On it there was a small gospel. On the left there was another one with a
paten and a chalice on it – the Oblation. He removed his monastic cap and
bowed to the gospel. Then he noticed the antimens – the consecrated
corporal with the saints’ relics. “How is this found here?” after a cursory
examination he realized that nothing was missing! A censer, candlesticks,
frankincense. Everything was in order. And on a silver platter there was also
a freshly baked offertory bun. The pasha also unlocked a cabinet wherein hung
a clerical liturgical outfit.
The abbot turned around and looked at the
pasha in surprise.
The pasha hurried to answer.
“It was brought by a priest I called last
year”. And before Joseph could utter another word, he was interrupted by the
pasha.
“Come. Enough. Let’s go upstairs” and led
the way.
As soon as they returned to the guest
chamber, the pasha rang a bell. At once a servant appeared whom he ordered to
accompany the priest to his quarters. Joseph followed him but as they were
coming out, the pasha held him by the frock, drew close to him and whispered
in his ear in Greek:
“Begin your task two hours before first
light. Make certain no one sees you”.
The room was furnished with a bed, on
which there was a thick mattress, a table and a nightstand. The walls were
hung with multicolored carpets. He wanted to say the after supper prayers
before he went to bed – he ought not to forget his monastic habits after all
– but he was so drowsy that his legs could not stand him. Therefore, he
omitted the last lines, marked the end and fell onto the bed with his clothes
on. Immediately he sank into sleep, a deep, unperturbed, dreamless slumber.
He woke up some time in the dark and
wondered what time it was. He had a hunch it was still early and he had
enough time to sleep on. But could he trust his intuition? He had better get
up and look at the sky in order to find out about the time. As he was about
to make his first step, he remembered that the room had no windows!
Damnation! How could he know the time now? He had no watch – after all what
use is it to monks? They have the sun, the Seven Sisters, the morning star –
God’s works – at their disposal. And now that he cannot consult God’s watch,
what is he to do?
At that moment two consecutive knocks
were heard at the door.
“Amen” he answered by the monastic
impulse and immediately corrected:
“Come in” as it is wont by laymen.
He heard a whisper; it was the pasha’s
voice.
“It’s time you got up, priest”.
He sprang out of his bed at once. He got
quickly ready and came out into the corridor. He paused for a while to orient
himself whither he had to go. The feeble light of the lamps, which hung
sparsely, showed him the way. He proceeded and shortly he was in the guest quarters.
A short distance further on was the mural. “The mark” as the pasha had told
him. Next to it a lamp shed its dim light. He smiled. The Strangler had
provided for everything. He pushed open the secret door, took the lamp with
him to shine his descent by the stairs, and shortly he reached the improvised
church.
He stood for a while in front of the
sheet that hung over the door and whispered: “I am entering your house and I
will bow down to your holy temple”. Then he drew the sheet aside to enter the
sanctum. He bowed down and lit the candles, one upon the Altar and one at the
offertory. Then he put on his stole and began reading the Six Psalms. In turn,
he chanted the hymns of the day in their order:
“Thy birth, O Christ, our God …” and “Come forth, ye faithful, let us see where
Christ is born…” Ah! It was Christmas and Christmas is beautifully
celebrated in every church, even in the vaults of the seraglio. His spirit
was elated. “Today the whole creation is jubilant …” whereupon, he
thought of his monastery.
Before he began the canon, he
walked to the oblation table to make the offering. As all was in order there,
he was ready to start: “Oh Bethlehem, prepare thyself, for Eden is free to
all…” He took the round offertory bun in his hands and cut it crosswise
with the lance. “He was led like a lamb to the slaughter
…” At that very moment he heard a familiar baritone and melodic
voice:
“Christ from Heaven! His
love proclaim!
Christ on earth! Exalt His Name! Sing to the Lord, O world, with exultation! Break forth in glad thanksgiving, every nation!
For He hath triumphed
gloriously!”
(WORKS by the late Rev. Dr. NEALE, PUBLISHED
BY
J. T. HAYES, 17 HENRIETTA STREET, COVENT ARDEN)
He could not believe his ears! He turned
around and what he saw made him furious. The pasha was chanting! “The infidel
dog” he whispered, “he’ll defile the holy service”. For a moment he thought
to suspend his priestly duties and dash upon him, grab at his throat and
choke his breath out of him. This thought alone turned his knees into water.
“God, forgive me for I sinned and I shall shortly start the divine service”
he said. He went on with the offering in a mechanical fashion for his
attention was centered in the Strangler.
“How wonderfully he chants, though. I wonder where he has learnt to
chant” then a thought flashed through his mind: “He must be a renegade, an
apostate of Christ”.
“Your Advent came to pass at the time of
the first universal census”.
It was the hour of Doxastikon (Te
Deum). The pasha exhibited his great chanting art. From where Joseph stood,
he was enjoying the melody forgetting to carry out the offering. Then came
the hour of Doxology (the Praises) and he was still inactive. The
chanter stared at him.
“Won’t you incense, priest?” he spoke to
him aloud.
As if he came out of a state of torpor,
he hurried to get the censer. “The foul dog! He’ll teach me my duties
now!” he was raging mad. And yet he was wrong. He forgot himself. During
the service he felt immense guilt gnawing inside him. The infidel, the
renegade to be a chanter! If only he could finish quickly and leave so that
this blasphemy could cease.
At last came the moment to summon the
congregation to Holy Communion. The congregation! What congregation? He was
officiating all by himself! Pasha’s Christian slave must be standing
somewhere, concealed in the darkness. That was his congregation. Anyway, he
ought to pronounce the words:
“With the fear of God, faith, and love
draw near.”
He paused and waited for the Christian
woman when he saw the pasha in front of him. He had removed his fez and his
long hair fell upon his shoulders. He approached, crossed himself and was
ready to partake of the Holy Communion.
“No!” a wild yell escaped his mouth.
“No, traitor. I will not
give that which is holy unto the dogs”
He could not check
his anger. Then he noticed the pasha standing up from the floor. The abbot
was seized by fear. “Now he’ll slay me”, he thought. Holding tightly the Holy
Chalice he was emboldened by a power. “You’ll have to pass over my corpse
first” he yelled.
The pasha remained
calm. He gave him a pleading look. Having his anger somewhat abated, Joseph
refused again:
“Go, go away!”
Whereupon the pasha
drew closer and fished a piece of paper from his bosom.
“Brother and co-minister, have mercy
on me, a sinner” he said handing him the document.
“Good Lord, what is this again?” Joseph
could not help concealing his surprise.
He took the document in disbelief and
drew close to the lit candle on the Altar. At first glance he recognized the
signature. After all, he was familiar with it from other documents, such as
those sent to the monastery. It was from the Patriarch. He placed down the
Chalice and read:
“This is to certify that the bearer
hereof, Haji Osman pasha is none other from Our archimandrite Vasileios”.
He turned around and stared utterly
puzzled. Is this a dream or reality?
The pasha approached him. He laid his
hand upon his shoulder and said:
“Yes, brother. I’m archimandrite
Vasileios”.
He took quite some time to recover. He had
much to ask, to know. It appeared to him absurd and fishy for a pasha to
claim being a priest. He peered at the paper in hand. Yes, it was from the
Patriarch. Therefore, it was true – the Strangler was a priest! Life is so
unpredictable! Finally, he regained his presence of mind.
“And how did you happen to be here” he
asked.
The pasha cut him short.
“Let’s get over and we talk about it
later”.
He could not believe his eyes seeing the
pasha don his stole, bow down before the Altar and kneel down. He seemed to
be in a fairy dream hearing him making the relevant supplications.
“Behold, I approach
for Divine Communion… Oh Son of God, receive me today as a partaker of Your
mystical supper…” Now everything becomes clear. He remembered the first time
he met the pasha. It was the first days when he came to their place. All the
priors had gone to pay their respects to him and they were received kindly.
He had expressed his interest in the monasteries, their lives and of the
other monks. He had asked if the monasteries were communal or idiorrythmic, and a host of other questions. Some monastics were apprehensive: “A
Turk asking so much?” they queried. “You’ll see, he’ll increase the levies”. And
yet, he had decreased them.
In the meantime, the pasha’s whispering
voice was heard next to him:
“Unto me, Vasileios, the unworthy
presbyter and votary, is imparted the precious and all-holy Body of our Lord
and God and Savior, Jesus Christ.”
He partook himself of the Holy Communion
and tears welled up in his eyes, the aftermath of the disclosure of his
secret and the outpouring of his heart. He crossed himself and headed to the
impromptu lectern.
“It is time we finished” he told him.
Now the mass has already assumed another
fashion. Calmness, relaxation and serenity reigned in his heart. He was
relieved from the burden that had pressed heavy upon him and enjoyed the last
moments. When they ended the service, he asked Vasileios.
“And how have you become a pasha?”
The pasha stared at him. Then he took him
by the hand and led him in front of the gospel.
“Swear before God that you won’t talk to
anyone” he told him.
“I swear” replied Joseph without much
thought, only because his curiosity was irresistible.
“Let’s go upstairs and talk about it over
coffee.”
He was a pasha again.
*In 1812 the Sublime Porte decided to intervene by force and harshly
punish the recalcitrant janissaries of Crete. Whereupon, they sent Haji Osman
pasha, who succeeded in executing many of them by having them strangled, and
for that reason he was coined as “The Strangler”.
The excerpts of the Orthodox Divine Liturgy are courtesy of The Greek
Orthodox Archdiocese of America.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου