Τετάρτη, Ιουνίου 22, 2016

Ο πιανίστας του 20ού αιώνα


ΣΒΙΑΤΟΣΛΑΒ ΡΙΧΤΕΡ
Ο πιανίστας του 20ού αιώνα
Μικρή αναφορά στο μεγάλο Σοβιετικό πιανίστα - στοχαστή, με αφορμή τα δεκαεννιά χρόνια από το θάνατό του
http://www.rizospastis.gr/getImage.do?size=medium&id=335195
Χαρακτηρίστηκε ως ο πιανίστας του 20ού αιώνα. Με όπλα του, τη βαθιά γνώση της τεχνικής και την ικανότητα του μυαλού ν' αναλύει, ο Σοβιετικός πιανίστας - στοχαστής της παρτιτούρας Σβιατοσλάβ Τεοφίλοβιτς Ρίχτερ, υπήρξε ένας ιδιαίτερα εμπνευσμένος και κατεξοχήν καινοτόμος ερμηνευτής. Η σπάνια δεξιοτεχνία του ήταν το όχημα για το συναρπαστικό «ταξίδι» του στην αλήθεια της μουσικής δημιουργίας. Διάσημος για το βάθος της ερμηνείας του, την βιρτουόζικη τεχνική του και το τεράστιο ρεπερτόριό του, ο Ρίχτερ είχε τη σπουδαία ικανότητα να αποδίδει το πνεύμα του συνθέτη, σε κάθε του ρεσιτάλ να ανασταίνει το δημιουργό, να τον παρουσιάζει ολοζώντανο στο κοινό. Κάθε εμφάνισή του αποτελούσε μεγάλο μουσικό γεγονός, όμως εκείνος παρά τη διεθνή καταξίωσή του προτιμούσε να παίζει σε μικρές πόλεις της ΕΣΣΔ και του εξωτερικού. Παρά τις επιτυχίες του παρέμεινε απλός, ταπεινός, αναζητώντας την ουσία των πραγμάτων.Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται δεκατέσσερα χρόνια από το θάνατο του κορυφαίου μουσικού, που αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην τέχνη (πέθανε στη Μόσχα την 1/8/1997). Τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατό του είχε αποσυρθεί και πολύ σπάνια έδινε ρεσιτάλ ή έκανε δημόσιες εμφανίσεις.
Λαμπρή, ουσιαστική πορεία
Ο Σβιατοσλάβ Τεοφίλοβιτς Ρίχτερ γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου 1915 στην πόλη Ζιτομίρ της Ουκρανίας από πατέρα γερμανικής καταγωγής και Ρωσίδα μητέρα. Από τον πατέρα του, καλό μουσικό και παιδαγωγό, πήρε τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Το πρώτο του ρεσιτάλ πιάνου το έδωσε το 1934 στη Λέσχη Μηχανικών της Οδησσού, ενώ στα 22 του χρόνια πηγαίνει στο Ωδείο της Μόσχας για σπουδές, στην τάξη που δίδασκε ο περίφημος πιανίστας και παιδαγωγός Χένριχ Νόιχαουζ. «Είναι ιδιοφυΐα» φέρεται να είπε σε ένα μαθητή του κατά τη διάρκεια της ακρόασης του Ρίχτερ ο Νόιχαουζ. Ο ίδιος αργότερα έλεγε πως ο Ρίχτερ ήταν ο ιδιοφυής μαθητής, τον οποίο περίμενε όλη του τη ζωή και παραδεχόταν ότι δεν του δίδαξε σχεδόν τίποτα. Ο Ρίχτερ πάντως ανέφερε αργότερα πως η συνάντησή του με τον Νόιχαουζ και τον Σεργκέι Προκόφιεφ αποτέλεσαν σταθμό στη μουσική του εξέλιξη. «Αν δεν γινόταν αυτό, ίσως να μην εξελίσσονταν όλα έτσι», έλεγε. «Ξανοίχτηκα χάρη στον Νόιχαουζ, αυτός με βοήθησε να βρω τον εαυτό μου. Οσον αφορά στον Σ. Προκόφιεφ, ήμουν ο πρώτος ερμηνευτής της έκτης σονάτας. Αυτό έγινε το 1940 και αποτέλεσε την αρχή της μουσικής καριέρας μου».
Μιας καριέρας λαμπρής και ουσιαστικής, που ξεκίνησε σε μια δύσκολη για την πατρίδα του αλλά ηρωική περίοδο, και διήρκεσε για περισσότερο από μισό αιώνα. Η φήμη του Ρίχτερ αντιπροσωπεύει όλη τη μουσική για πιάνο: Μπαχ, Σχολή της Βιέννης, Δυτικοευρωπαϊκή ρομαντική σχολή, γαλλικός ιμπρεσιονισμός, ρώσικη κλασική και ασφαλώς σοβιετική μουσική. Ερμήνευε από τον Μπαχ και τον Χέντελ έως τους Κάρολ Σιμανόβσκι, Αλμπαν Μπεργκ, Αντον Βέμπερν, Ιγκόρ Στραβίνσκι, Μπέλα Μπάρτοκ, Πάουλ Χίντεμιτ, Μπέντζαμιν Μπρίτεν, Τζορτζ Γκέρσουιν κ.ά. Ο μεγάλος βιρτουόζος κινούσε το θαυμασμό για την εξαιρετική εκφραστική του δύναμη και την αμίμητη προσωπικότητά του, τις εκλεπτυσμένες ικανότητες του παιξίματος και έναν πλούτο αποχρώσεων που σου έκοβε την ανάσα. Το ταλέντο του όμως δεν περιοριζόταν μόνο στην ικανότητα του ερμηνευτή. Ο Ρίχτερ ήταν και νεωτεριστής, καθώς έψαχνε το νέο στη μουσική, καλώντας παράλληλα τους ακροατές να μπουν στο νόημα του έργου. Η ικανότητά του να μεταμορφώνεται ήταν καταπληκτική. Ερμήνευε τελείως διαφορετικά τον Μπαχ και τον Ραβέλ, τον Μότσαρτ και τον Σοστακόβιτς, τον Λιστ και τον Προκόφιεφ, τον Μπετόβεν και τον Ραχμάνινοφ, τον Σούμπερτ και τον Σκριάμπιν.
Τιμήθηκε με τις υψηλότερες διακρίσεις
Για τη μεγάλη του προσφορά, ο Σβιατοσλάβ Ρίχτερ τιμήθηκε με τις υψηλότερες διακρίσεις στην πατρίδα του, τη Σοβιετική Ενωση. Μεταξύ άλλων είχε λάβει το Α' βραβείο εθνικού διαγωνισμού πιάνου της ΕΣΣΔ (1945), το Βραβείο Στάλιν (1950), το Βραβείο Λένιν (1951), ενώ το 1965 τιμήθηκε με τον ανώτατο τίτλο του Καλλιτέχνη του Λαού της Σοβιετικής Ενωσης.
Στη Δύση έγινε αρχικά γνωστός από τις ηχογραφήσεις του της δεκαετίας του 1950. Μια δεκαετία μετά, το 1960 εμφανίστηκε στη Φινλανδία κι έκανε την πρώτη του περιοδεία στις ΗΠΑ και αργότερα σε Αγγλία και Γαλλία. Οι πρώτες του συναυλίες με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο είχαν μεγάλη επιτυχία, ενώ η περιοδεία του στις ΗΠΑ τέλειωσε με σειρά συναυλιών στο Carnegie Hall. Παρ' όλα αυτά ο Ρίχτερ δήλωνε ότι δεν του άρεσε να παίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι όταν το 1970, η συναυλία, που έδινε με τον Νταβίντ Οϊστραχ στο Alice Tully Hall της Νέας Υόρκης, διακόπηκε από αντισοβιετικές διαμαρτυρίες ορκίστηκε να μην επιστρέψει στις ΗΠΑ ξανά. Στο Λονδίνο, ο Ρίχτερ έπαιξε για πρώτη το 1961, όμως το πρώτο του ρεσιτάλ με έργα των Χάιντν και Προκόφιεφ αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τους Βρετανούς κριτικούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι κάποια από αυτές τις κριτικές, χαρακτήριζε επαρχιακό (!) το παίξιμο του Ρίχτερ και απορούσε για ποιον λόγο τον είχαν καλέσει στο Λονδίνο, μιας και η βρετανική πρωτεύουσα διέθετε αρκετούς πιανίστες δεύτερης κλάσης (!). Οι κριτικές αντιστράφηκαν μετά τη συναυλία του, λίγο αργότερα, με κονσέρτα για πιάνο του Φραντς Λιστ.
Κεντρική θέση στο ρεπερτόριό του είχαν τα έργα του Σούμπερτ, του Ρόμπερτ Σούμαν, του Μπετόβεν, του Μπαχ, του Σοπέν, του Λιστ, του Προκόφιεφ, του Ντεμπισί και πολλών άλλων. Λέγεται μάλιστα ότι είχε αποστηθίσει το δεύτερο βιβλίο του «Καλώς συγκερασμένου κλειδοκύμβαλου» του Μπαχ σε ένα μήνα. Σύμφωνα με τον ίδιο τον Ρίχτερ το ρεπερτόριό του μπορούσε να συμπληρώσει ογδόντα διαφορετικά προγράμματα, χωρίς να υπολογίζεται η μουσική δωματίου. Δούλευε ακούραστα σε νέα κομμάτια. Για παράδειγμα, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έμαθε τις παραλλαγές Παγκανίνι και Χέντελ του Μπραμς και τη δεκαετία του 1990 έμαθε μερικές από τις σπουδές του Κλοντ Ντεμπισί, κάποια από τα κονσέρτα για πιάνο του Καμίγ Σαιν-Σανς, Τζορτζ Γκέρσουιν, καθώς και σονάτες του Μπαχ και του Μότσαρτ που προηγουμένως δεν συμπεριλάμβανε στο πρόγραμμά του.
Παράλληλα, έκδηλη ήταν η αγάπη του Ρίχτερ και η φροντίδα του για τους νέους μουσικούς. Αξίζει να αναφερθούμε στη σύμπραξή του με το μουσικό σύνολο φοιτητών και μετεκπαιδευόμενων του Ωδείου της Μόσχας, αυτής της μεγάλης ανώτατης μουσικής σχολής της ΕΣΣΔ, με το οποίο είχε δώσει συναυλίες και στη χώρα μας, το 1978. «Το παίξιμο στο συγκρότημα οδηγεί στην αναζήτηση της αρμονίας ενός καλλιτεχνικού συνόλου. Εκτός από αυτό οι νέοι μου συνάδελφοι και από μόνοι τους είναι ενδιαφέροντες σαν εκτελεστές», απαντούσε στην ερώτηση τι τον παρακίνησε να δουλέψει με το συγκρότημα των νέων.
Ο Ρίχτερ αγαπούσε να παίζει για το κοινό, όμως δεν του άρεσαν οι αίθουσες όπου διακρίνονταν οι ακροατές. «Βλέπω ποιος ακούει καλά και ποιος όχι», έλεγε. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια πριν από το θάνατό του έπαιζε σε μικρές, συχνά σκοτεινές αίθουσες, με μόνο μία μικρή λάμπα για να φωτίζεται η παρτιτούρα, ενώ η εμφάνισή του ανακοινώνονταν λίγο διάστημα πριν. Πίστευε ότι με αυτόν τον τρόπο βοηθούσε το κοινό να επικεντρωθεί στη μουσική και όχι σε άσχετα θέματα όπως οι γκριμάτσες και οι χειρονομίες του πιανίστα. Ομως, ακόμα και σε ηλικία 80 χρόνων εξακολουθούσε να παίζει κάποια από τα πιο απαιτητικά κομμάτια του πιανιστικού ρεπερτορίου, όπως τον κύκλο «Miroirs» του Μωρίς Ραβέλ, τη δεύτερη σονάτα για πιάνο του Σεργκέι Προκόφιεφ καθώς και τις σπουδές και την τέταρτη μπαλάντα του Σοπέν. Το τελευταίο ρεσιτάλ του το έδωσε δύο χρόνια πριν από το θάνατό του, στις 30 Μαρτίου 1995, στο Λίμπεκ της Γερμανίας. Το πρόγραμμα αποτελούνταν από δύο σονάτες του Γιόζεφ Χάιντν και τις «Παραλλαγές και φούγκα σε ένα θέμα του Μπετόβεν» του Μαξ Ρέγκερ, κομμάτι για δύο πιάνα, που το έπαιξε μαζί με τον Αντρέας Λούτσεβιτς.
Ο Ρίχτερ πραγματοποίησε περισσότερες από 300 ηχογραφήσεις, κάνοντας δίσκους με τις γνωστότερες σοβιετικές και ξένες δισκογραφικές εταιρείες. Το μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας του προέρχεται από ζωντανές ηχογραφήσεις - κάποιες εκδόθηκαν και μετά το θάνατό του. Ως μερικά από τα καλύτερα τεκμήρια της ανυπέρβλητης ερμηνείας του θεωρούνται οι ζωντανές ηχογραφήσεις από τα ρεσιτάλ του της Μόσχας (1948), της Βαρσοβίας (1954), της Σόφιας (1958), της Νέας Υόρκης (1960), της Λειψίας (1963), του Αλντεμπουρ (διάφορες χρονιές), της Πράγας (διάφορες χρονιές), του Σάλτσμπουργκ (1977) και του Αμστερνταμ (1986). Το 1961, η ηχογράφηση του δεύτερου κονσέρτου για πιάνο του Μπραμς με σολίστ τον μεγάλο πιανίστα και τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο (σε διεύθυνση του Εριχ Λάινσντορφ) κέρδισε το Βραβείο Γράμι για την Καλύτερη Κλασσική Ερμηνεία - κονσέρτο ή σόλο. Μια ερμηνεία - ορόσημο, παρότι ο ίδιος ο Ρίχτερ δήλωνε ότι δεν ήταν ικανοποιημένος...

Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ/Ριζοσπάστης

Sviatoslav Richter (1915-1997) plays Johann Sebastian Bach (1685-1750). Recorded on the 28th of March, 1978 at the Moscow Conservatory.

Program:

1. Introduction (00:00 - 06:30)

2. Movement 1 of J. S. Bach's Concerto for Harpsichord and Orchestra BWV 1052 (06:31 - 15:10).

3. Bradenburg Concerto No. 5 BWV 1050 (15:11 - 42:03).

4. Final commentary (42:04 - 43:24).
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...