Τρίτη, Μαρτίου 08, 2016

Η κόλαση του σύγχρονου εργασιακού Μεσαίωνα


Φριχτά αφεντικά: Μαρτυρίες από δουλειές του σήμερα και αφεντικά από την κόλαση

 Και τι πρέπει να κάνουμε, όταν το εργασιακό μας περιβάλλον απειλεί να μας «καταπιεί»


Aπό την ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΑΛΑΝΟΠΟΥΛΟΥ
Πηγή:lifo.gr

Όλοι έχουμε ζήσει μία «μη σου τύχει» εμπειρία από εργοδότη ή εργασιακό περιβάλλον. Κάποιοι, κάποτε παραιτηθήκαμε κλωτσώντας πόρτες (ή πιο ειρηνικά), απλώς τρέχοντας να περισώσουμε την ψυχική – και σωματική μας – ηρεμία και την επαγγελματική μας αξιοπρέπεια. Στον 8ο – και πιο σκληρό απ’ ό,τι αποδεικνύεται – χρόνο της ελληνικής κρίσης, όπου δύσκολα παραιτείται κανείς από μία δουλειά – συνήθως κακοπληρωμένη, πολύ συχνά «τοξική» - οι σχέσεις με το αφεντικό ή το προϊστάμενο έχουν υποστεί, συν τοις άλλοις και μία ηθική αλλαγή, που κάνει την εργασιακή εμπειρία, αβάσταχτη.

 Βέβαια, - και αυτό είναι το ωραίο – ασχέτως αν δεν απασχολεί τον εργοδότη το πώς τα περνάμε στη δουλειά, αυτό είναι και το κλειδί της επιτυχίας ή της κατρακύλας της επιχείρησης του. Οι μαρτυρίες από διαφορετικούς εργασιακούς χώρους και η τοποθέτηση ενός ειδικού στο HR – αυτό το σημαντικό για τις επιχειρήσεις πόστο που στα ελληνικά αποδίδουμε με τον λιγότερο απρόσωπο όρο «διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού – έχουν πολλά να πουν γι’ αυτό.
Νίκος, 36 ετών, προϊστάμενος πωλήσεων

«Όταν ξεκίνησα να δουλεύω στη συγκεκριμένη εταιρεία πωλήσεων, ήμουν ήδη 6 μήνες άνεργος και διατεθειμένος να ρίξω το επίπεδο, για να κρατήσω τη δουλειά. Είχα διδακτορικό, μιλούσα άπταιστα 2 γλώσσες και προς μεγάλη μου έκπληξη – ο αδαής – με ενημέρωσαν ότι χρειάζονταν κόσμο για το τμήμα ανάπτυξης λιανικής. Ας μην τα πολυλογώ.
Εκείνο που τελικά βρέθηκα να κάνω ήταν κάτι τελείως διαφορετικό: ήμουν ο άνθρωπος που εφοδίαζε τις προωθήτριες στα σούπερ μάρκετ με προϊόντα. Ήμουν υπεύθυνος για τη σωστή τοποθέτηση τους στα stands, για το φουρνάκι που χάλασε και δεν έψηνε τα δείγματα της καινούριας πίτσας για τη γευστική δοκιμή των πελατών, για το μήκος της φούστας της προωθήτριας, τη συμπεριφορά και το βάψιμο της, τη σωστή εξαργύρωση των κουπονιών στο ταμείο, τη συντήρηση του αμαξιού της εταιρείας και φυσικά είχα να καλύψω σούπερ μάρκετ σε όλο το εύρος του λεκανοπεδίου Αττικής.
Όπως είπα, δεν με πείραζαν αυτά και για καιρό έκανα τα πάντα, χωρίς αντίρρηση. Ωστόσο, από τον δεύτερο μήνα είχαν αρχίσει τα υποτιμητικά σχόλια του αφεντικού. «Μην είσαι μ…κας», «τι σημαίνει ότι είναι 2 το πρωί; Θέλω τις λίστες με τα προϊόντα συμπληρωμένες τώρα», «αν δεν είναι εκεί η προωθήτρια, να κάτσεις και να κόψεις σαλάμι εσύ στους πελάτες», «να πάρεις αυτά και να τα πας στη γυναίκα μου». Τα «αυτά» μπορεί να ήταν οτιδήποτε.
Δεν πήρα ποτέ λεφτά για τη βενζίνη – συνολικά γύρω στα 500 ευρώ -, άντεξα 8 μήνες, για τους οποίους πληρώθηκα στην ώρα μου, έστω και κουτσουρεμένα τους πρώτους 3, αφιέρωσα άπειρες επιπλέον εργατο-ώρες σε ανούσιες συσκέψεις με το αφεντικό να πίνει ουίσκι εξηγώντας μας το όραμα της εταιρείας και έφυγα. Έμεινα άλλους 9 μήνες άνεργος, ώσπου το 2014 έμαθα από πρώην συνάδελφο ότι η εταιρεία είχε κλείσει λόγω κακοδιαχείρισης. Βρήκα δουλειά, ως υπεύθυνος πωλήσεων σε άλλη επιχείρηση και όσο κι αν ζορίσουν τα πράγματα, αυτό το διάστημα στη ζωή μου δεν το ξεχνάω ποτέ».
Δήμητρα Γ., 34 ετών, δημοσιογράφος

«Υπήρξα τυχερή. Γενικά. Στο σύνολο (σχεδόν) της εργασιακής μου εμπειρίας συνάντησα ανθρώπους, ακόμα και σε θέσεις – κλειδιά, πρόθυμους να βοηθήσουν, συναργάτες που μού έμαθαν τη δουλειά, συναδέλφους που έγιναν φίλοι, αδελφικοί. Ανθρώπους, δηλαδή, που μ’ έκαναν να ξεχνώ ότι η εργοδοσία δεν είναι επαρκής ή δίκαιη. Ανεπαρκής, γιατί έτσι μπορώ να αντιληφθώ την αδυναμία των αφεντικών να υποστηρίξουν την επιχείρηση τους (και το μέλλον της) με τις σωστές επιλογές ανθρώπων. Άδικη, γιατί έτσι καταλαβαίνω τη δυσαναλογία μεταξύ κατανομής αρμοδιοτήτων - ευθυνών και αμοιβής, αλλά και τη διαφορετική αντιμετώπιση ανάμεσα σε συναδέλφους, κοινώς «βύσματα» και λοιπούς συγγενείς).
Η δική μου περίπτωση δεν έχει, λοιπόν, να κάνει άμεσα με τους εργοδότες, αλλά με τις επιλογές τους σε προϊσταμένους. Και δεν θα περιγράψω κάτι, πιστεύω, που δεν έχουν βιώσει κι άλλοι: γυναίκα- προϊστάμενος, εργασιομανής, χωρίς προσωπική ζωή, και χωρίς κατανόηση επομένως της δικής σου, χωρίς ευαισθησίες, με απαιτήσεις για «πλήρες» ωράριο, κάποτε ακόμα και 20 ωρών (!) – χωρίς βεβαίως η περιγραφή εργασίας και ο μισθός να ανταποκρίνονται σ’ αυτό – και, φυσικά, με εμπάθεια για τη δουλειά σου. Ποτέ, τίποτα, δεν ήταν, κατά την άποψή της, “καλό”, “έξυπνο”, “ολοκληρωμένο”.
Η ζωή ξεκινούσε και τελείωνε σ’ ένα γραφείο, όπου οι συγκρούσεις, οι παράλογες αξιώσεις και οι εύθραυστες ισορροπίες ήταν η μπάλα που έπρεπε να κρατήσεις καθημερινά μακριά από την εστία του τέρματος, αλλά όσο και να μην «έτρωγες γκολ», το κλίμα ήταν τόσο βαρύ, που δεν άργησε να έρθει στιγμή που δε βαστούσε άλλο.
Η ομάδα, λοιπόν, μια ομάδα που είχε «δέσει» καλά, διαλύθηκε. Μία παραίτηση έγινε αφορμή για να ακολουθήσουν άλλες, με το «άλογο» που ηγείτο της κούρσας (μας) να συνεχίζει, με άλλους συνεργάτες, ώσπου ήρθε ένα νέο, πιο “βυσματωμένο”, και εν μία νυκτί, του πήρε τη θέση. Τόσο απλά. Και τόσο άσχημα, για τουλάχιστον 4 ανθρώπους που έμειναν άνεργοι. Όχι, η εργοδοσία, (υπήρχε κεφάλι πιο ψηλά, και στη δίπλα ακριβώς πόρτα), δεν την αντικατέστησε επειδή δεν ήταν ο «κατάλληλος» άνθρωπος, για προϊστάμενος έστω, αλλά γιατί στην πορεία παρουσιάστηκε ισχυρότερος λύκος στην αγέλη».
Ζ.Μ, 28 ετών, γραμματέας

«Συμφωνήσαμε σε ωράριο πλήρες, χωρίς ένσημα. Θα ήμουν γραμματέας σε δικηγορικό γραφείο. Θα υποδεχόμουν τους πελάτες, θα απαντούσα στα τηλέφωνα και στα emails, θα έγραφα κείμενα και θα αρχειοθετούσα. Δεν χρειάστηκε ούτε μία μέρα να καθίσω παραπάνω από το ωράριο που συμφωνήσαμε. Δεν υπήρχε εχθρός. Ήταν μια καλή εμπειρία λίγο πριν τελειώσω τις σπουδές μου. Ανάμεσα στην αρχειοθέτηση και τις συναντήσεις υπήρχε χρόνος να κουβεντιάζουμε. Τότε ξεκίνησε να μου λέει ότι είχε βρει άτομα που ζητούσαν λιγότερα χρήματα από εμένα για την ίδια δουλειά. Την ημέρα της πληρωμής έκανε βεντάλια τα πενηντάρικα και τα πέταξε στο γραφείο μου. Άρχισα να τα μαζεύω από το πληκτρολόγιο και κάτω από το γραφείο. Με ξάφνιασε αυτή η κίνηση. Πίστεψα ότι έγινε κατά λάθος. Μια από τις επόμενες ημέρες μου ζητούσε έγγραφα που δεν έβρισκα. «Δεν θέλει γνώσεις πανεπιστημίου για να κάνεις αρχειοθέτηση», μου είπε. Ένιωσα πολύ άσχημα, αλλά δεν θυμόμουν τα χαρτιά αυτά να τα είχα δει ποτέ μου. Έπειτα μου ζήτησε το διαβατήριο ενός πελάτη. Πήγα στο αρχείο σίγουρη για τη θέση που το είχα βάλει. Είχε γίνει άλλωστε μόλις δύο ημέρες πριν. Δεν ήταν εκεί. Έγινε έξαλλος. Ζήτησα να ψάξω και στο γραφείο του, αλλά αυτό τον έκανε ταύρο εν υαλοπωλείο.
Αποφάσισα ότι δεν μπορώ να ανεχτώ άλλο αυτή τη συμπεριφορά και του ανακοίνωσα πως θα φύγω. Με ρώτησε αν είχα βρει κάτι άλλο υποκρινόμενος ότι δεν είχε συμβεί τίποτε λίγα λεπτά πριν κι αν θα μπορούσα να περιμένω μέχρι να βρεθεί αντικαταστάτης. Δέχτηκα. Το βλέμμα του γαλήνεψε και η ευγένειά του τις επόμενες μέρες ήταν πέρα του συνηθισμένου… Η ιστορία με το χαμένο διαβατήριο δεν με άφηνε σε ησυχία και το έψαχνα παντού. Το βρήκα. Στο συρτάρι του γραφείου του. Όταν του το έδωσα βράζοντας από θυμό μου είπε: “Καλώς, άφησέ το έξω”. Όταν άρχισα να κοιτώ πάλι τις αγγελίες βρήκα αναρτημένη τη μέχρι πρόσφατα δική μου θέση, αλλά τώρα πια ημιαπασχόλησης. Αυτό ήταν από τα πρώτα πράγματα που έμαθα για τη σχέση εργοδότη – υπαλλήλου και την εντιμότητα».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος πέρασε στη Χώρα των Μακάρων

Ο οβολός Πέθανε ο συγγραφέας Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος lifo.gr Σε ηλικία 94 ετών άφησε την τελευταία του πνοή ο συγγραφ...