Κυριακή, Νοεμβρίου 03, 2013

Ένας θάνατος δύο ποιητές

 Κ.Π. Καβάφης

Η Κηδεία του Σαρπηδόνος 

 Όψη Α΄: Ο Ύπνος και ο Θάνατος μεταφέρουν το σώματου Σαρπηδώνα, ενώ παρευρίσκεται ο Ερμής
Κρατήρ Ευφρονίου : Όψη Α΄: Οι φτερωτοί  Ύπνος και  Θάνατος μεταφέρουν το σώμα
του Σαρπηδόνα, ενώ παρευρίσκεται ο Ερμής ως ψυχοπομπός.




Bαρυάν οδύνην έχει ο Zευς. Tον Σαρπηδόνα
εσκότωσεν ο Πάτροκλος· και τώρα ορμούν
ο Mενοιτιάδης κ' οι Aχαιοί το σώμα
ν' αρπάξουνε και να το εξευτελίσουν.

Aλλά ο Zευς διόλου δεν στέργει αυτά.
Tο αγαπημένο του παιδί ― που το άφισε
και χάθηκεν· ο Nόμος ήταν έτσι ―
τουλάχιστον θα το τιμήσει πεθαμένο.
Kαι στέλνει, ιδού, τον Φοίβο κάτω στην πεδιάδα
ερμηνευμένο πώς το σώμα να νοιασθεί.

Tου ήρωος τον νεκρό μ' ευλάβεια και με λύπη
σηκώνει ο Φοίβος και τον πάει στον ποταμό.
Tον πλένει από τες σκόνες κι απ' τ' αίματα·
κλείει την πληγή του, μη αφίνοντας
κανένα ίχνος να φανεί· της αμβροσίας
τ' αρώματα χύνει επάνω του· και με λαμπρά
Oλύμπια φορέματα τον ντύνει.
Tο δέρμα του ασπρίζει· και με μαργαριταρένιο
χτένι κτενίζει τα κατάμαυρα μαλλιά.
Tα ωραία μέλη σχηματίζει και πλαγιάζει.

Tώρα σαν νέος μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης ―
στα εικοσιπέντε χρόνια του, στα εικοσιέξι ―
αναπαυόμενος μετά που εκέρδισε,
μ' άρμα ολόχρυσο και ταχυτάτους ίππους,
σε ξακουστόν αγώνα το βραβείον.

Έτσι σαν που τελείωσεν ο Φοίβος
την εντολή του, κάλεσε τους δυο αδελφούς
τον Ύπνο και τον Θάνατο, προστάζοντάς τους
να παν το σώμα στην Λυκία, τον πλούσιο τόπο.

Kαι κατά εκεί τον πλούσιο τόπο, την Λυκία
τούτοι οδοιπόρησαν οι δυο αδελφοί
Ύπνος και Θάνατος, κι όταν πια έφθασαν
στην πόρτα του βασιλικού σπιτιού
παρέδοσαν το δοξασμένο σώμα,
και γύρισαν στες άλλες τους φροντίδες και δουλειές.

Kι ως τόλαβαν αυτού, στο σπίτι, αρχίνησε
με συνοδείες, και τιμές, και θρήνους,
και μ' άφθονες σπονδές από ιερούς κρατήρας,
και μ' όλα τα πρεπά η θλιβερή ταφή·
κ' έπειτα έμπειροι της πολιτείας εργάται,
και φημισμένοι δουλευταί της πέτρας
ήλθανε κ' έκαμαν το μνήμα και την στήλη.

Κ.Π.Καβάφης,  Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984) 


 

1. Σαρπηδόνας - Βικιπαίδεια

2.Ο θάνατος και η ταφή του Σαρπηδόνα
 Ιλιάδα (Μετάφραση Πάλλη)  
Συγγραφέας: Ὅμηρος
Ραψωδία Π
[Απόσπασμα]
Τι πίσω πλάκωνε στοιχιό ο Πάτροκλος, και πάντα        372
ομπρός ! στους άντρες φώναζε, που οι Τρώες σαστισμένοι
374 375 και σκούζοντας κάθε στρατί πλημμύρησαν, και τ' άτια
375 376 άναβλα πήραν του καστριού στα τέσσερα το δρόμο.
Τον Πρόνο τότες σούγλισε με το λαμπρό όπλο πρώτα—        399
στα στήθια εκεί σαν τάδειξε ασπιδογυμνωμένα—        400
πούπεσε αχώντας και νεκρός απόμεινε στον τόπο.
Δέφτερο εκεί το Θέστορα, με το βαρύ κοντάρι
ορμώντας —κάθουνταν αφτός στ' αμάξι ζαρωμένος,
τι τάχασε και τούπεσαν τα γκέμια του απ' τα χέρια—
αφτόν δεξά στα μάγουλο ζυγώνει και του μπήγει        405
μιά κονταριά και του τρυπάει το δοντοφράχτη ως πέρα.
Έτσι όξω από την άμαξα πιασμένο στο κοντάρι
τόνε τραβούσε, σαν ψαράς που στέκει σ' ακροβράχι
και ψάρι βγάζει οχ το γιαλό μ' αρμίδι και μ' αγκύστρι·
έτσι έσερνε ανοιχτόστομο το Θέστορα με τ' όπλο
οχ το κουτί, και πίστομα τον πέταξ' άψυχο όξω.        410
Έπειτα τρέχει και χτυπάει με πέτρα τον Ερύλα
κατάμεσα της κεφαλής, που μες στο στέριο κράνος
άνοιξε σε κομάτια διό· κι' έπεσε εκείνος μπρούμπα,
κι' ανήλιος γύρω θάνατος του χύθηκε στα μάτια.
Κατόπι τον Τληπόλεμο κι' Αφοτερό κι' Επάλτη,        415
τον Έχιο και τον Έβιππο και το Βιφιά και Πύρη
και τον Ερύμα και το γιο του πρωταρχόντου Αργέα,
τους έστρωσε όλους σωρεφτούς στη γης την πλουτοδότρα.
Μα άμα τότ' είδε ο Σαρπηδός τους άφασκιους συντρόφους
π' απ' τ' αντριωμένου σφάχτηκαν Πατρόκλου το κοντάρι,        420
γυρνάει με λόγια αγγιχτικά και σκούζει στους Λυκιώτες
« Παιδιά, πού φέβγετε ; Ντροπής! Σταθείτε, ορέ, με θάρρος,
» τι εγώ σ' αφτόν θα βγω μπροστά τον άντρα, για να μάθω
» πιός είναι αφτός που μας νικάει κι' έκανε τόσο θρήνος,
» γιατί πολλών παλικαριών έφαγε εδώ το μάτι. »        425
Είπε, και χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι,
πήδηξε κι' όξω ο Πάτροκλος άμα αντικρύ τον είδε.
Κι' οι διο, όπως διο γαντζόμυτοι αητοί καρφονυχάτοι
μ' άγριες στριγγιές ξεσκίζουνται σε σύραχο βουνήσο,
έτσι κι' αφτοί στριγγίζοντας να φαγωθούν χοιμούνε.        430
Και σαν τους είδε, πόνεσε μέσα η καρδιά του Δία,
κι' εφτύς της Ήρας λάλησε διο φτερωμένα λόγια
«Ώχου, γραφτό 'ναι ο Σαρπηδός —θνητός που κάλια απ' όλους
» λατρέβω εγώ—να μου σφαχτεί με του Πατρόκλου χέρι.
» Και συλλογιέμαι, κι' η καρδιά διπλόγνωμα με σέρνει·        435
» πότες μου λέει πως άρπαξ' τον απ' τη σφαγή και σύρ' τον,
» έστι όσο ζει, ως μες στης Λυκιάς την πλούσια του πατρίδα,
» και πότες, τώρα πια ας σφαχτεί με του Πατρόκλου τ' όπλο. »
Τότες του λέει η δέσποινα, η μαρμαρόλαιμη Ήρα
« μα αλήθια τώρα αφτό το λες, γιε σεβαστέ του Κρόνου;        440
» Άντρα θνητόνε, από καιρούς σημαδεφτό της μοίρας,
» θες πάλι απ' τον κακόκραχτο να λεφτερώσεις χάρο;
» Κάν' το· όμως μερικοί θεοί, σ' το λέω, θα πικραθούμε.
» Τώρα ένα λόγο θα σου πω και πρόσεξε ν' ακούσεις.
» Αν πας κι' αφτόν στον τόπο του τον στείλεις ζωντανόνε,        445
» τότ' ίσως κι' άλλος μας θεός γυρέψει, συλλογίσου,
» να βγάλει οχ τη σκληρή σφαγή παιδί του αγαπημένο,
» τί γύρω του τρανού καστριού της Τροίας πολεμούνε
» κι' άλλων πολλά παιδιά θεών που θα σκυλιάσουν όλοι.        449
» Μα αν σούναι ακριβαγάπητος κι' αν σ' τον θρηνούν τα σπλάχνα,
» τώρα άφισ' τον κι' ας σκοτωθεί με του Πατρόκλου χέρι,
» μα όταν ανάσα και ζωή τον παραιτήσουν, στείλε
» το θάνατο και το βαθύ τον Ύπνο ναν τον πάρουν,
» ως ναν τον πάνε στης πλατιάς μες στα χωριά Λυκίας,        455
» όπου ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη
» θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νέκρωνε.»
Είπε, και των θεών κι' αντρών την άκουσε ο πατέρας.
Και ματωμένες έβρεχε κατά τη γης ψιχάλες
τιμώντας τον καλό του γιο, πούταν στης Τριάς τους κάμπους        460
ναν του σφαχτεί τότε άδικα αλάργα απ' την πατρίδα.
Κι' οι διο αρχηγοί σα ζύγωσαν με τ' άρματα στα χέρια,
τότε ο αφέντης Πάτροκλος τον κοσμοξακουσμένο
Θρασύδημο, που παραγιός του Σαρπηδού 'ταν άξιος,
τρυπάει στη ρίζα της κοιλιάς και τη ζωή τού κόφτει.        465
Κι' ο Σαρπηδός με το λαμπρό κοντάρι δεν τον ήβρε
κατόπι ορμώντας, μα βαράει δεξά στον ώμο τ' άτι
τ' αποξινό, τον Πήδασο, που μούγκριζε φυσούσε,
κι' απέ έπεσε μ' αχό βαρύ και πέταξε η ψυχή του.
Χώρισαν τ' άλλα διο... ο ζυγός τους έτριζε... τα γκέμια        470
μπερδέφτηκαν σα στρώθηκε τ' αποξινό στις σκόνες.
Σ' αφτό όμως βρήκε εφτύς γιατριά ο άξιος Αφτομέδος·
δεν τάχασε, μόν σέρνοντας οχ το παχύ μερί του
την κάμα, τρέχει τα λουριά και κόβει του Πηδάσου,
κι' έτσι τ' αλόγατα έσιαξαν και μπήκαν στα λουριά τους.        475
Ξανά τότε όρμησαν οι διο μ' αμάχη ψυχοφάγα.
Κι' ο Σαρπηδός αστόχησε με το κοντάρι πάλι,
τι η μύτη απάνου πέρασε απ' τα ζερβύ τον ώμο
δίχως να βρει. Κατόπι ορμά με το χαλκό ο Πατρόκλης,
που έτσι του κάκου τ' όπλο του δεν πήδησε απ' το χέρι,        480
μόν μπήκε εκεί που την καρδιά την κλιούν τα σπλάχνα γύρω.
Σαν έλατο ή βελανιδιά σωριάστηκε ή σα λέφκα
χοντρή, που κόβει ο μάστορης στα όρη με τσεκούρι
νιοτρόχιστο, όταν ξυλική τρεχαντηριού συνάζει·
έτσι στρωμένος κατά γης σ' άτια μπροστά κι' αμάξι        485
μούγκριζε νυχοσφίγγοντας το ματωμένο χώμα.
Τότε ο λεβέντης Πάτροκλος του βάζει το ποδάρι        503
στα στήθια απάνου, κι' έσυρε το χαλκωμένο φράξο
οχ το κορμί, και βγήκε εφτύς στόκος μαζί και σπλάχνα.
Δε στέκουν τότες, μόν σκορπούν κι' οι δυνατοί Λυκιώτες        659
όλοι, σαν είδαν κι' έπεσε στη μάχη ο βασιλιάς τους·
κι' αρπούν τα όπλα οι Δαναοί απ' του νεκρού τους ώμους,        663
αχτιδοβόλα χάλκινα, που σ' ένα διο συντρόφους
τάδωκε του Μενοίτη ο γιος ναν του τα παν στα πλοία.        665
Τότες στο Φοίβο γύρισε κι' είπε ο μεγάλος Δίας
« Φοίβε μου γιε μου, πήγαινε το Σαρπηδό να βγάλεις
» αλάργα τώρα απ' τις ρηξές, και πάρε οχ το ποτάμι
» αγνό νερό και πλύνε του τις ματωμένες σάρκες,
» άλειψ' τον λάδι αθάνατο κι' άλιωτα βάλ' του ρούχα.        670
» Και στείλε διο οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν,
» το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο
» θάν τόνε παν ως στης Λυκιάς μες στα χωριά τα πλούσια,
» κι' εκεί ξαδέρφοι κι' αδερφοί με μνήμα και με στήλη
» θάν τον στολίσουν· τι πρεσβιό αφτό 'ναι των νεκρώνε. »        675
Είπε και του πατέρα εφτύς το λόγο ακούει ο Φοίβος,
και κάτου τρέχει οχ τα βουνά της Ίδας ως στον κάμπο,
κι' όξω μακριά το Σαρπηδό απ' τις ρηξές σηκώνει,
πολύ μακριά, μ' αγνό νερό τον πλαίνει ποταμήσο,
του αλείφει λάδι αθάνατο, του βάζει αιώνια ρούχα,        680
και στέλνει διό οδηγούς γοργούς μαζί να τον σηκώσουν,
το Χάρο κι' Ύπνο, δίδυμα διο αδέρφια, που σε λίγο
ως στης Λυκιάς τον πήγανε μες στα χωριά τα πλούσια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

20 βιβλία για τη Γάζα, τον φασισμό και άλλες ιστορίες

  20 βιβλία για τη Γάζα, τον φασισμό και άλλες ιστορίες 46–58 λεπτά ...