Ανδρέα Κάλβου
(1792-1869)
ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ
α΄ |
Ερατεινή, γλυκεία
θυγάτηρ Υπερίονος, πόσον, ω χρυσοβλέφαρος, πόσον δεκτή και νόστιμη 5 φέγγεις ω ημέρα. |
β΄ |
Ελεύθερος ή δούλος
τί χρησιμεύει αν είναι, μόνον ας ζήσει ο άνθρωπος, ότι είναι η γη παράδεισος, 10 και η ζωή μία. |
γ΄ |
Δεύτε, ενώ τα της Κύπριδος
δάκτυλα μυρισμένα τας χορδάς κολακεύωσι, και η τρυφερά κιθάρα 15 τον κόσμον θέλγει· |
δ΄ |
Τρέξατε σεις ω αμέριμνα
πλήθη λαών· τον μέγαν μελίφρονα αμφορέα του Βασσαρέως αδράξατε 20 νέοι και παρθένοι. |
ε΄ |
Με χιτώνα σιδώνιον, με σάνδαλα χρυσόδετα χοροβατούντες ψάλατε ή την στροφήν την λέσβιον, 25 ή τέιον μέλος.— |
ς΄ |
—Φθάνει τώρα το κέρασμα,
φθάνει ο χορός, και τ’ άσμα· κάθε ηδονή το μέτριον εάν αγαπά, ας προσφύγομεν 30 εις χαράν άλλην. |
ζ΄ |
Εδώ υπό τον πολύφυλλον
και δροσερόν κεδρώνα ελάτε, ας αναπαύσομεν το κορμί μας και ας έχομεν 35 τ’ άνθη διά στρώμα. |
η΄ |
Ένα φιλί… κι έν’ άλλο… Έρωτα τρέξε, εξάπλωσον αιώνια τα πτερά σου, σκέπασον το μυστήριον 40 της εορτής σου. |
θ΄ |
Ούτω, καθό η ταχύπους
Ίρις λάμπει και αβίαστος
με τα ζεφύρια πνεύματα
φεύγει,
δι’ εμάς αδάκριτοι
45 φεύγουν οι ημέραι.—
Πηγή: Παναγιώτης Σ. Πίστας, "Ανδρέας Κάλβος , Μικρές ωδές και άλλα ποιήματα",
Εκδόσεις Σύγχρονοι Ορίζοντες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου