Σάββατο, Οκτωβρίου 05, 2013

Σύγχρονη ελληνική πεζογραφία

Ένας καλός παίχτης 

(Διήγημα)

ΤΗΣ ΖΕΤΑΣ ΚΟΥΝΤΟΥΡΗ 
Πηγή: Η Κυριακάτικη  Αυγή, 4/11/12
Δημήτρης Πετσετίδης- Αγιούσα ΙΙ
Ο γείτονάς μου, ο Μπιλ, χτύπησε για πρώτη φορά το κουδούνι μου ένα απόγευμα, την ώρα που μαστόρευα στην αποθήκη μου κάποια καλώδια. Φαντάστηκα πως θα ήταν η Ινώ, η γυναίκα μου, που όταν βγαίνει μονίμως ξεχνάει τα κλειδιά της, γι’ αυτό έσπευσα ν’ ανοίξω, βαστώντας στο χέρι μου το σταυροκατσάβιδο και βλαστημώντας, μέσ’ από τα δόντια μου.
΄Ηταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα. Φαντάστηκα πως ήταν κάποιος πλασιέ και έκανα να του κλείσω την πόρτα, αυτός όμως με παραμέρισε κι αφού έριξε μια ερευνητική ματιά στο πολυκαιρισμένο σαλόνι δήλωσε με αγένεια πως ήταν σίγουρος πως ο γάτος του ο Φρίξος πρέπει να ήταν κρυμμένος κάπου εκεί κοντά.

Ο άνθρωπος είναι παλαβός, συλλογίστηκα ξαφνιασμένος.
«Το έχει σκάσει και πρέπει να τον βρω επειγόντως γιατί παίρνει φάρμακα».
Τρύπωσε χωρίς να μου δώσει την παραμικρή σημασία στην κουζίνα και στα υπνοδωμάτια, έσπρωξε με δύναμη την πόρτα του μπάνιου και κατέληξε στο σαλόνι, όπου κάρφωσε επίμονα το βλέμμα του στον τοίχο, στη φωτογραφία του πεθαμένου πατέρα μου.
«Ποιος είναι αυτός;» με ρώτησε. «Πρέπει να έχουμε πολεμήσει μαζί στην Κορέα».
Στρογγυλοκάθισε χωρίς να ρωτήσει στον καναπέ και πρόσθεσε ότι αγόρασε το πλαϊνό σπίτι, κι ότι, εκτός από το γάτο του, το έσκασε προ ημερών και η γυναίκα του, και γύρισε στην Αστόρια, για να ζήσει κοντά στα παιδιά, που είχε από έναν προηγούμενο γάμο της.
Δε θυμάμαι να πρόλαβα ν’ αρθρώσω λέξη σ’ εκείνη την πρώτη συνάντηση.
«Αν ανακαλύψεις πουθενά τον Φρίξο, σε καμιά γλάστρα ή σε καμιά βαθειά κατσαρόλα, γιατί είμαι σίγουρος πως βρίσκεται εδώ, ειδοποίησέ με», είπε καθώς έφευγε. «Είναι το μόνο πλάσμα που μου απόμεινε. Του αρέσει όμως κάπου κάπου να με τρομάζει γι’ αυτό κρύβεται».
«Άκου μες στην κατσαρόλα,», ξεκαρδίστηκε η Ινώ, όταν γύρισε το βράδυ και της τα διηγήθηκα. «Πρέπει να νιώθει φοβερή μοναξιά. Και ποιος δεν νιώθει; Θαρρώ πως τον έχει πάρει το μάτι μου κάνα δυο φορές. Τρελόφατσα!».
Δυο μέρες αργότερα, καθώς σκάλιζα τα φυτά μου βρήκα τα απομεινάρια ενός μαύρου γάτου στη νότια πλευρά του κήπου μου. ΄Ηταν προφανές πως είχε προηγηθεί άνιση μάχη με άγρια σκυλιά. Προτίμησα να μην αποκαλύψω στο γείτονα το μακάβριο εύρημά μου.
Αντί γι’ αυτό, όταν τον πέτυχα έξω απ’ την αυλή μου, τον προσκάλεσα να πιούμε ένα ποτό.
«Σπουδαίος ο πατέρας σου», σχολίασε, καρφώνοντας το βλέμμα του στα σκοτεινά μαύρα μάτια που τον αμφισβητούσαν μελαγχολικά μέσα απ’ την σκουριασμένη κορνίζα τους. «΄Ηρωας! Πόσο χαίρομαι που σε συνάντησα. Μικρός που είναι ο κόσμος!» φιλοσόφησε, αδειάζοντας μονορούφι και το δεύτερο ποτήρι από το ουίσκι, που είχα αφήσει μπροστά του.
«Με θέλετε εμένα;... Λέω να πάω να κοιμηθώ», έχωσε το κεφάλι της μεσ’ απ’ την μισάνοιχτη πόρτα η Ινώ και μου έκλεισε κοροϊδευτικά το μάτι.
Ο Μπιλ σηκώθηκε και την καληνύχτισε με μια ανεπαίσθητη, παλιομοδίτικη υπόκλιση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...