Πολύβιου Δημητρακόπουλου*
[Ολόκληρο (σε συνέχειες) το κείμενο ενός σπινθηροβόλου πνεύματος, η επικαιρότητα του οποίου αναδεικνύεται όλο και πιο πολύ στις μέρες μας, εποχή έντονου εξυπνακισμού , αλλά απουσίας ουσιαστικού κριτικού και σατιρικού λόγου...]
[* 1. Πολύβιος Δημητρακόπουλος - Βικιπαίδεια
20
ΜΕΡΟΣ Β'
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Η ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΜΕΡΟΣ Β'
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Η ΣΙΔΗΡΑ ΔΙΑΘΗΚΗ
ΠΕΤΕΙΝΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ
Α'.
Πώς;
Τοιαύτη επάνοδος, κατόπιν αναχωρήσεως τοσούτον θριαμβευτικής;
Τόσον σκότος, κατόπιν τόσου φωτός;
Τόσον στενός ο ορίζων, ώστε η δύσις να συνορεύη με την ανατολήν και ο
βορράς με τον νότον;
Δεν ήτον ασπίς εκείνη, δι' ης περιέβαλον του πτηνού την ψυχήν; δεν
ήτο δόρυ εκείνο, με το οποίον ώπλισα το πνεύμα του;
Πού επέταξε; πού επλανήθη; ποίαν μεγάλην οδόν αφήκε και ποίαν ατραπόν
ηκολούθησεν;
Αφού με πτέρυγας ανεχώρησε, πώς άνευ πτερύγων επανήλθε, και με ράμφος
μόνον, αποστάζον το ίδιον αίμα του;
Μυστήριον.
Μυστήριον, του οποίου την λύσιν έπρεπε να ζητήσω από το ον εκείνο το
άμορφον· άγνοια, την οποίαν έπρεπε να φωτίση έν σώμα, στερούμενον
φωτός και οφθαλμών.
Την σκέψιν μου εμάντευσε· διότι η σκέψις μου και σκέψις ήτον ιδική
του.
Και πάλιν η φωνή η βαθεία ηκούσθη εντός μου, και πάλιν αφήκεν ηχώ διά
δονήσεων και παλμών:
— Σβέσε το φως, και του ωρολογίου δέσμευσε τους δείκτας.
Περί σκοτίας θα ομιλήσω, και τον αιώνα θα εικονίσω.
Όπλισε την ψυχήν σου με σίδηρον και χαλκόν.
θα διέλθη ενώπιόν σου θριαμβευτικώς η κακία.
Άφησε ελευθέρους των δακρύων σου τους καταρράκτας.
Έχει ανάγκην βαλσάμου και παρηγορίας η αρετή.
Απέραντον σου ανοίγω βίβλον, της οποίας εκάστη σελίς έν άπειρον είνε,
της οποίας εκάστη έννοια είνε έν χάος.
Ατελεύτητον σου ανοίγω βιβλίον, — εις το οποίον την πρώτην λέξιν
εχάραξεν ο θεός, τας ακολούθους χαράσσει ο άνθρωπος και την
τελευταίαν ο διάβολος θα χαράξη!
Απέραντον θ' αναπετάσω εικόνα, εις την οποίαν έκαστος προσθέτει μίαν
γραμμήν, και αφαιρεί προγενεστέραν.
Καλλιτέχνημα του θεού· τερατούργημα του ανθρώπου.
Όπου εξεικονίζετο άστρον, προστίθεται νέφος· και νέφος αποξέεται
εκεί, ένθα εφαίνετο πίπτων ο κεραυνός.
Και ιδού κεραυνός αδικαιολογήτως κατερχόμενος, συνέχεια της
μαρμαρυγής προστεθέντος αστέρος, κεραυνός, τον οποίον ουδείς νόμος
του Αιωνίου δικαιολογεί, και η φύσις αποκηρύττει· του οποίου πηγή
είνε του ουρανού το αζούριον, και τέρμα έν άκακον της φύσεως άνθος.
Δύο σημεία θαυμαστά και αγνά, το έν φωτοβολούν, το έτερον μυροβόλον,
τα οποία συνδέει αναιτίως πυρίνη οδός.
Ω, τον αδέξιον ζωγράφον! Ποίαν θείαν εικόνα μετέβαλε και παρεμόρφωσε,
και εις την σοφίαν του μεγάλου καλλιτέχνου αφήρεσε θείαν γραμμήν και
ανθρωπίνην προσέθηκε!
β'.
Λοιπόν, άφες το μωρόν και ανόητον πτηνόν διά τελευταίαν φοράν να
λαλήση.
Θα σύρη ενώπιον σου την Αλήθειαν, με την γυμνότητα ενδεδυμένην.
Αλλά διά ταύτης τι θα κερδίσης, ή τι θα μάθης, ή τι θα εννοήσης;
Ο κόπος είνε μεγαλείτερος του κέρδους.
Η γλώσσα κινουμένη ουδέν προσθέτει εις τον νουν, και ό,τι από το ους
προστίθεται ποσάκις διά της γλώσσης δεν εχάθη.
Άνοιξε λοιπόν, πλειότερον από το στόμα σου, τα ώτα σου· αλλά και από
τα δύο ταύτα άνοιξε πλειότερον τους οφθαλμούς σου.
Και συ ωμίλησες και σοφόν με κατέστησες, — όσον ήρκει δι' ένα
πετεινόν.
Εάν καθίστας εμέ σοφόν, όσον δι' ένα άνθρωπον ήρκει, θα έβγαζα τα
μάτια τα ιδικά σου, ω Διδάσκαλε, αλλά θα έσωζον τα ιδικά μου.
Και αν συ δεν έβλεπες, διά να θαυμάσης το έργον σου, θα έβλεπον εγώ
διά να θαυμάσω το ιδικόν μου.
Τότε συ θα εγνώριζες την Σοφίαν από το σκότος της, και από το φως της
εγώ.
~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~ ~
Πού ήτον η Σοφία του ανθρώπου κεκρυμμένη;
Ουδαμού την συνήντησα.
Μίαν πάνοπλον Αθηνάν είδον μόνον, αναπηδώσαν εκ των κρανίων των
ανθρώπων, αλλά κινδυνεύουσαν να τυφλώση τον κόσμον με το δόρυ της.
Και είπον προς αυτήν:
— Ευλογημένη! Σοφία είσαι συ η πάνοπλος, η σιδηρόφρακτος κατακτητής;
Τι θέλει το δόρυ εις χείρας γυναικός; Αντί να εξέλθης, με κίνδυνον να
τυφλώσης τον κόσμον, προτιμότερον δεν ήτο να έμενες ακόμη εντός του
κρανίου και να έκλωθες την ρόκαν σου;
Εκλονίσθη η πεποίθησίς της και κατεβίβασε το δόρυ· αλλ' ήταν αργά.
Φάσμα πελώριου ενώπιον αυτής ανυψώθη και της αφήρεσε το έγχος,
εστράφη δε προς εμέ και είπε:
— Τούτο θα κατέχω εγώ. Είνε του κόσμου η κλεις, η ανοίγουσα και την
εμπροσθίαν και την οπισθίαν θύραν. Θα ήνοιγεν αύτη την πρώτην· εγώ θ'
ανοίξω την δευτέραν. Πύλην του κόσμου θ' αναπετάσω, αδιάφορον ποίαν
και πώς.
Και εχάθη και πάλιν ανεφάνη.
Διότι ήτο και σώμα και φάσμα· ήτο και σαρξ σφριγώσα, και σκιά, άνευ
σώματος· και ύλη απαστράπτουσα, και ατμός πνιγηρός.
Συνεπτύσσετο, ως σκώληξ, και ανεπτύσσετο, ως αετός, μέχρι των άστρων.
Είχε δε οφθαλμούς γεμάτους από μαγγανίαν, και γλώσσαν αποστάζουσαν
μέλι.
Ερωτώ:
— Ποία είσαι συ, ω σκιά παράδοξος, ήτις αφώπλισες την Σοφίαν, και με
το δόρυ αυτής απειλείς να διαπεράσης τον ήλιον και να αιματώσης την
γην;
Δεν απαντά· αλλ' εκτείνει δάκτυλον, φέροντα όνυχα μαύρον, και μου
δεικνύει οδόν μακράν και ομαλήν, αλλ' οδόν χωρίς άκρον και τέρμα και
σταθμόν αναψυχής, χανομένην εις του ορίζοντος τα βάθη.
— Προχώρει, λέγει. Η οδός μου ιδού. Αρχίζεις οδοιπορίαν από του
κόσμου το άκρον, και εις το αυτό θα επανέλθης σημείον, Αλλ' ιδέ επί
του εδάφους ίχνη βημάτων γιγαντώδη· δι' αυτών διήλθον οι Αιώνες και
ηκολούθησεν ο είς τον άλλον. Βλέπεις, εκεί πλαγίως, ίχνη σωμάτων
καταπεσόντων; Όσοι ηθέλησαν να παρεκλίνωσι συνετρίβησαν· αριστερά ο
Σωκράτης, ο Ιησούς δεξιά.
Δεν με γνωρίζεις;
Η Κακία είμαι και η οδός μου ιδού.
Προχώρει!
Και το Φάντασμα εχάθη προς τα εμπρός, ταχέως διασχίζον το άπειρον της
οδού βάθος, εγώ δε φέρομαι ακατασχέτως επί τα ίχνη αυτού, οδηγούμενος
από αστέρα σκοτεινού, ρίπτοντα υπέρ την κεφαλήν μου παραδόξους
ακτίνας, ώστε το σώμα μου να φαίνεται μαύρον και η σκιά μου λευκή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου