Πολύβιου Δημητρακόπουλου*
"Αι δύο Διαθήκαι"
[Ολόκληρο (σε συνέχειες) το κείμενο ενός σπινθηροβόλου πνεύματος, η επικαιρότητα του οποίου αναδεικνύεται όλο και πιο πολύ στις μέρες μας, εποχή έντονου εξυπνακισμού , αλλά απουσίας ουσιαστικού κριτικού και σατιρικού λόγου...]
[* 1. Πολύβιος Δημητρακόπουλος - Βικιπαίδεια
ΜΕΡΟΣ Α'.
ΔIΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ
Η ΧΡΥΣΗ ΔΙΑΘΗΚΗ
18
Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α
— Και τώρα, τι πλειότερα τούτων να σου είπω, και τίνων να σου συμβουλεύσω ίνα παραλείψης την εκτέλεσιν;
Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α
— Και τώρα, τι πλειότερα τούτων να σου είπω, και τίνων να σου συμβουλεύσω ίνα παραλείψης την εκτέλεσιν;
Και πολλά είνε όσα ήκουσες, και ολίγιστα.
Ολίγιστα, διότι ο κόσμος είνε απέραντος· πολλά, διότι ο κόσμος είνε
πανταχού και πάντοτε ο ίδιος.
Κρατείς τόσας αλήθειας εις τας χείρας σου, τας οποίας τις οίδε και
πόσοι άλλοι εσκέφθησαν προ εμού· αλλά τούτο δεν αρκεί.
Το δύσκολον είνε πώς να τας αναγνωρίσης.
Και το δυσκολώτερον είνε πώς να τηρήσης αυτάς.
Και το πάντων δυσκολώτατον είνε, να πείσης και τους άλλους όπως
αναγνωρίσωσιν αυτάς.
Αλλ' όχι· δεν θα τας αναγνωρίσουν, διότι και ο κόσμος και η φύσις
ολόκληρος είνε μυστήριον, εις το οποίον ουδείς ουδέποτε κατόρθωσε να
εισδύση, και εξηυτέλισε τούτον εν τη αντιλήψει του ο άνθρωπος, και
παρεξήγησεν εκείνην ανοήτως.
Αυτή η φύσις, εάν την ερωτήσης, θα σου δώση το πρώτον μάθημα, και θα
σε ποδηγετήση προς την ευτυχίαν.
Θέλεις να την προσεγγίσης και να την αισθανθής;
Άφησε την ψυχήν σου ελευθέραν εν μια νυκτί εαρινή, ίνα λουσθή εις το
μυστήριόν της. Θα εννοήσης, ότι η ευωδία του άνθους και του φυτού,
απετέλεσαν το μαγικόν φίλτρον, το οποίον επανέδωκεν εις τον Φαύστον
την νεότητα και την καλλονήν, το οποίον χυνόμενον κατά σταγόνας εις
τα νεκρά της φύσεως στήθη, επαναφέρει τους διαλείποντας παλμούς της,
και φυγαδεύον τον τελευταίον στεναγμόν του παγετώδους Βορρά, με την
χλιαράν και μυροβόλον των Ζεφύρων πνοήν περιλούει ηδέως.
Εάν κατά την νύκτα εκείνην ηδύνασο να ερωτήσης το άνθος διά της
γλώσσης του, ή εάν η ακοή σου δεν ήτο τοσούτον πεπερασμένη, ή εάν
προς στιγμήν ηδύνασο να περιβάλης το άπειρον διά των ώτων σου και να
κύψης παρά τα φρίσσοντα πέταλα του διανοιγομένου κάλυκος, θα ήκουες
μίαν αλήθειαν άγνωστον και μεγάλην, μάγον και καταπλήττουσαν
αλήθειαν, ήτις θ' απεκάλυπτεν ενώπιον του εσκοτισμένου από τα ταπεινά
πάθη πνεύματός σου, νέον κόσμον πεποιθήσεων και ιδεών, και θα
επαρουσίαζεν ενώπιόν σου την πλάσιν, όπως την ηννόησεν ο δημιουργός
αυτής, και ουχί όπως ο άνθρωπος την αντελήφθη.
— Τώρα — θα σου έλεγεν ο διανοιγόμενος κάλυξ — ότε των ομμάτων σου η
αχλύς παρεσύρθη υπό του απείρου, τώρα, ότε η ακοή σου απεφράχθη από
τον ανυπέρβλητον του πεπερασμένου φραγμόν, στρέψε γύρωθεν το βλέμμα
σου και αναζήτησε της δημιουργίας το μυστήριον· δεν θα κοπιάσης επί
πολύ· θα το εύρης και εις τον φαλόν του πρώτου άνθους, και εις τον
βλαστόν του πρώτου δένδρου, και εις την χυμώδη ρίζαν του πρώτου
φυτού· τι και αν το φυτόν καλήται κάκτος, ή καλήται ευτελές
χαμαίμηλον, ή ευγενές ρόδον, ή καμέλια περικαλλής; η φύσις
διεμοίρασεν εις ημάς εξ ίσου και φιλοστόργως τας χάριτάς της, και
ό,τι εδώρησεν εις το ταπεινόν φυτόν, εδώρησεν εξ ίσου και εις το
ευωδέστερον άνθος.
Όχι· δεν είμεθα, ως εκλαμβάνετε ημάς σεις, διηρημένα εις γένη· όχι·
εις της ευδαιμονίας τα μυστήρια είμεθα εξ ίσου μεμυημένοι, και εξ
ίσου απολαύομεν των ζωογόνων του ηλίου φιλημάτων, και υπό την αυτήν
του Βορρά πνοήν αποφυλλιζόμεθα και θνήσκομεν.
Ο έρως περιίπταται μεταξύ των πετάλων και των φύλλων μας, ανεξαρτήτως
γένους και είδους· η δυσγένεια και η ευγένεια είνε άγνωστοι μεταξύ
ημών· εις τους βλαστούς μας ο αυτός χυμός κυκλοφορεί, και των ανθέων
μας το σπέρμα μετά στοργής ίσης αποθέτει ο Ζέφυρος επί της μητρός
γης.
Και θα σου προσέθετεν ακόμη:
— Ύπαγε και ειπέ εις τους ανίσους ανθρώπους, ότι ουδεμία μεταξύ των
όντων και των πραγμάτων διαφορά υπάρχει· ύπαγε και είπε, ότι το
συναίσθημα της ζωής ενυπάρχει παντού, το δε μυστήριον της ευδαιμονίας
του κόσμου, είνε το μύρον, το οποίον κατά την νύκτα ταύτην αναπνέεις·
είνε το χρώμα, τα οποίον καθηδύνει την όρασίν σου· είνε του ηλίου η
ζωογόνος ακτίς· είνε του άστρου η χρυσή μαρμαρυγή, και οι μύχιοι
παλμοί της αναδημιουργίας, ους, βυθισμένος εις τον βόρβορον της ζωής,
δεν ακούεις πλέον· είνε τέλος του θείου έρωτος η φωνή, ήτις μάτην σε
προκαλεί, απόκληρε της ευδαιμονίας, και μάτην εις το πρόσταγμά της
αναπετάννυσιν ενώπιόν σου την χρυσήν πύλην της Ζωής!. .
Ύπαγε και ειπέ εις εκείνους, ότι εις μάτην θ' αγωνίζωνται· δεν είνε
προωρισμένη η ασθενής χειρ των ίν' ανεγείρη τον μέγαν πέπλον, και ο
άνθρωπος ν' απογυμνώση του μυστηρίου του ένα θεόν!.
***
Εάν κατορθώσης ν' ακούσης την φωνήν ταύτην, εάν δεν παρασυρθής από
των ιδίων παθών σου τον χείμαρρον, ως κάρφος αχύρου, η Δ ι α θ ή κ η
αύτη η Χ ρ υ σ ή θα σε φρουρήση πλειότερον, παρ' όσον τείχος
σινικόν, και η αιγίς της Παλλάδος. . . . .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου