Όλου του κόσμου το χρυσάφι
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΩΜΑΝΟΥ
Πηγή: Η Κυριακάτικη Αυγή, 11/8/12
Τα τείχη της Βαβυλώνας ήταν αφύλαχτα·
παραδομένα. Οι κρεμαστές γέφυρες κατεβασμένες. Οι εκατό πύλες ορθάνοιχτες. Τις
είχε ξεκλειδώσει η φήμη του Αλέξανδρου, η συνεχής φυγή του Δαρείου. Ο
Αλέξανδρος, όμως οδηγούσε τους άνδρες του σε τάξη μάχης. Ο ίδιος όπως πάντα
στην εμπροσθοφυλακή. Πατούσαν την Βασιλική οδό προς νότο. Βαβυλώνα, Σούσα,
Περσέπολη.
Ο σατράπης της Βαβυλώνας,
ο Μαζαίος, είχε τρέξει να τον προϋπαντήσει. Του προσέφερε τα κλειδιά της πόλης,
τα χρυσά στεφάνια του νικητή και ομήρους τον εαυτό του και τα παιδιά του. Αργά
πέρασαν τις πύλες. Το πάχος των τειχών ήταν όσο ογδόντα άνδρες ο ένας δίπλα
στον άλλον. Το ύψος τους, ίσο με το ύψος ενενήντα ανδρών. Μες από τα τείχη,
απίστευτες εκτάσεις με καλλιέργειες σιτηρών, λαχανικών. Πόλη που άντεχε σε κάθε
πολιορκία, άπαρτη.
Στην υποδοχή μαζί με όλο
το λαό, ακόμα και οι ιερείς του θεού Βήλου –Βαάλ. Ο θησαυροφύλακας είχε βάλει
να στρώσουν το δρόμο με πυκνό στρώμα λουλουδιών. Δεξιά κι αριστερά καίγανε
αρώματα σε τρίποδες. Ευγενικά του ζήτησαν ν’ αφήσει τον Βουκεφάλα. Ν’ ανέβει
στο επίσημο άρμα, που ήταν ντυμένο με πλάκες χρυσού ως κάτω στους τροχούς. Τα
άλογα λύγιζαν απ’ το βάρος των χρυσοκεντημένων χάμουρων. Λίγο πριν προχωρήσει
προς το ιερό –το άβατο που κανένας θνητός δεν είχε ζήσει ώστε να περιγράψει το
εσωτερικό του– του ζήτησαν να δεχθεί τα συμβολικά δώρα της δύναμης του «Κυρίαρχου του κόσμου.» Σπάνια ζευγάρια
άλογα πέρασαν μπροστά του. Άμαξες που κουβαλούσαν λιοντάρια και λεοπαρδάλεις σε
κλουβιά. Ελέφαντες. Μάγοι ζωσμένοι με φίδια τεράστια, ερπετά φολιδωτά που
ακινητούσαν υπνωτισμένα. Κάθε παράξενο ζώο από τα πέρατα της γης. Δίπλα του
έψαλλαν συνεχώς στρατιές υμνωδών. Το ιππικό των νικημένων παρήλασε
ζητωκραυγάζοντας γι’ αυτόν.
Στο τέλος όλα σταμάτησαν.
Απόλυτη ησυχία στην αχανή πλατεία. Ο Αρχιερέας είχε σηκώσει τα χέρια. Μπροστά
του υψωνόταν ο πύργος της Βαβέλ. Οι πύλες του ιερού του Βήλου άνοιξαν. Με το
που μπήκε ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να διακρίνει απέναντι άλλους τοίχους, ο
χώρος ήταν αχανής. Βρισκόταν στην κοιλιά του χάους. Σήκωσε ψηλά το κεφάλι και
είδε αμέτρητες κυκλικές κλίμακες να ανεβαίνουν, να χάνονται σε ροδαλή ομίχλη.
Παντού γύρω παράθυρα, σχήματα φωτός κρεμασμένα στο έρεβος. Μια συμφωνία
αχτίδων. Στο θόλο ανείδωτη η οροφή, γεμάτη σύννεφα που κυλούσαν μέσα στο
κτίσμα, σπρωγμένα από μυστήρια δύναμη. Βρισκόταν στο βάθος του κόσμου και
ταυτόχρονα απ’ έξω. Ένιωθε όπως στο εσωτερικό ενός γιγάντιου κοχυλιού. Όσο
ανέβαινε, τόσο το φοβερό Πνεύμα τραβιόταν προς τα πάνω. Πίσω του σε δύο
ατελείωτες σειρές, οι ιερείς. Μυριόστομο μάντρα[1]
δονούσε τον αέρα. Συντόνιζε ο ήχος θεμέλια, τοίχους, κλίμακες. Παλλόταν ο ναός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου