Γουσταύος Μορό: "Περσέας και Ανδρομέδα"
Ανδρομέδα (μυθολογία): Πρόσωπο στην ελληνική μυθολογία, που κυριάρχησε στο τελευταίο ανδραγάθημα του μυθικού Περσέα.
*
ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ
ΚΟΥΒΑΝΟΓΑΛΛΟΥ ΚΛΑΣΙΚΙΣΤΗ ΠΟΙΗΤΗ ΕΡΕΝΤΙΑ
ΕΜΠΝΕΥΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΠΕΡΣΕΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΔΡΟΜΕΔΑΣ
1. Andromède au monstre
La Vierge Céphéenne, hélas! encor vivante,
Liée, échevelée, au roc des noirs îlots,
Se lamente en tordant avec de vains sanglots
Sa chair royale où court un frisson d'épouvante.
Liée, échevelée, au roc des noirs îlots,
Se lamente en tordant avec de vains sanglots
Sa chair royale où court un frisson d'épouvante.
L'Océan monstrueux que la tempête évente
Crache à ses pieds glacés l'âcre bave des flots,
Et partout elle voit, à travers ses cils clos,
Bâiller la gueule glauque, innombrable et mouvante.
Crache à ses pieds glacés l'âcre bave des flots,
Et partout elle voit, à travers ses cils clos,
Bâiller la gueule glauque, innombrable et mouvante.
Tel qu'un éclat de foudre en un ciel sans éclair,
Tout à coup, retentit un hennissement clair.
Ses yeux s'ouvrent. L'horreur les emplit, et l'extase;
Tout à coup, retentit un hennissement clair.
Ses yeux s'ouvrent. L'horreur les emplit, et l'extase;
Car elle a vu, d'un vol vertigineux et sûr,
Se cabrant sous le poids du fils de Zeus, Pégase
Se cabrant sous le poids du fils de Zeus, Pégase
Allonger sur la mer sa grande ombre d'azur.
2.Persée et Andromède
Au milieu de l'écume arrêtant son essor,
Le Cavalier vainqueur du monstre et de Méduse,
Ruisselant d'une bave horrible où le sang fuse,
Emporte entre ses bras la vierge aux cheveux d'or.
Le Cavalier vainqueur du monstre et de Méduse,
Ruisselant d'une bave horrible où le sang fuse,
Emporte entre ses bras la vierge aux cheveux d'or.
Sur l'étalon divin, frère de Chrysaor,
Qui piaffe dans la mer et hennit et refuse,
Il a posé l'Amante éperdue et confuse
Qui lui rit et l'étreint et qui sanglote encor.
Qui piaffe dans la mer et hennit et refuse,
Il a posé l'Amante éperdue et confuse
Qui lui rit et l'étreint et qui sanglote encor.
Il l'embrasse. La houle enveloppe leur groupe.
Elle, d'un faible effort, ramène sur la croupe
Ses beaux pieds qu'en fuyant baise un flot vagabond;
Elle, d'un faible effort, ramène sur la croupe
Ses beaux pieds qu'en fuyant baise un flot vagabond;
Mais Pégase irrité par le fouet de la lame,
À l'appel du Héros s'enlevant d'un seul bond,
Bat le ciel ébloui de ses ailes de flamme.
*
À l'appel du Héros s'enlevant d'un seul bond,
Bat le ciel ébloui de ses ailes de flamme.
*
3. Le Ravissement d'Andromède
D'un vol silencieux, le grand Cheval ailé
Soufflant de ses naseaux élargis l'air qui fume,
Les emporte avec un frémissement de plume
À travers la nuit bleue et l'éther étoilé.
Soufflant de ses naseaux élargis l'air qui fume,
Les emporte avec un frémissement de plume
À travers la nuit bleue et l'éther étoilé.
Ils vont. L'Afrique plonge au gouffre flagellé,
Puis l'Asie… un désert… le Liban ceint de brume…
Et voici qu'apparaît, toute blanche d'écume,
La mer mystérieuse où vint sombrer Hellé.
Puis l'Asie… un désert… le Liban ceint de brume…
Et voici qu'apparaît, toute blanche d'écume,
La mer mystérieuse où vint sombrer Hellé.
Et le vent gonfle ainsi que deux immenses voiles
Les ailes qui, volant d'étoiles en étoiles,
Aux amants enlacés font un tiède berceau;
Tandis que, l'oeil au ciel où palpite leur ombre,Les ailes qui, volant d'étoiles en étoiles,
Aux amants enlacés font un tiède berceau;
Ils voient, irradiant du Bélier au Verseau,
Leurs Constellations poindre dans l'azur sombre.
;
Ζοζέ-Μαρία ντ' Ερεντιά ( 1842-1905)
*José-Maria de Heredia - Wikipedia
____________________________
ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ
Ι
Του Κηφέως η κόρη ζωντανή, αλίμονον, ακόμα
σε βράχο, στα μαυρόνησα, ανάμαλλη σπαράζει·
κι ενώ τρομάρας σύγκρυο βαθιά το αναταράζει·
δεμένο το βασιλικό του κάκου στρέφει σώμα.
Η μπόρα δέρνει ανήμερα του Ωκεανού το στρώμα,
στα κρουσταλλένια πόδια της πικρόν αφρό ξεβράζει,
και μέσα εκείνη απ' τα κλειστά ματόκλαδα κοιτάζει,
ακούραστο ν' ανοιγοκλεί το γαλανό του στόμα.
Μα ξαφνικά, σαν τη βροντή στον άφωτο αιθέρα,
ακούει χλιμίντρισμα στεγνό να αντιλαλάει ως πέρα
κι ανοίγει ο τρόμος διάπλατο το ξαφνισμένο μάτι.
Βλέπει… με πέταμα τρελό, να ο Πήγασος σιμώνει,
φέρνει, ορθός στα πισινά, του Δία το γιο στην πλάτη
κι ίσκιο γαλάζιο ολόμακρο στη θάλασσα ξαπλώνει.
ΙΙ
Ανάμεσα στα κύματα, που κόφτουν αφρισμένα
το πέταμά του, ο νικητής της Μέδουσας προβαίνει
κι ενώ το αίμα, ιδρώς ζεστός, απ' το κορμί του βγαίνει
παίρνει την ξανθομάλλινη στην αγκαλιά παρθένα.
Στο αδέρφι του Χρυσάορος επάνω, που οργισμένα
στο κύμα κρούει τις οπλές και με αφρό τους ραίνει,
βάζει την Κόρη, που γλυκά τον σφίγγει χλωμιασμένη
σε στήθη από τα κλάιματα ακόμα φουσκωμένα.
Τον σφίγγει κι η αφροδροσιά τους δυο μαζί σκεπάζει,
δειλά εκείνη στο άλογο πιο πάνω τ' ανεβάζει
τα ωραία της πόδια που φιλά ένα φευγάτο κύμα
Μα ο Πήγασος, που επανωτά φτερνίζει τα πλευρά του,
ψηλά, στου ήρωος τη φωνή πετώντας, μ' ένα βήμα
χτυπά στον έντρομο ουρανό τα φλογερά φτερά του.
ΙΙΙ
Σιγά πετώντας το άλογο το φτερωτό από πέρα
με τ' ανοιχτά ρωθούνια του αέρα φυσά π' αχνίζει,
με μια τους φέρνει του φτερού τρεμούλα π' ανεμίζει
μέσ' στη γαλάζια τη νυχτιά μέσ' στο ξανθόν αιθέρα.
Πετούν· κι αφήνουν πίσω τους της Αφρικής την ξέρα·
να κι η Ασία… μια έρημος… ο Λίβανος καπνίζει
στεφανωμένος καταχνιά, και πέρα εκεί αφρίζει
λευκό το μνήμα πο 'κρυψε την Έλλη μιαν ημέρα.
Σα δυο θεόρατα πανιά ο άνεμος φουσκώνει
τις δυο φτερούγες, που πετούν απ' άστρο σε αστέρι,
κάνοντας κούνια ολόθερμη στ' αγκαλιασμένο ταίρι.
Κι εκεί ψηλά που ο ίσκιος των σειστός περνά κι απλώνει
στον Υδροχόο ανάμεσα και στον Κριό θωρούνε
τα δυο τους Άστρα κρεμαστά ν' ασπροφεγγοβολούνε.
Μτφρ. Ιωάννης Γρυπάρης
(1870-1942)
**************************************************************
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου