"Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου"
Νεανικό μυθιστόρημα του Γκαίτε (1749-1832) που γράφτηκε σε μορφή επιστολών και εκδόθηκε, το 1774, λίγο πριν από τη Γαλλική Επανάσταση, μέσα σε ένα κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον, του οποίου η νεολαία διψούσε για "αλλαγές" στην κατεστημένη ζωή της Ευρώπης.
Το έργο βασίζεται σε αληθινά γεγονότα της ζωής του συγγραφέα και ιδιαίτερα στον έρωτα που έζησε με μία γυναίκα , η οποία τελικά παντρεύτηκε ένα φίλο του δικαστικό.
Παράλληλα με τη θυελλώδη σχέση του νεαρού Γκαίτε με την Καρλότε (Λότε), εξελίσσεται και ο έρωτας ενός άλλου φίλου του με μία παντρεμένη, σχέση που έχει τραγική κατάληξη, αφού ο φίλος του αυτοκτονεί ύστερα από την άρνηση της ερωμένης του να εγκαταλείψει τον άντρα της.
Ο Γκαίτε , έχοντας ως υλικό τους δύο ατυχείς ερωτικούς δεσμούς , έγραψε ένα μυθιστόρημα με επίσης τραγική κατάληξη, αφού ο ρομαντικός πρωταγωνιστής του αυτοκτονεί σε μια στιγμή ερωτικής παράκρουσης.
Το μυθιστόρημα υπήρξε ο απόλυτος θρίαμβος του νεαρού συγγραφέα στη Γερμανία και την Ευρώπη, όπου μεταφράστηκε αστραπιαία. Ο Βέρθερος, ιδεολογικό μανιφέστο του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή), υπήρξε ο προπομπός του ρομαντισμού που έμελλε σε λίγο να ξεσπάσει στην Ευρώπη, φέρνοντας στην επιφάνεια τη δίψα του ατόμου για απόλυτη ελευθερία και έκφραση της πιο ακραίας ευαισθησίας, μακριά από τους περιορισμούς που επιβάλλουν οι συμβάσεις της «πολιτισμένης» αλλά χωρίς αισθήματα και απόλυτα σχεδόν ταξικά διαχωρισμένης κοινωνίας.
Η λατρεία του Βέρθερου ως ιδανικού προτύπου πήρε κωμικοτραγικές διαστάσεις στην Ευρώπη , όπου η νεολαία της , διψώντας για πρότυπα, ξεσήκωσε και μιμήθηκε τα πάντα από το βιβλίο, όπως το ντύσιμο, την κόμμωση, την ομιλία , τους τρόπους του πρωταγωνιστή. Οι νυκτερινοί περίπατοι και οι έφιππες «αποδράσεις» στην εξοχή μέσα σε δύσκολες καιρικές συνθήκες ή υπό το φως της σελήνης αποτέλεσαν συνήθεις «τρέλες» των νέων , οι αυτοκτονίες όμως με τις οποίες θέλησαν να «εκφραστούν» οι πιο παθασμένοι από αυτούς (και ήταν χιλιάδες!) έδειξαν πόσο άρρωστο συναίσθημα είναι ο ρομαντισμός στην ακραία του έκφραση, δηλαδή την κατάθλιψη.
Η πολύ καλή κινηματογραφική μεταφορά των περιστατικών που οδήγησαν στη συγγραφή του Βέρθερου υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία αυτής της ανάρτησης. Η ταινία μόλις κυκλοφόρησε σε βιντεοκασέτες. Προμηθευτείτε την , για να αναβιώσετε, αν μη τι άλλο, την πολύ πειστική ατμόσφαιρα της αυθεντικής γερμανικής ζωής στα τέλη του 18 ου αιώνα.
*
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣειρά έργων γραφέντων επί τη βάσει του συγχρόνου πολιτισμού
και των τελευταίων προόδων των τεχνών και επιστημών.
και των τελευταίων προόδων των τεχνών και επιστημών.
W. GOETHE (ΓΚΑΙΤΕ) ΒΕΡΘΕΡΟΣ
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΙΣ
Ι. ΑΡΕΤΑ
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΝΕΑ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΧΡΗΣΤΟΥ ΦΕΞΗ και ΒΑΣ. ΚΟΜΠΟΥΓΙΑ
1922
ΒΕΡΘΕΡΟΣ
[Απόσπασμα]
Ήταν εξήμισυ η ώρα όταν άκουσε τον Βέρθερο ν' ανεβαίνη τη σκάλα και αμέσως ανεγνώρισε το βήμα του, τη φωνή του να ρωτά για κείνη. Πόσο κτυπούσε η καρδιά της και, μπορούμε σχεδόν να πούμε, για πρώτη φορά κατά τον ερχομό του! Από μέρους της ευχαρίστως θα διέταζε να του πουν πως δεν ήτο εκεί, και όταν μπήκε του εφώναξε με είδος ζωηρής ταραχής: — Δεν εφυλάξετε το λόγο σας. Δεν υποσχέθηκα τίποτε, ήτον η απόκρισή του. — Έπρεπε τουλάχιστον να υπακούσετε στην παράκλησή μου, είπεν εκείνη• σας παρεκάλεσα για την ησυχία και των δυο μας.
Όλη η δύναμη αυτών των λόγων τον εκυρίεψε τον δυστυχισμένο. Εγονάτισε εντελώς απελπισμένος μπρος στην Καρολίνα, έδραξε τα χέρια της, τα επίεσε στα μάτια του, προς το μέτωπό του, και προαίσθημα του φοβερού του σκοπού εφαίνετο πως διαπέρασε την ψυχή της Καρολίνας. Η αισθήσεις της καταταράχθηκαν, έσφιγγε τα χέρια του, τα έσφιγγε στο στήθος της, έγειρε με μελαγχολικό πάθος προς αυτόν και τα θερμά μάγουλά τους πλησίασαν. Ο κόσμος χανότανε γι' αυτούς. Την αγκάλιασε, την έσφιξε στο στήθος του και εσκέπασε τα τρέμοντα, τα ψιθυρίζοντα χείλη της με μανιώδη φιλήματα. — Βέρθερε, εφώναξε με πνιγμένη φωνή μακραίνοντας εκείνη. Βέρθερε! και με το χέρι της το αδύνατο τραβιώταν από το στήθος του. — Βέρθερε, ξαναφώναξε με τον επιβλητικό τόνο του ποιο ευγενικού αισθήματος.
Αυτός δεν αντιστάθηκε, την άφησε από τους βραχίονάς του και έπεσε αναίσθητος μπροστά της. Αυτή έφυγε βιαστικά παραδομένη σε μια λυπηρή ταραχή, τρέμοντας μαζί από αγάπη και οργή, «Είναι η τελευταία φορά. Βέρθερε! είπε. Δεν θα με ξαναϊδήτε». Και με βλέμμα γεμάτο αγάπη προς τον δυστυχισμένο έτρεξε στο διπλανό δωμάτιο και κλείστηκε κει μέσα. Ο Βέρθερος ετέντωνε προς αυτήν τα χέρια, δεν τολμούσε να την εμποδίση. Ήταν ξαπλωμένος κατά γης με το κεφάλι επάνω στον καναπέ και έμεινε σ' αυτή τη θέση περισσότερο από μισή ώρα, έως ότου ένας θόρυβος τον έφερε στον εαυτό του. Ήταν η υπηρέτρια, που ήρθε να στρώση το τραπέζι. Ο Βέρθερος επήγαινε στο δωμάτιο δω κ' εκεί και, όταν έμεινε μόνος, πάλι επήγε στην πόρτα της κάμαρας και φώναξε με σιγανή φωνή: «Καρολίνα! Καρολίνα! μόνο μια λέξη ακόμη! ένα αποχαιρετισμό!» Αυτή σιωπούσε. Εκείνος περίμενε και παρεκάλει και ξαναπερίμενε• τέλος αποσπάσθηκε από τη θέση του και εφώναξε: «Χαίρε! Καρολίνα! χαίρε για πάντα! »
Έφθασε στην πόλη της πόλεως. Οι φύλακες, που τον είχαν πια συνηθίσει, τον άφηναν να περάση χωρίς να πουν τίποτε. Έπεφτε χιονόνερο και μόλις κατά της ένδεκα εκτύπησε πάλι την πόρτα. Ο υπηρέτης παρατήρησε, όταν ο Βέρθερος ήλθε στο σπίτι του, ότι του έλειπε το καπέλλο. Δεν ετόλμησε να του πη τίποτε, τον έγδυσε ήταν όλος βρεγμένος. Έπειτα βρήκαν το καπέλλο του επάνω σ' ένα βράχο που βλέπει στην κατωφέρεια του λόφου κατά την κοιλάδα και είνε ακατανόητο πώς ανέβηκε εκεί τη σκοτεινή και βροχερή νύκτα χωρίς να πέση.
Έπεσε στο κρεββάτι του και κοιμήθηκε πολύ. Ο υπηρέτης τον βρήκε να γράφη όταν το πρωί στο κάλεσμά του τού έφερε τον καφέ. Επρόσθεσε αυτά εις το γράμμα της Καρολίνας:
«Για τελευταία φορά, για τελευταία φορά ανοίγω αυτά τα μάτια. Αχ! δεν θα δουν πια τον ήλιο. Θολερή, συννεφιασμένη ημέρα τον κρατεί σκεπασμένο και ο ουρανός είναι σκοτεινός. Έτσι έχε πένθος, φύσις• το παιδί σου, ο φίλος σου, ο εραστής σου πλησιάζει στο τέλος του. Ω Καρολίνα! Είναι μοναδικό αίσθημα και όμως μοιάζει πολύ με αμυδρό όνειρο, που βρίσκω όταν λέγω: «Αυτό είναι το τελευταίο μου πρωί. Το τελευταίο!» Καρολίνα, δεν καταλαβαίνω καθόλου τη λέξη τελευταίο. Δεν είμαι τώρα σ' όλη μου τη δύναμη; Και αύριο θα είμαι ξαπλωμένος στη γη χωρίς αυτή. Να πεθάνω! Τι θα πη αυτό; Λες, ονειρευόμαστε όταν μιλάμε για τον θάνατο. Είδα πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν. Αλλά είνε τόσον περιορισμένη η ανθρωπότης, ώστε δεν έχει καμμία αίσθηση για την αρχή και το τέλος της υπάρξεώς της. Τώρα ακόμη ανήκω σε σένα, αγαπημένη μου! και σε μια μόνη στιγμή — χωρισμένοι, χαμένοι ο ένας για τον άλλον . . . Όχι, Καρολίνα, όχι! Πώς μπορώ να εκλείψω; . . . ή πώς μπορείς να χαθής; αφού τώρα υπάρχομε! . . . Να εκλείψω . . . Τι θα πη αυτό; Είναι πάλι μια λέξη! ένας ήχος χωρίς σημασία! δεν λέει τίποτε στην ψυχή μου! . . . Νεκρός, Καρολίνα, καταχωμένος στην κρύα γη, τόσο στενά! τόσο σκοτεινά! Είχα μια φίλη, που ήτανε το παν για μένα στην λησμονημένη νεότητά μου• αυτή πέθανε και εγώ ακολούθησα το λείψανό της και στεκόμουνα στον τάφο, όταν κατέβαζαν το φέρετρο, και τα σχοινιά έτριζαν, εχαλαρώνοντο και ανεσύροντο• όταν έπειτα έπεφτε η φτυαριά, το χώμα και το πένθιμο φέρετρο έδινε ένα σιγανό ήχο που γινότανε ολοένα σιγανώτερος ως ότου στο τέλος σκεπάστηκε εντελώς. Ερρίχτηκα δίπλα στον τάφο! κατάπληκτος, ταραγμένος, στενοχωρημένος, με καταξεσχισμένη καρδιά, αλλά δεν ήξερα τι μου συνέβηκε τι θα μου συμβή. — Θάνατος! τάφος! δεν καταλαβαίνω αυτές τις λέξεις! Ω, συγχώρησέ με! συγχώρησέ με! Χθες θα ήτο η τελευταία στιγμή της ζωής μου! Ω άγγελε! Για πρώτη φορά χωρίς αμφιβολία αισθάνθηκα αυτό το ηδονικό αίσθημα να καταφλέγη όλη μου την ύπαρξη. «Μ' αγαπά: μ' αγαπά!» Καίει ακόμη στα χείλη μου η ιερά φωτιά που έρρευσε χείμαρρος από τα δικά σου• νέα θερμή ηδονή είναι στην καρδιά μου. Συγχώρησέ με! συγχώρησέ με!
Αχ, ήξερα πως με αγαπούσες, το ήξερα από αυτό το πρώτ' αντίκρυσμα του γλυκού σου βλέμματος, από την πρώτη πίεση του χεριού σου• αλλ' όμως όταν πάλι ήμουν μακριά σου, όταν έβλεπα τον Αλβέρτο στο πλευρό σου, έπεφτα πάλι στη θλίψη και στον πυρετό της αμφιβολίας.
»Θυμάμαι τα λουλούδια που μου έστειλες όταν δεν μπόρεσες στην άθλια εκείνη συναναστροφή να μου πης μια λέξη, ούτε καν να μου προσφέρης το χέρι;
»Ω! τη μισή νύκτα ήμουνα γονατισμένος μπρος σ' αυτά και μου επεσφράγισαν την αγάπη σου. Όμως αχ! αυτές η εντυπώσεις πέρασαν, καθώς φεύγει λίγο λίγο από την ψυχή του πιστού το αίσθημα της χάριτος του Θεού του, που χορηγήθηκε εις όλο το ουράνιο στερέωμά του στα θεία ορατά σημεία
»Όλ' αυτά είναι τα φθαρτά, αλλ' ούτε αυτή η αιωνιότης θα αφήση τη φλογερή ζωή, που απήλαυσα χθες στα χείλη σου, που την αισθάνομαι μέσα μου! Με αγαπά! Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα».
»Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμο — ναι γι' αυτόν τον κόσμο — αμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου. Αμαρτία; Καλά και τιμωρώ τον εαυτό μου γι' αυτό• την εδοκίμασα με όλη της την ουρανία ηδονή αυτή την αμαρτία, βάλσαμο ζωής και δύναμη ερρόφησα στην καρδιά μου. Απ' αυτή τη στιγμή είσαι δική μου, δική μου, Καρολίνα! Πηγαίνω πρώτος! πηγαίνω στον πατέρα μου και στον πατέρα σου. Σ' αυτόν θα παραπονεθώ και αυτός θα με παρηγορήση, έως ότου έλθης, και θα πετάξω να σε προϋπαντήσω, να σε δράξω και θα μένω κοντά σου, μπρος στο πρόσωπο του απείρου, σ' ένα αιώνιον εναγκαλιασμό.
«Δεν ονειρεύομαι, δεν παραληρώ. Κοντά στο τάφο βλέπω πιο καθαρά! Θα είμαστε μαζί! θα ξαναϊδωθούμε! Θα ιδώ τη μητέρα σου! Ναι! Θα την ιδώ, θα την εύρω! Α! μπρος της θ' ανοίξω όλη μου την καρδιά: Τη μητέρα σου, το ομοίωμά σου».
Κατά τις ένδεκα ερώτησε ο Βέρθερος τον υπηρέτη του, μήπως επέστρεψεν ο Αλβέρτος. Ο υπηρέτης είπε «ναι»• είδε το άλογό του να το ξαναφέρνουν κει πέρα. Έπειτα του έδωκε ο κύριός του ένα ανοικτό γραμματάκι που έγραφε:
«Θα έχετε την καλωσύνη 'να με δανείσετε τα πιστόλια σας για ένα ταξείδι που σκοπεύω να κάμω; Υγιαίνετε!»
______________________________
______________________________
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΑΤΩΝΤΑΣ ΕΔΩ=>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου