Κυριακή, Μαΐου 03, 2009

ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΣΙΠΗΤΑΝΟ

Η γενιά του 114 αποχαιρέτισε
τον Γιώργο Σιπιτάνο
Η ΑΥΓΗ (03/05/2009)

Από τη "δίκη" του 2ου κλιμακίου της Δημοκρατικής Άμυνας ,στο Στρατοδικείο Θεσ/νίκης (6-12/11/1968). Πρώτη σειρά: Ο Γιώργος Σιπητάνος ανάμεσα στον Παύλο Ζάννα και τον Στέλιο Νέστορα. Καταδίκη των Σ. Νέστορα (16,5 χρ), Π. Ζάνα (10,5), Γ. Σιπιτάνου (7,5) και Κ. Πύρζα, Σ. Δέδε και Α. Μαλτσίδη (δεύτερη σειρά) από 5,5 χρόνια.

Ήταν όλοι τους εκεί, για το ύστατο χαίρε. Ο Νίκος, ο Στέλιος, ο Κώστας, ο Σωτήρης, ο Άρης, ο Γιώργος, ο Τάκης, ο Σπύρος και εκατοντάδες άλλοι φίλοι και παλιοί συναγωνιστές. Όλοι τους φαινόταν να μην έχουν συνειδητοποιήσει ακριβώς τι έχει συμβεί και ο Γιώργος Σιπιτάνος έφυγε οριστικά από κοντά τους, ξαφνικά και πρόωρα, από εγκεφαλικό επεισόδιο.

«Ο Γιώργος Σιπιτάνος ανήκει σ' αυτούς «τους ευλογημένος που τα δώσανε όλα, και ύστερα κοίταξαν ένα άστρο, σαν τη μόνη ανταπόδοση», όπως λέει ο ποιητής. Απ’ τη νιότη των εξάρσεων μέχρι τη φρίκη των βασανιστηρίων και την πικρή οργή των διαψεύσεων, όρθιος, ριζωμένος στην επιλογή μιας ολόκληρης ζωής, που έγινε μάθημα αγωνιστικής ανιδιοτέλειας, δημοκρατικής αυταπάρνησης, κοινωνικής ευθύνης, πολιτικής ηθικής και αξιοπρέπειας». Με αυτά τα λόγια ξεκίνησε τον αποχαιρετισμό προς τον φίλο του Γιώργο, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος και συνέχισε λέγοντας:

«Δεν ξεγέλασε ούτε μια στιγμή τον χρόνο, για να ζήσει αλλιώς. Δεν ζήτησε τίποτα από κανέναν ούτε χρώσταγε πουθενά. Ξόφλαγε το υπαρξιακό του χρέος με την ψυχή του γεμάτη αγωνία, «για τούτη την πατρίδα με τα μεγάλα όνειρα και τις μεγάλες πληγές». Η πολιτική του συνείδηση σφυρηλατήθηκε και εκφράστηκε με ιδέες και δράση, εξ επαφής με τη ζώσα ιστορία των ημερών του. Ήταν στάση ζωής, για τον Γιώργο Σιπιτάνο, η πολιτική συμμετοχή, που εμπνεότανε από κριτήρια ηθικά και ιστορικά, από την πλευρά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της προκοπής.

Η βιωματική σχέση με τα δρώμενα των καιρών κι η υπαρξιακή του αγρύπνια απέναντι στους ανοιχτούς ορίζοντες των άγνωστων εξελίξεων, διαμόρφωσαν την υποκειμενική του συγκρότηση και τη συλλογική του ένταξη. Μέσα από αυτήν τη σκληρή δοκιμασία αυτοπροσδιορισμού του, ο Γιώργος Σιπιτάνος έζησε όσα του αντιστοιχούσαν, με ευθύνη, που την εσωτερίκευε διπλά και ως προσωπικό καθήκον και ως κοινωνική λογοδοσία. Δεν περίμενε την ώρα της διακινδύνευσης για να δει κατά πού πάνε τα πράγματα.

Έτσι πάλεψε τη ζωή του, έτσι ανταποκρίθηκε στην κοινωνική του συνείδηση: «Όρθιος και μόνος, μες στη φοβερή ερημιά του πλήθους», «Μοναχός και γυμνός ανάμεσα σε ασπιδοφόρους». Δεν υπήρξε ποτέ «ομοτράπεζος» αρχηγών ή εξουσιών, δεν βρέθηκε ποτέ ως «ομόσταβλος» κέντρων διαπλεκόμενης ισχύος και εύνοιας. Άσκησε την πολιτική ως δρώσα ελευθερία, ως αμετάκλητη απόφαση αντίστασης στον αυταρχισμό και τη βία της ανελευθερίας, στη δημαγωγία και τον λαϊκισμό αρχηγισμών και δογματισμών.

Πορεύτηκε ανεπιτήδευτος. Δεν είχε καμιά ανασφάλεια να διασκεδάσει, ούτε καμία φιλοδοξία να βολέψει. Είχε τη δική του σχέση με τον κόσμο, τη δική του αναφορά για τα γεγονότα, που ωρίμαζαν μέσα του με την αίσθηση ότι είναι οι μήτρες των αυριανών καταστάσεων για τις οποίες πρέπει να στοχαστούμε.

Αντίστασή του σ' αυτήν την ιδεοληψία της ιδιοτέλειας και της συναλλαγής, ήταν η εμμονή του στην αξία εκείνων, που δίνουν πραγματικό περιεχόμενο ζωής στις ιδέες και τις αρχές. Η υπενθύμιση εκείνων των ημερών του συνταγματικού πατριωτισμού και της αντιδικτατορικής δράσης που αλλιώς έφεγγαν την ύπαρξη του και αλλιώτικα την εκποίησαν, οι παραταξιακές προπαίδειες της αναγνωσιμότητας και της διαφήμισης.

Μέσα του ο Γιώργος Σιπιτάνος έκανε την άγρυπνη και ανήμερη μνήμη του άξονα στήριξης της ζωής του. Ενέγραψε ανεξίτηλα στη συνείδησή του τις πράξεις του όχι ως επικαιρική συμπεριφορά, αλλά ως διαρκή και σταθερή απαίτηση που δεν έπρεπε ποτέ να αγνοεί ή να ξεπερνάει. Όσα έκανε δεν τάβαλε ποτέ, ως διακοσμητικά αναμνηστικά, σε καμιά προθήκη της ζωής του.

Ακριβέ μου σύντροφε, στους δρόμους που τους κατάκλυζαν τα πλήθη και τα γεγονότα, στους δρόμους από όπου ήρθαν οι διαφορετικοί καιροί και φάγανε τα χρόνια μας, στους δρόμους των αδικαίωτων αγώνων και των αλύτρωτων ελπίδων, θα τριγυρνάς πάντα. Εκεί θα σε βρίσκουμε και από κει θα μας μιλάς και θα μας παραστέκεις, με το ίδιο χαμόγελο, γεμάτο απαιτήσεις και προσδοκίες, γεμάτο πληγές και φλέβες».

Μ. ΠΛΗΚΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια: