Τα νησιά Sanguinaires στην Κορσική [Φωτ. Desjobert ]
LE PHARE DES SANGUINAIRES (1)
Cette nuit je n'ai pas pu dormir. Le mistral était en colère, et les éclats de sa grande voix m'ont tenu éveillé jusqu'au matin. Balançant lourdement ses ailes mutilées qui sifflaient à la bise comme les agrès d'un navire, tout le moulin craquait. Des tuiles s'envolaient de sa toiture en déroute. Au loin, les pins serrés dont la colline est couverte s'agitaient et bruissaient dans l'ombre. On se serait cru en pleine mer...Cela m'a rappelé tout à fait mes belles insomnies d'il y a trois ans, quand j'habitais le phare des Sanguinaires, là bas, sur la côte corse, à l'entrée du golfe d'Ajaccio.
Encore un joli coin que j'avais trouvé là pour rêver et pour être seul.
Figurez-vous une île rougeâtre et d'aspect farouche ; le phare à une pointe, à l'autre une vieille tour génoise où, de mon temps, logeait un aigle. En bas, au bord de l'eau, un lazaret en ruine, envahi de partout par les herbes ; puis des ravins, des maquis, de grandes roches, quelques chèvres sauvages, de petits chevaux corses gambadant la crinière au vent ; enfin là-haut, tout en haut, dans un tourbillon d'oiseaux de mer, la maison du phare, avec sa plate-forme en maçonnerie blanche, où les gardiens se promènent de long en large, la porte verte en ogive, la petite tour de fonte, et au-dessus la grosse lanterne à facettes qui flambe au soleil et fait de la lumière même pendant le jour... Voilà l'île des Sanguinaires, comme je l'ai revue cette nuit, en entendant ronfler mes pins. [συνεχίζεται...]
Ο ΦΑΡΟΣ ΤΟΥ ΣΑΝΓΚΙΝΕΡ (1)
Διήγημα του Alphonse Daudet (1840-1897),
από τη συλλογή "Lettres de mon Moulin" (1869)
Απόψε δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Ο μαΐστρος είχε θυμώσει και ο πάταγος που έκαναν οι αγριοφωνάρες του με κράτησε άγρυπνο μέχρι πρωίας . Ο μύλος έτριζε σύγκορμος, κουνώντας βαριά τα ακρωτηριασμένα του πτερύγια, που σφύριζαν στον παγωμένο άνεμο, όπως τα άρμενα ενός πλοίου. Κεραμίδια κατρακυλούσαν από την υπό κατάρρευση στέγη του. Μακριά , τα πυκνά πεύκα, από τα οποία καλύπτεται ο λόφος, σείονταν και θορυβούσαν μες στη σκιά. Νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν καταμεσής στο πέλαγος.
Αυτό με έκανε ξαφνικά να θυμηθώ τις ωραίες μου αγρυπνίες, πριν από τρία χρόνια, όταν κατοικούσα στο φάρο των νησιών Σαγκινέρ , εκεί κάτω στις ακτές της Κορσικής, στην είσοδο του κόλπου του Αιακίου.
Ακόμη μία ωραία γωνιά , που είχα ανακαλύψει εκεί , για να ρεμβάσω και ν' απομονωθώ.
Φανταστείτε ένα νησί ερυθρωπό και με όψη άγρια΄ ο φάρος στη μία του άκρη και στην άλλη ένας παλιός Γενουάτικος πύργος, όπου εκείνη την εποχή φώλιαζε ένας αετός.Κάτω , στην άκρη του αιγιαλού, τα ερείπια ενός λοιμοκαθαρτηρίου, πλημμυρισμένα από αγριόχορτα΄έπειτα χαράδρες, λόγγοι , πελώριοι βράχοι, μερικά αγριοκάτσικα, μικρά κορσικάνικα άλογα, που έσειαν τη χαίτη στον αέρα και εκεί ψηλά , πολύ ψηλά, μέσα σ' ένα στρόβιλο από θαλασσοπούλια, ο οικίσκος του φάρου, με τον εξώστη από λευκή πέτρα, όπου πηγαινοέρχονταν οι φύλακες, την πράσινη πυραμιδοειδή πόρτα , το μικρό σιδερένιο πύργο και από κάτω ο χοντρός πολυεδρικός φανός, που λαμποκοπά στον ήλιο και φωτίζει ακόμη και τη μέρα... Ιδού η νήσος του Σανγκινέρ, όπως την ξανάδα απόψε, ακούγοντας τα πεύκα μου
να βουίζουν.[ συνεχίζεται...]
Απόψε δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Ο μαΐστρος είχε θυμώσει και ο πάταγος που έκαναν οι αγριοφωνάρες του με κράτησε άγρυπνο μέχρι πρωίας . Ο μύλος έτριζε σύγκορμος, κουνώντας βαριά τα ακρωτηριασμένα του πτερύγια, που σφύριζαν στον παγωμένο άνεμο, όπως τα άρμενα ενός πλοίου. Κεραμίδια κατρακυλούσαν από την υπό κατάρρευση στέγη του. Μακριά , τα πυκνά πεύκα, από τα οποία καλύπτεται ο λόφος, σείονταν και θορυβούσαν μες στη σκιά. Νόμιζε κανείς ότι βρισκόταν καταμεσής στο πέλαγος.
Αυτό με έκανε ξαφνικά να θυμηθώ τις ωραίες μου αγρυπνίες, πριν από τρία χρόνια, όταν κατοικούσα στο φάρο των νησιών Σαγκινέρ , εκεί κάτω στις ακτές της Κορσικής, στην είσοδο του κόλπου του Αιακίου.
Ακόμη μία ωραία γωνιά , που είχα ανακαλύψει εκεί , για να ρεμβάσω και ν' απομονωθώ.
Φανταστείτε ένα νησί ερυθρωπό και με όψη άγρια΄ ο φάρος στη μία του άκρη και στην άλλη ένας παλιός Γενουάτικος πύργος, όπου εκείνη την εποχή φώλιαζε ένας αετός.Κάτω , στην άκρη του αιγιαλού, τα ερείπια ενός λοιμοκαθαρτηρίου, πλημμυρισμένα από αγριόχορτα΄έπειτα χαράδρες, λόγγοι , πελώριοι βράχοι, μερικά αγριοκάτσικα, μικρά κορσικάνικα άλογα, που έσειαν τη χαίτη στον αέρα και εκεί ψηλά , πολύ ψηλά, μέσα σ' ένα στρόβιλο από θαλασσοπούλια, ο οικίσκος του φάρου, με τον εξώστη από λευκή πέτρα, όπου πηγαινοέρχονταν οι φύλακες, την πράσινη πυραμιδοειδή πόρτα , το μικρό σιδερένιο πύργο και από κάτω ο χοντρός πολυεδρικός φανός, που λαμποκοπά στον ήλιο και φωτίζει ακόμη και τη μέρα... Ιδού η νήσος του Σανγκινέρ, όπως την ξανάδα απόψε, ακούγοντας τα πεύκα μου
να βουίζουν.[ συνεχίζεται...]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου