Τρίτη, Ιανουαρίου 04, 2022

Γιώργος Ιωάννου , "Για ένα Φιλότιμο". Μαρτυρία για τα χρόνια του συγγραφέα στη Λιβύη...

«1961-2021, εξήντα χρόνια “για ένα φιλότιμο”: Ο Γιώργος Ιωάννου και ο Νταντίνης» του Ιωάννη Ψάρρα

«1961-2021, εξήντα χρόνια “για ένα φιλότιμο”: Ο Γιώργος Ιωάννου και ο Νταντίνης»

(Αφιερωμένο στη μνήμη του αδελφού μου, Στέλιου)

1961: Βεγγάζη, η Βερενίκη των Πτολεμαίων, Λιβύη, βασιλιάς Ιντρίς.
Ο Καντάφι «ήρθε» το 1969.
Η κοινότητα των Ελλήνων πρέπει να αριθμούσε περί τα 5.000 άτομα.
Υπήρχε εξατάξιο Δημοτικό Σχολείο και Γυμνάσιο μέχρι τη Γ’ Γυμνασίου.
Σ’ αυτό το Γυμνάσιο της Βεγγάζης ήρθε με απόσπαση ο φιλόλογος Γιώργος Ιωάννου, σε ηλικία 34 ετών, πρώτη του φορά εκτός Ελλάδας.

Η ΑΡΧΙΡΟΔΟΝ (ARCHIRODON), κατασκευαστική ελληνική εταιρεία με διευθυντή τον Γιάννη Ανδρόπουλο, στα 35 του, παίρνει το πρώτο της έργο να φτιάξει το λιμάνι της Βεγγάζης. Δημιουργεί στην παραλία αριστερά από το λιμάνι –όπως έρχεσαι από τη θάλασσα και μπαίνεις στον Κόλπο της Μεγάλης Σύρτης– έναν οικισμό με δυάρια και τριάρια, μαζί με μια μεγάλη καντίνα, και στεγάζει όλο το δυναμικό των εργαζομένων στην κατασκευή του λιμανιού με τις οικογένειές τους. Τα κτίσματα αυτά ήταν από χάρμοτ με ελενίτ για σκεπή.

Λιμενικά έργα δίχως τον δύτη να κάνει τη «στρώση» της πέτρας που τη ρίχνει η μπίγα του γερανού δεν γίνεται. Ο Σίσυφος επί το έργον! Μετά μπαίνουνε τα μπλόκια.

Αυτός ο δύτης ήταν ο Νταντίν’ς. Άντρας γερός, ομορφάντρας, βουτηχτής βαθύτ’ς, από τη Νέα Κούταλη της Λήμνου, ευφυέστατος, θυμόσοφος, είδε ότι η δουλειά με τα σφουγγάρια και τα καΐκια του χωριού και πολύ βαριά ήτανε και λίγα λεφτά είχε –«τα παίρνανε όλα οι εμπόρ’»– και για πολύ καιρό δε θα ήτανε. Άρπαξε την ευκαιρία και πήγε στη Βεγγάζη να δουλέψει, το πρώτο του έργο στα λιμενικά – τα λεφτά ήταν καλά. Το ’61. Το ’62 έφερε και την οικογένεια. Τη γυναίκα του την Παναγιώτα και τα δυο του αγόρια, τον Γιάννη και τον Στέλιο. Η μικρή του κόρη, που είχε γεννηθεί τον Σεπτέμβρη του ’61, η Ρενάτα, έμεινε με τη γιαγιά της την Ειρήνη στο χωριό.

Στην καντίνα, ένα μακρύ κτίσμα δίπλα στη θάλασσα, κάτι σαν καφενείο, μαζεύονταν όλοι οι εργάτες, πίνανε και λέγανε τις ιστορίες συνήθως από την πατρίδα, πρώτη φορά οι πιο πολλοί μετανάστες.

Τα κοπάνησα στην καντίνα απόψε. Και δεν πρέπει καθόλου να πίνω, γιατί πολλά λέω και κάνω συνήθως. Μέθυσα απαίσια με ανιζέτα – μοιάζει κάπως με το δικό μας το ούζο αυτό το σπίρτο. Κακά μαντάτα πάλι· κυρίως απ’ τον εαυτό μου,

ξεκινάει το πεζογράφημά του «Για ένα φιλότιμο» ο Γιώργος Ιωάννου, που έδωσε και τον τίτλο στη συλλογή. Και περιγράφει με την απόλυτη ευαισθησία του ανθρώπου και του καλλιτέχνη ακριβώς το κλίμα μέσα στην καντίνα:

Αμέσως μόλις μπήκα, γύρω μου σχηματίστηκε μια παρέα. Με κερνούσαν συνέχεια και με κανένα τρόπο δε μ’ άφηναν να τους κεράσω. Ζηλεύω πολύ αυτές τις συντροφιές. Έχω χάσει άδικα των αδίκων τα χρόνια μου με κείνους τους άνοστους λογοτέχνες. Τα παιδιά αυτά μ’ αγαπούν, το παραδέχομαι.

Αγαπούσε πολύ τα λαϊκά παιδιά ο Ιωάννου και στεναχωριόταν πολύ που τους έπαιρνε τη ζωντάνια των σωμάτων τους η σκληρή δουλειά που ήταν αναγκασμένα να κάνουν.

Σ’ αυτό το σημείο αρχίζει η αναφορά στη φιλική σχέση με τον Νταντίνη:

Έχω την υποψία πως σ’ όλο αυτό το διάστημα καθόταν στο απέναντι τραπέζι αυτός που πρόκειται να γίνει φίλος μου. Έπινε δήθεν αδιάφορα, μα εγώ ξέρω πως το μάτι του και το αυτί του ήταν εδώ σε μένα. Να δούμε ποιος απ’ τους δυο μας θα προσπέσει. Πάντως θα βουρλιζόμαστε έτσι για πολύ καιρό. Είναι βαρύς από μυστικά κι αυτός· το διαισθάνομαι· και θα πρέπει να σκέφτεται ολοένα το ίδιο πράγμα.

Με τη διεισδυτική του ματιά και την εξαιρετική παρατήρηση που είχε, ψυχογραφεί τον άντρα των 32 χρόνων τότε, με αυτή την απίθανα ουσιαστική πρόταση: Είναι βαρύς από μυστικά κι αυτός· το διαισθάνομαι· και θα πρέπει να σκέφτεται ολοένα το ίδιο πράγμα.

Και με τη μαεστρία του και σε μια αράδα, βάζει όλη την εποχή και τη «μακρά δεκαετία του ’60»:

Η ανιζέτα είναι αψιά, ιδίως όταν την ανακατεύεις με μπίρα. Τίποτα δεν εξαλείφεται, κακά τα ψέματα. Μ’ ένα γρόσι στο τζιουμπόξ άρχισαν τα ζεϊμπέκικα του Μητσάκη:

«Όσο βαριά είν’ τα σίδερα…»

Ήθελα «αυτή τη μνήμη να την πω».

Ο Νταντίνης πλαγιάζει απόψε, κινδύνεψε πάλι τη ζωή του. Τον ζητούσα στο μώλο, μόλις βγήκα απ’ τα γραφεία. Μου είπαν πως ζαλιζόταν όταν ανέβηκε απ’ τη θάλασσα. Ξαναφόρεσε το φόρεμα και βυθίστηκε, όσο να συνέλθει. Με υποδέχτηκε στην κάμαρά του με γέλια και φωνές. Εγώ στη θέση του θα ήμουν ράκος, σκεπτόμενος κυρίως το μέλλον. Μ’ έφαγαν πολλά πράγματα, δεν ξέρω ποιον άτιμο να πρωτοδείρω.

Και αμέσως μετά, ο ευφυής, τρυφερός και συγγραφέας Ιωάννου, χαρτογραφεί μια ολόκληρη γενιά, αλλά και τον ίδιο τον Νταντίνη:

Ένα σφουγγάρι, μου είπε, έβλεπε· ριζωμένο όμως πιο βαθιά απ’ ό,τι συνήθως κατεβαίνει. Αν και ήξερε καλά τον κίνδυνο, δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να τ’ αφήσει. Αμολήθηκε, κι αμέσως ένιωσε να μουδιάζει ολόκληρος. Το ξερίζωσε εντούτοις· κι ούτε ξέρει με τι χέρια το κατόρθωσε αυτό.

Μαύρο και γλιστερό σαν πάθος, κείτονταν σ’ ένα πανέρι το σφουγγάρι. Θα γίνει όμορφο κι αυτό στον ήλιο και στον αέρα.

Και γιατί το ’κανες αυτό; Αφού κανένας απολύτως δε σ’ έβλεπε, γιατί το ’κανες; του φώναξα.

Μα, για ένα φιλότιμο, απάντησε ήσυχα.

Ο Νταντίνης στα δέκα του χρόνια, και ενώ ήτανε στο δημοτικό της Κούταλης, μόλις μαθαίνει τον θάνατο του πατέρα του, Γιάννη, παρατάει το σχολείο και πάει στη θάλασσα. Βγάζει ψάρια και χταπόδια και τα μοιράζει. Γίνεται βουτηχτής στα σφουγγαράδικα της Κούταλης, μεγάλος στόλος γύρω στα τριάντα καΐκια, που αλωνίζανε το Αιγαίο μέχρι τη Λιβύη και που το τελευταίο ήτανε το ’71, και ζει από το ’60 και μετά από τη δουλειά στα λιμενικά έργα ως δύτης, από τη Βεγγάζη και σε όλη την ελληνική επικράτεια. Το τελευταίο λιμενικό έργο του ήταν το 1994 στη Λίμνη Ευβοίας, επί δημαρχίας Παρασκευά Κυπραίου. Όπου λιμάνι και…

Δεν ξαναπήγε σχολείο. Η τελευταία φράση του πεζογραφήματος είναι απόλυτη, σαφής και σοφή:

Και κατόπι πρόσθεσε με σημασία: Εσύ τι ξέρεις απ’ αυτά· εσένα τα γράμματα σ’ έχουνε άσκημα δαμάσει.

Ο Νταντίνης τα γράμματα τα «απώθησε». Ο Ιωάννου τού επέστρεψε, ως φίλος, μέσω της γραφής, μια διαχρονική ίαση, μετουσιώνοντας την πίκρα, την πίκρα του, καθιστώντας τον αθάνατο, σε αυτόν που θα μπορούσε να ήταν συγγραφέας, εάν…

Ο Κωνσταντίνος Ψάρρας, ο Νταντίνης, είναι ο βιολογικός μου πατέρας. Ο Γιώργος Ιωάννου, που μας πήρε από το χέρι εμένα και τον αδελφό μου τον Στέλιο και μας πήγε, αυτός, στο σχολείο την πρώτη μέρα στη Βεγγάζη το ’62, εγώ στη δευτέρα δημοτικού και ο αδελφός μου πρωτάκι, είναι ο πνευματικός μου πατέρας.

Ο Κωνσταντίνος (Νταντίνης) Ψάρρας ζει στη Νέα Κούταλη Λήμνου. Είναι 92 χρονών. Ήθελα «αυτή τη μνήμη να την πω».

Στις φωτογραφίες:
1. Η περικεφαλαία
2. Ο Νταντίνης
3. Ο Γιώργος Ιωάννου στο γραφείο του, Δεληγιάννη 3
4. Ο Γιώργος Ιωάννου στη Λιβύη
5. Το λιμάνι της Βεγγάζης, 1961
6. Κουταλιανός βουτηχτής

ΥΓ. Αξίζει να προσέξετε το εξώφυλλο της έκδοσης.

Γιώργος Σεφέρης, «Μποτίλια στο πέλαγο»

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Η Αυγή - Στο Κόκκινο 105,5 : τα εμβληματικά ΜΜΕ της Αριστεράς δεν πρέπει να κλείσουν

  Η Αυγή και Στο Κόκκινο 105,5 :το πρόβλημα είναι πολιτικό Η ΑΥΓΗ έχει επιβιώσει σε πιο χαλεπούς οικονομικά καιρούς, όταν το κόμμα δεν έμ...