Ο Γιώργος Πλειός εξηγεί στο iEidiseis: Γιατί το Facebook κατεβάζει "λογαριασμούς", ποιος είναι ο ρόλος της κυβέρνησης
Ο Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ Γιώργος Πλειός αναφέρεται στο νομικό πλαίσιο που υπάρχει στη χώρα μας, απαντά στο ποιος δίνει «ραπόρτο» στην εταιρεία, ενώ εξηγεί γιατί τελευταία κυρίαρχοι κύκλοι επιτίθενται στο διαδίκτυο.
«Συνήθως οι κυβερνήσεις γνωρίζουν, και μάλιστα καλά, τις λογοκριτικές παρεμβάσεις του Facebook και είτε αδιαφορούν είτε τις στηρίζουν αν αυτές οι λογοκριτικές παρεμβάσεις τις εξυπηρετούν πολιτικά και ιδεολογικά. Δεν αποκλείεται μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι κυβερνήσεις να παραγγέλνουν τις εν λόγω λογοκριτικές παρεμβάσεις, εφόσον κάτι τέτοιο συνάδει με τα επιχειρηματικά συμφέροντα της εταιρείας ή τα πολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ».
Τα παραπάνω τονίζει, μεταξύ άλλων, ο Γιώργος Πλειός, Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ και Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχωρεί στο iEidiseis για τους λογαριασμούς που κατεβάζει τελευταία το Facebook, προκαλώντας αντιδράσεις για πολιτικές παρεμβάσεις.
«Η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, ακόμα και αν το επιθυμήσει, λίγα πράγματα μπορεί να πετύχει μόνη της, πολύ δε περισσότερο αν δεν το επιθυμήσει. Κατά τη γνώμη μου η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει δυο πράγματα. Πρώτον να θέσει ως αυστηρό και απαράβατο όρο λειτουργίας κάθε τέτοιας πλατφόρμας να σέβεται το εθνικό δίκαιο συνολικά και ιδιαίτερα το πλαίσιο που ρυθμίζει την ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης αλλά και την ελευθερία του Τύπου. Επίσης να σέβεται το εθνικό δίκαιο σε ότι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων στις εταιρείες που εργάζονται για την Facebook.
Δεύτερον, να αναλάβει πρωτοβουλίες μαζί με άλλες κυβερνήσεις στο πλαίσιο της ΕΕ. Συνολικά η ΕΕ μπορεί να πετύχει σε ένα βαθμό να σέβονται αυτές οι πλατφόρμες το εθνικό δίκαιο. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν θέλουν, παρά μόνο οριακά», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Ο Γιώργος Πλειός απαντά, επίσης, για το ποιος στη χώρα μας δίνει «ραπόρτο» στην εταιρεία για τις αναρτήσεις που γίνονται, γιατί κάποιοι από τα κυρίαρχα μέσα επιτίθενται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης χαρακτηρίζοντάς τα ως «ζούγκλα», αλλά και πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν τα fakenews και οι ακραίες μορφές που παρατηρούνται στο διαδίκτυο.
Πρόσφατα, το Facebook κατέβασε εκ νέου τους λογαριασμούς της Έλενας Ακρίτα και του Παύλου Πολάκη. Έχει το δικαίωμα; Ποιο είναι το νομικό πλαίσιο κ. καθηγητά;
Δεν έχει «κατεβάσει» αναρτήσεις μόνο του Πολάκη και της Ακρίτα, αλλά και πολλών πολλών άλλων, συμπεριλαμβανομένου και εμού. Αυτές που αναφέρετε είναι πιο γνωστές επειδή είναι γνωστά τα πρόσωπα στα οποία έγινε, είναι διασημότητες. Σας θυμίσω επίσης την περίπτωση φωτογραφίας του αείμνηστου Γ. Μπεχράκη που λογοκρίθηκε, ως «γυμνό», καθώς επίσης και πολλές άλλες. Εκτιμώ ότι οι περιπτώσεις αυτές ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες ή και περισσότερες τα τελευταία χρόνια. Προφανώς δεν είναι ίδιες όλες οι περιπτώσεις. Όμως τελευταίως έχουν πολλαπλασιαστεί εξαιρετικά οι διαμαρτυρίες ότι το «κατέβασμα» γίνεται για πολιτικούς λόγους, όπως συνέβη και στη δική μου περίπτωση, που «κατέβασαν» μια αντιναζιστική αφίσα με το πρόσχημα του λόγου μίσους.
Για να απαντήσουμε αν το Facebook έχει το δικαίωμα να το κάνει αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε με βάση ποιο κανονιστικό πλαίσιο και ποιο δικαιϊκό σύστημα. Το Facebook είναι μια ιδιωτική εταιρεία, η οποία όπως και οι περισσότερες άλλες ιδιωτικές εταιρείες που έχουν στην ιδιοκτησία τους Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, είναι αμερικανικές και λειτουργούν συνήθως με βάση το αμερικανικό δίκαιο. Θεωρούνται κατ’ εξοχήν εμπορικές κερδοσκοπικές επιχειρήσεις, κάτι σαν ιδιωτικές διαδικτυακές λέσχες δηλαδή, και όχι πρωτίστως Μέσα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και λειτουργίας του πολιτεύματος. Έτσι αναγνωρίζεται μεγάλη αρμοδιότητα στην ιδιοκτήτρια εταιρεία σε ό,τι αφορά τον τρόπο λειτουργία τους. Αυτό έγινε ιδιαίτερα εμφανές στην περίπτωση οριστικής διακοπής λειτουργίας του λογαριασμού του π. Προέδρου των ΗΠΑ Ντ. Τραμπ στο Twitter. Συζητήθηκε πολύ αν καλώς ή κακώς από πολιτική άποψη η εταιρεία κατέβασε τον λογαριασμό του, αλλά ελάχιστα συζητήθηκε αν ήταν νόμιμο. Διότι θεωρήθηκε πως ήταν αφού πρόκειται για εμπορική εταιρεία που έχει την αντίστοιχη «λέσχη», και η οποία μπορεί να αποφασίζει κατά το δοκούν για τα συμφέροντά της και όχι με βάση τις προβλέψεις για πολυφωνία που έτσι κι αλλιώς είναι εξαιρετικά περιορισμένες υπό την πίεση της εμπορευματοποίησης.
Ωστόσο στην Ελλάδα και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα πράγματα έχουν διαφορετικά, όχι μόνο στη θεώρηση του πράγματος αλλά και στην πραγματικότητα. Τα ΜΚΔ και όλα τα νέα Μέσα θεωρείται ότι, αν και με διαφορετικό τρόπο, επιχειρούν στη δημόσια σφαίρα, συμβάλλουν στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και στη λειτουργία του πολιτεύματος, όπως άλλωστε και τα παλιά. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σας θυμίσω τη γνωμάτευση Σανιδά, σύμφωνα με την οποία, αν δεν κάνω λάθος, γίνεται δεκτό ότι τα ΜΚΔ λειτουργούν στο δημόσιο χώρο. Από την άποψη αυτή, θεωρώ, όπως και πολλοί άλλοι, ότι τα ΜΚΔ πρέπει να λειτουργούν με βάση τις προβλέψεις του Συντάγματος και των νόμων που ρυθμίζουν την ελευθερία της γνώμης και του Τύπου.
Διαπιστώνεται έτσι ένα χάσμα μεταξύ παλιών και νέων Μέσων, μεταξύ εθνικής ή ευρωπαϊκής και αμερικανικής νομοθεσίας, προς όφελος της δεύτερης από επιχειρηματική άποψη αλλά εις βάρος των πρώτων από πολιτική και πολιτιστική άποψη.
Στην Ελλάδα, ποιος έχει την ευθύνη; Ποιος παρακολουθεί τους λογαριασμούς και δίνει ραπόρτο;
Όπως και σε άλλες χώρες υπάρχουν τοπικά εταιρείες που παρακολουθούν τους λογαριασμούς και παρεμβαίνουν όταν υπάρχουν καταγγελίες ή όταν υπάρχουν φράσεις που η εταιρεία θεωρεί ( αλήθεια βάσει ποιας νομικά ισχύουσας άποψης;) ότι παραβιάζουν τους «όρους της κοινότητας», δηλαδή τους κανόνες που έχει θεσπίσει η εταιρεία, όχι η πολιτεία.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτές οι εταιρείες επιχειρούν με βάση το εθνικό δίκαιο σε ό,τι αφορά τη δραστηριότητα της εταιρείας, π.χ. την χρήση των χώρων, τη φορολόγηση, τις εργασιακές σχέσεις κ.λπ., αλλά με βάση το αμερικανικό σε ότι αφορά το πολιτικό και πολιτιστικό περιεχόμενο και τα ζητήματα ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου. Πρόκειται για αντίφαση η οποία, αν δεν ρυθμισθεί, είναι πιθανό να κλιμακωθεί η σύγκρουση μεταξύ φορέων της κοινωνίας πολιτών και της εταιρείας Facebook, η οποία ενδεχομένως να οδηγήσει στη δημιουργία ενός ψηφιακού, διαδικτυακού εθνικισμού, δηλαδή στην διεκδίκηση έγερσης τειχών και εμποδίων στην παγκόσμια λειτουργία αυτών των Μέσων. Αν αυτό συμβεί, θα πάει χέρι χέρι με την έγερση ενός νέου πολιτικού εθνικισμού, αυτή τη φορά περισσότερο τεχνολογικού και επικοινωνιακού ή αντίστροφα. Με άλλα λόγια θα πρόκειται για εξέλιξη που μόνο η άκρα δεξιά έχει να κερδίσει από αυτήν .
Η κυβέρνηση τι πρέπει να κάνει; Τι ευθύνες έχει;
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι το Facebook δεν συνομιλεί με φορείς της κοινωνίας πολιτών, με επιστημονικές ή πολιτιστικές ενώσεις, με πολιτικά κόμματα κοκ. Συνομιλεί κατ’ εξοχήν με τις κυβερνήσεις, καθώς αυτές κυβερνούν τις χώρες και συνεπώς τον τοπικό χώρο δράσης τους. Για την ακρίβεια το Facebook όπως και οι άλλες παρόμοιες εταιρείες δεν συνομιλεί αλλά υπαγορεύει στις κυβερνήσεις τους όρους λειτουργίας που εξυπηρετούν τον οικονομικό και πολιτιστικό κολοσσό, ο οποίος είναι μεγαλύτερος από κράτη όπως η Ελλάδα ή και μεγαλύτερα. Αυτό διεφάνη με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια στην περίπτωση της διαμάχης μεταξύ της εταιρείας Facebook και των εφημερίδων της Αυστραλίας, τους λογαριασμούς των οποίων έκλεισε πριν λίγο καιρό η εταιρεία. Η διαμάχη με την κυβέρνηση της χώρας που υποστήριξε τις εφημερίδες έληξε με την επιβολή των όρων που επιθυμούσε το Facebook και με μικρές, ανώδυνες παραχωρήσεις εκ μέρους του.
Για να το πω αλλιώς, οι κυβερνήσεις είναι οι τοπικοί συνεργάτες και διευκολυντές του παγκόσμιου κολοσσού. Μέσω αυτών ασκεί την όποια επιχειρηματική δραστηριότητα, αλλά και την όποια πολιτική – πολιτιστική του παρέμβαση. Συνήθως οι κυβερνήσεις γνωρίζουν, και μάλιστα καλά, τις λογοκριτικές παρεμβάσεις του Facebook και είτε αδιαφορούν είτε τις στηρίζουν αν αυτές οι λογοκριτικές παρεμβάσεις τις εξυπηρετούν πολιτικά και ιδεολογικά. Δεν αποκλείεται μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις οι κυβερνήσεις να παραγγέλνουν τις εν λόγω λογοκριτικές παρεμβάσεις, εφόσον κάτι τέτοιο συνάδει με τα επιχειρηματικά συμφέροντα της εταιρείας ή τα πολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Διότι όπως σας είπα οι κυβερνήσεις είναι οι βασικοί τοπικοί συνεργάτες του Facebook και των άλλων εταιρειών που κατέχουν τις διαδικτυακές πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης.
Η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση, ακόμα και αν το επιθυμήσει, λίγα πράγματα μπορεί να πετύχει μόνη της, πολύ δε περισσότερο αν δεν το επιθυμήσει. Κατά τη γνώμη μου η κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει δυο πράγματα. Πρώτον να θέσει ως αυστηρό και απαράβατο όρο λειτουργίας κάθε τέτοιας πλατφόρμας να σέβεται το εθνικό δίκαιο συνολικά και ιδιαίτερα το πλαίσιο που ρυθμίζει την ελευθερία της έκφρασης και της γνώμης αλλά και την ελευθερία του Τύπου. Επίσης να σέβεται το εθνικό δίκαιο σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων στις εταιρείες που εργάζονται για την Facebook. Δεύτερον, να αναλάβει πρωτοβουλίες μαζί με άλλες κυβερνήσεις στο πλαίσιο της ΕΕ. Συνολικά η ΕΕ μπορεί να πετύχει σε ένα βαθμό να σέβονται αυτές οι πλατφόρμες το εθνικό δίκαιο. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι δεν θέλουν, παρά μόνο οριακά.
Κάποιοι –και μάλιστα από τους κυρίαρχους κύκλους- επιτίθενται στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης, κατηγορώντας τα ότι καλλιεργούν τη ζούγκλα. Γιατί, κατά τη γνώμη σας;
Ζούμε σε εποχές πολλαπλών και μεγάλων κρίσεων και κατά συνέπεια οξείας κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης. Ως αποτέλεσμα, τα παλιά Μέσα, ως βαριές βιομηχανίες της πληροφόρησης, προκειμένου να επιβιώσουν έχουν συνταχθεί με τις καθιερωμένες εξουσίες, οικονομικές και πολιτικές. Όπως είδαμε, κατά την περίοδο της καραντίνας, πολλά ιδιωτικά ΜΜΕ επέζησαν με τα χρήματα από το δημόσιο κορβανά που έδωσαν αρκετές κυβερνήσεις στις παραπαίουσες εταιρείες που τα κατέχουν. Χρησιμοποιήθηκε όπως και στην οικονομική κρίση ένα ανάστροφος κεϋνσιανισμός, τον οποίο φαίνεται ότι οι κυβερνήσεις και οι ελίτ θα τον χρησιμοποιούν συστηματικά εφεξής. Θα συντηρούν τις ιδιωτικές επιχειρήσεις με τα δημόσια έσοδα, δηλαδή με τη φορολογία και τις περικοπές.
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στα νέα Μέσα. Είναι εύκολη η πρόσβαση σχεδόν όλων των πολιτών στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες. Αυτοί που επίσης έχουν άποψη και λόγο, εκτός από τους πολιτικούς, τις ελίτ και τους δημοσιογράφους, είναι οι απλοί πολίτες. Είδαμε και στη χώρα μας τη δύναμη των ΜΚΔ σε ορισμένες περιπτώσεις, δηλαδή την αναίρεση ή τη λήψη κυβερνητικών αποφάσεων υπό την πίεση της διαδικτυακής δημοσιότητας, αν και η δύναμη παρέμβασής των ΜΚΔ είναι οριακή, εμφανίζεται κυρίως σε χώρες που υπάρχει έλλειμμα αξιοπιστίας, συνέπειας, ή και νομιμότητας.
Ως εκ τούτου οι ελίτ επιδιώκουν να θέσουν υπό έλεγχο και τα ΜΚΔ, καθώς τα παλιά Μέσα με χρηματοοικονομικά ή νομοθετικά – διοικητικά μέτρα ήδη τα ελέγχουν ή τα επηρεάζουν. Πολύ περισσότερο που η χρήση των ΜΚΔ ξεπερνά συχνά κατά πολύ την δημοφιλία των παλιών Μέσων, περιλαμβανομένης και της τηλεόρασης. Αυτό δεν είναι κάτι νέο. Το είδαμε να ξετυλίγεται τις αρχές της δεκαετίας 2010 με τις στρατηγικές PIPAκαι SOPA. Το είδαμε όταν ο πολιτικός που έλεγε ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε», ζητούσε με άρθρο του να εγκαθιδρυθεί αστυνόμευση στη λειτουργία, τότε, των blogs, με πρόσχημα την καταπολέμηση της συκοφαντίας. Tο είδαμε στην Ευρωπαϊκή οδηγία 1808 του 2018, η οποία ενσωματώθηκε στο «νομοσχέδιο Πέτσα» και πλέον αποτελεί νόμο του ελληνικού κράτους. Το είδαμε στο άρθρο 3 της οδηγίας που ψήφισε το Ευρωκοινοβούλιο τον Απρίλιο του 2019, όπου με το πρόσχημα της προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας προβλέπεται η εγκαθίδρυση ενός γιγάντιου λογοκριτικού μηχανισμού στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης. Και ενώ με το άρθρο 11, επιδιώκεται να προστατευθούν τα πνευματικά δικαιώματα και η ελευθερία του λόγου στα δημοσιογραφικά, δηλαδή στα επαγγελματικά διαδικτυακά Μέσα που ανήκουν σε ιδιωτικές εταιρείες, δεν γίνεται κάτι τέτοιο με τα ΜΚΔ για τα οποία συζητάμε. Ως εκ τούτου, αυτό που τελικά παράγεται, συνειδητά ή μη, είναι ελευθερία δράσης για τα επαγγελματικά, ειδησεογραφικά ΜΜΕ, που σαφώς μπορούν να επηρεαστούν περισσότερο από τις επίσημες πολιτικές, αλλά όχι για το βήμα έκφρασης των πολιτών - παρότι υπάρχει ισχυρό νομικό οπλοστάσιο προκειμένου να αντιμετωπιστεί η όποια παρανομία. Τα παλιά Μέσα συντάσσονται με την πολιτική και οικονομική εξουσία. Τα νέα χρησιμοποιούνται από όσους εναντιώνεται σε αυτές.
Για να επιστρέψω όμως στην αρχή του ερωτήματός σας, πρέπει να αναρωτηθούμε αν τα νέα Μέσα είναι ζούγκλα για ποιόν είναι ζούγκλα; Είναι αναμενόμενο, αρκετοί πολιτικοί, δημοσιογράφοι των παλιών Μέσων, επιχειρηματίες, ανώτερα στελέχη της αστυνομίας κ.ά. να τα αποκαλούν ζούγκλα γιατί στα νέα Μέσα αρθρώνεται ισχυρός αντίλογος. Κι επίσης, η ζούγκλα έχει ελέφαντες, λιοντάρια, κροκόδειλους, τίγρεις, φίδια και άλλα επικίνδυνα και μεγάλα ζώα. Έχει και μικρά ζωάκια. Σίγουρα οι απλοί πολίτες, χρήστες των νέων Μέσων δεν είναι τα πρώτα. Και σε κάθε περίπτωση υπάρχουν τα τεχνολογικά Μέσα και η νομοθεσία για να αντιμετωπιστεί η παρανομία. Το θέμα είναι αν οι κυβερνήσεις θέλουν να το κάνουν ή θέλουν να το κάνουν επιλεκτικά.
Τα fakenews και ακραίες μορφές, πώς πρέπει να αντιμετωπιστούν;
Τα fakenews, ή παραποιημένες ειδήσεις όπως είναι ορθότερα ο όρος στα ελληνικά, έχουν καταστεί δομικό φαινόμενο στο σύγχρονο επικοινωνιακό τοπίο. Υπήρχαν και παλιά αλλά δεν ήταν εκτεταμένο και δομικό φαινόμενο στην ενημέρωση. Ο βασικός λόγος που υπάρχουν είναι επειδή τα πιστεύει ένα μέρος του κοινού. Για αυτό το κοινό δεν είναι παραποιημένες ή ψευδείς ειδήσεις αλλά αληθινές, επειδή ταιριάζουν με τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπά τους. Για τις γυναίκες, τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, για τους γειτονικούς λαούς, για τον πολιτικό τους αντίπαλο, την αντίπαλη αθλητική ομάδα, τη διαφορετική θρησκεία και τους πιστούς της κοκ.
Ωστόσο αν έχουν καταστεί δομικό φαινόμενο αυτό οφείλεται στο ότι ζούμε σε μια κοινωνία ενημέρωσης, δηλαδή καταναλώνουμε κυρίως αυτή τη μορφή της πληροφορίας, τις ειδήσεις. Και για το λόγο αυτό όσοι «παίκτες» στη δημόσια σφαίρα θέλουν να κάνουν πολιτική ή οικονομική προπαγάνδα, όσοι επιδιώκουν οικονομική ή πολιτική κερδοσκοπία, «ντύνουν» την προπαγάνδα τους, πολιτική, εμπορική, θρησκευτική ή και αθλητική, με επίκαιρα γεγονότα, δηλαδή αυτά με τα οποία ασχολείται η ειδησεογραφία. Στην πραγματικότητα, μέσα από το ένδυμα των ειδήσεων αναπαράγουν τις προκαταλήψεις που έχει το κοινό και γι’ αυτό πιστεύει αυτές τις ειδήσεις, ενώ είναι πιθανό να πράξει ό,τι υπαγορεύουν.
Η αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος απαιτεί έναν εκτεταμένο και ισχυρό μηχανισμό ελέγχου της αξιοπιστίας των ειδήσεων, που μόνο ένας οργανισμός δημόσιας υπηρεσίας μπορεί να οργανώσει. Ωστόσο αυτό δεν αρκεί. Απαιτούνται και μέτρα «κοινωνικής μηχανολογίας», προκειμένου να υποχωρήσουν οι προκαταλήψεις του κοινού που το κάνουν να πιστεύει παραποιημένες ή ψευδείς ειδήσεις ακόμα και όταν αυτές έχουν διαψευσθεί. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η περιστολή των κινδύνων που απειλούν τους πολίτες στην καθημερινότητα, να σταματήσει ο βίος να είναι μια καθημερινή μονομαχία, η μείωση της κοινωνικής ανισότητας, η εγκαθίδρυση κοινωνικής αισιοδοξίας κοκ.
Αν σας ρωτήσω για την αξιοπιστία των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης στη χώρα μας , τι θα απαντούσατε;
Σημασία έχει τι πιστεύουν οι πολίτες. Αυτό επηρεάζει την πορεία τους, όχι η δική μου γνώμη. Και σ’ αυτό έχω να πω κάτι που είναι πολύ γνωστό, από τις έρευνες που πραγματοποιούν έγκυροι εθνικοί και ευρωπαϊκοί ερευνητικοί οργανισμοί. Η αξιοπιστία των παλιών Μέσων είναι μικρή, ιδιαίτερα της τηλεόρασης, ενώ είναι αυξημένη η αξιοπιστία αυτού του Μέσου που κάποιοι αποκαλούν «ζούγκλα». Αυτό δεν μπορεί να αναστραφεί ούτε με αφορισμούς, ούτε με την αστυνόμευση, διότι έχει ισχυρές κοινωνικές ρίζες. Κι αν σ’ αυτό το Μέσο φύονται και αντιδημοκρατικές φωνές, δεν φταίει γι’ αυτό το Μέσο, αλλά οι κοινωνικές συνθήκες που εκτρέφουν τέτοιες φωνές, όχι ο αέρας που τις φέρνει στ’ αυτιά μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου