Μέθεξη
Η θερινή διηγηματογραφική παράδοση του Ανοιχτού Βιβλίου, συνεχίζει απρόσκοπτα, για ένατη συνεχή χρονιά, με ιστορίες που γράφουν αποκλειστικά για τους αναγνώστες της «Εφ.Συν.» συγγραφείς μιας ανοιχτής τεχνοτροπικής και ηλικιακής βεντάλιας.
Αυτό το καλοκαίρι, δώδεκα συγγραφείς επιλέγουν ισάριθμους λογοτεχνικούς ήρωες (ελληνικής ή ξένης πεζογραφίας) για να περάσουν μαζί τις διακοπές τους―εντός ή εκτός συνόρων. Ενα πρωτότυπο διήγημα, με παιγνιώδη διακειμενική διάθεση (κι όχι μόνο), όπου οι «παραθεριστές» ταξιδεύουν στον χώρο και στον χρόνο και μας μεταδίδουν εικόνες και σκέψεις από «διακοπές» περιπετειώδεις, διασκεδαστικές, απρόσμενες, θυελλώδεις, στοχαστικές, ερωτικές, αμφίθυμες, ειρωνικές.
Διακοπές μ’ έναν ήρωα, λοιπόν, καθώς το βιβλιοφιλικό μας ένθετο μεριμνά, εκτός από βιβλιογραφική ενημέρωση και κριτική πυξίδα, και για λογοτεχνική απόλαυση.
Μετά τον Νικήτα Σινιόσογλου και την Βασιλική Ηλιοπούλου, συνεχίζει η Ελενα Μαρούτσου.
Μπρούμυτα στο κρεβάτι περιμένω να νιώσω το χέρι του στην πλάτη μου. Το έχω φανταστεί τραχύ αλλά ελαφρύ, βέβαιο για τις κινήσεις που πρέπει να εκτελέσει για να μου χαρίσει την σπαρακτική ηδονή που λαχταράω. Υιοθετώ την απόλυτη ακινησία ενός αγάλματος γιατί η ταμπέλα «μην εγγίζετε» που τα συνοδεύει, δήθεν για να αποτρέψει το αδιάκριτο χέρι ενός επισκέπτη, στην πραγματικότητα το καλεί.
«Άγγιξέ με» λέει η άλλη ταμπέλα, αθέατη στους πολλούς, που όμως εκείνος είναι βέβαιο ότι θα διαβάσει. Και θα με αγγίξει. Κρατώ τα μάτια μου κλειστά καθώς μόνο έτσι μπορώ να δω την πλάτη μου από ψηλά, ένα επικλινές, ολισθηρό από τον ιδρώτα, έδαφος. Αν μετανιώνω; Κάθε άλλο. Το ταξίδι αυτό το διάλεξα με την ήρεμη αποφασιστικότητα με την οποία ένας εκπαιδευμένος σκύλος οδηγεί έναν τυφλό. Ο τυφλός είναι το κουρασμένο, εξηντάχρονο σώμα μου. Το σώμα μου δεν έχει κουραστεί από τα χρόνια που κουβαλάει. Ανέκαθεν ήταν κατάκοπο. Πολύ πριν ξεκινήσει αυτό το ταξίδι.
Το γραφείο ταξιδίων «Μέθεξη» μου το είχε συστήσει μια φίλη δημοσιογράφος. Το είχε ανακαλύψει στα πλαίσια μιας έρευνας για θεματικά πακέτα διακοπών, για ταξίδια που ξέφευγαν από τα χιλιοπατημένα τουριστικά μονοπάτια και υπόσχονταν συγκινήσεις πιο εκλεπτυσμένες και εκκεντρικές.
Η «Μέθεξη» απευθυνόταν αποκλειστικά σε λάτρεις της λογοτεχνίας. Στόχος της αυτό που υπονοούσε το όνομά της: μια εμπειρία μέθεξης, η εμβάπτιση της πραγματικής ζωής στο φαντασιακό, μια κατακόρυφη βουτιά στο βυθό της μυθοπλασίας όπου ταξιδιώτες και λογοτεχνικοί ήρωες θα μπορούσαν να συνυπάρξουν για λίγο σε μια χαμένη Ατλαντίδα, μια πόλη μισή πραγματική και μισή καταποντισμένη στο μύθο της. Στη φίλη μου, μετά από ένα εκτενές ερωτηματολόγιο, συνέστησαν ένα ταξίδι στην Πράγα της Αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι. Εκείνο τον καιρό, μου εξομολογήθηκε, ζούσε σ’ ένα ερωτικό τρίγωνο κι η ζήλια της κατέτρωγε κάθε επιθυμία για δουλειά ή αναψυχή.
Ωστόσο, στο ταξίδι πήγε. Στην ερώτησή μου αν το γραφείο ταξιδίων –λόγω της διαφήμισης που θα αποκόμιζε από το άρθρο- της το πρόσφερε δωρεάν, εκείνη απάντησε σιβυλλικά πως τίποτε δεν δίνεται δωρεάν. «Τίποτε», επανέλαβε με μια υποψία χαμόγελου που υπογράμμιζε ότι το κόστος ήταν καλοδεχούμενο, πολύ μικρότερο από τα οφέλη. Δεν δυσκολεύτηκε να με πείσει. Εμενε να επιλέξω τον προορισμό. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της, πολλοί άντρες αποφάσιζαν να δοκιμάσουν την Αγία Πετρούπολη όπου η Αννα Καρένινα έζησε το εξωσυζυγικό της δράμα είτε γιατί ήθελαν να γευτούν τις σύντομες μα έντονες χαρές της απιστίας είτε γιατί συνέπασχαν με τον απατημένο σύζυγο και θα απολάμβαναν το τραγικό τέλος της ξεμυαλισμένης ηρωίδας στις ρόδες του μοιραίου τρένου.
Οποιος φαντάζεται πως με ελκύουν τα τσαλακωμένα σεντόνια που στις πτυχές τους αποτυπώνονται οι εφήμερες ενώσεις της λαγνείας με την απόγνωση πλανάται οικτρά. Οποιος υποθέτει ότι, επειδή με άφησε η γυναίκα μου, θα αντλούσα μίζερη και εκδικητική χαρά από τον αφανισμό ενός πλάσματος που μόνο λύπη μπορεί να εμπνεύσει η σύγχυσή του, δεν με γνωρίζει διόλου. Για μένα ο έρωτας δεν εύχεται την ολοκλήρωση, ούτε την εκδίκηση. Δεν έχει την ανάγκη τους για να γίνει παρανάλωμα, να λαμπαδιάσει φωτίζοντας για λίγο το σκοτάδι πριν γίνει στάχτη. Ο έρωτας τρέφεται από την ανεπίδοτη επιθυμία. Από το ταπεινωτικό κυνήγι του αντικείμενου του πόθου. Πριν καν μου απαριθμήσει η υπάλληλος της «Μέθεξης» τους πιθανούς προορισμούς, εγώ είχα κάνει την επιλογή μου. Θα πήγαινα στη Βενετία.
Τον αναγνώρισα όπως ένα βρέφος τη μητέρα του. Οπως ο βασανισμένος τον βασανιστή του. Οπως το τρεμάμενο φύλλο ενός δέντρου, τον άνεμο που θα το ρίξει στο χώμα. Ο Τάτζιο με περίμενε στο μπαρ του ξενοδοχείου. Τον κέρασα ένα καμπάρι με σόδα. Τα ξανθά του μαλλιά είχαν αραιώσει στους κροτάφους όμως επέμενε να τα έχει μακριά, μέχρι τους ώμους, που πλέον δεν ήταν τόσο αδύνατοι όπως τότε που φορώντας το ριγέ ολόσωμο μαγιό έμπαινε αργά αργά στη θάλασσα, στρέφοντας το εφηβικό του σώμα για να χαιρετήσει τον Ασενμπαχ που τον κοιτούσε απ’ το παράθυρο του ξενοδοχείου. Το δωμάτιο ήταν ολόιδιο.
Ολα ήταν στημένα και σκηνοθετημένα στην εντέλεια. Από το παράθυρο μπορούσα να δω την παραλία με τα ξύλινα παραπήγματα για να αλλάζουν οι λουόμενοι, τις γυναίκες με τα ομπρελίνα από λευκή οργάντζα και τα παιδιά με τα ψάθινα καπέλα. Πόσο σοφά έπραξαν όμως και μου παραχώρησαν τον ίδιο τον Τάτζιο, κι όχι κάποιο αντίγραφο του έφηβου που υπήρξε κάποτε. Εκείνος κι εγώ είχαμε τώρα την ίδια ηλικία.
Οταν γδυθήκαμε διαπιστώσαμε πως είχαμε και το ίδιο σώμα. Ο ανέφικτος έρωτας, ο ανεπίδοτος, ο πλέον αληθινός –αφήστε με να το ξαναπώ- δεν πλάθεται με τη διαφορά. Με την ομοιότητα πλάθεται. Φανταστείτε έναν άντρα και το είδωλό του στον καθρέφτη και θα καταλάβετε. Απλωσα το χέρι μου να τον αγγίξω. Χρειάστηκε να σπάσω τον καθρέφτη με τη γροθιά μου. Να ματώσω. Οι φράουλες που μας έφερε ο γκρουμ δεν μου μετέδωσαν, όπως τότε, τη χολέρα. Βάψανε όμως άλικα τα σωθικά μου. Οταν ξέσπασε η πανδημία του κορονοϊού, ο καθρέφτης άρχισε από μόνος του να θεραπεύεται. Εκλεισαν οι ρωγμές. Τώρα το χέρι του πλησιάζει την πλάτη μου. Φοράει πλαστικό γάντι και προσπαθεί να με γυρίσει ανάσκελα. Τον αντικρίζω. Μοιάζει με αστροναύτη έτσι καλυμμένος που είναι με την ολόσωμη φόρμα του νοσοκομείου. Πάρε με, του λέω, κι ο θάνατος στη Βενετία, σπλαχνικά, υπακούει.
Τελευταίο βιβλίο της Ε. Μαρούτσου είναι το μυθιστόρημα «Θηριόμορφοι» (Πόλις, 2020).
Το διήγημα αναφέρεται στον Τάτζιο από τη νουβέλα του Τόμας Μαν «Θάνατος στη Βενετία» (1912).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου