«Αν το κάλλος δε σε οδηγεί, δεν μπορείς να ανεβείς»(Κυριάκος Χαραλαμπίδης, Ποιητής)
Τετάρτη, Ιουλίου 21, 2021
C.M. Woodhouse: «1821: Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας»
C.M. Woodhouse*: «1821: Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας»
«Πραγματικά δεν υπήρξε ποτέ
μεγαλύτερη αγυρτεία από την ελληνική υπόθεση συνολικά» υποστήριζε ο
περίφημος Δούκας του Ουέλιγκτον, ο νικητής του Ναπολέοντα, ενώ ο
Μέτερνιχ συνόψιζε τη στάση του απέναντι στα επαναστατικά γεγονότα με τη
φράση «Τι είναι η Ελλάς;» κι ο Κοραής πίστευε ότι οι Έλληνες χρειάζονταν
ακόμα μισό αιώνα για να ωριμάσουν. Μετά τη λήξη της Γαλλικής
Επανάστασης και των Ναπολεόντειων Πολέμων, το κλίμα στην Ευρώπη ήταν
εξαιρετικά συντηρητικό, η Οθωμανική Αυτοκρατορία παρέμενε ισχυρή και οι
Έλληνες δεν συνειδητοποιούσαν την τρομακτική αποστολή που αναλάμβαναν.
Όμως, όπως συμβαίνει πολλές φορές, η τύχη τούς ευνόησε· την εποχή που
ξέσπασε η Επανάσταση, ο Σουλτάνος ήταν απασχολημένος με την εξέγερση του
Αλή Πασά, ενώ οι Δρούζοι στη Συρία πρόσφεραν έναν ακόμα αντιπερισπασμό
με το δικό τους κίνημα. Επιπλέον, υπήρχε πάντα ο φόβος εισβολής από τη
Ρωσία, που καθήλωνε τις τουρκικές δυνάμεις στα βόρεια σύνορα, ενώ η
οθωμανική ηγεσία είχε να λύσει και το πρόβλημα των γενίτσαρων, οι οποίοι
τελικά στασίασαν με αποτέλεσμα να σφαγιαστούν και να διαλυθούν
ολοκληρωτικά. Όλα αυτά τα γεγονότα κράτησαν απασχολημένους τους
Τούρκους, κι έτσι δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν από τις εμφύλιες έριδες
που σάρωσαν το στρατόπεδο των Ελλήνων τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης.
Ο Κρίστοφερ Γουντχάουζ, που αγάπησε τη
χώρα μας σκαρφαλώνοντας στα ελληνικά βουνά ως αντάρτης την περίοδο της
Κατοχής, έγραψε τον Πόλεμο της ελληνικής ανεξαρτησίας
προσπαθώντας να αναδείξει το διπλό πλαίσιο μέσα στο οποίο έλαβε χώρα,
«τόσο ως μέρος του μακρού ρεύματος της ελληνικής ιστορίας, όσο και ως
μείζων αναδιάταξη της δομής της Ευρώπης τον 19ο αιώνα». Η προσέγγισή του
είναι ενός ανθρώπου που προσπαθεί να καταλάβει τη νοοτροπία ενός λαού
άγνωστου, ενώ η ανάλυσή του είναι πολύ κοντά στην ελληνική
πραγματικότητα και αφορά τις συνθήκες εκείνες που καθόρισαν την εξέλιξη
του έθνους μας, διαμορφώνοντας εν πολλοίς τον χαρακτήρα του.
Όσα λάθη κι αν έκαναν, όσες μικροψυχίες κι αν επέδειξαν, πέτυχαν τελικά τον στόχο τους.
Οι Έλληνες τα κατάφεραν, λέει ο
Γουντχάουζ, επειδή παρά την απίστευτη σκληρότητα και τη μεθοδικότητα που
επέδειξε ο Ιμπραήμ στη σαρωτική του εκστρατεία, μπόρεσαν να αντέξουν με
τον κλεφτοπόλεμο και την ηγεσία ανθρώπων όπως ο Κολοκοτρώνης, ο
Μπότσαρης, ο Κανάρης, ανθρώπων δηλαδή που κανονικά ανήκαν στο περιθώριο
της κοινωνίας, όντας κλέφτες και κουρσάροι. Κι αφού κέρδισαν χρόνο,
πέτυχαν να πάρουν με το μέρος τους την ευρωπαϊκή και παγκόσμια κοινή
γνώμη πληρώνοντας τον φόρο του αίματος στη Χίο, στο Μεσολόγγι κι αλλού.
Ακόμη, ευνοήθηκαν από την ανάμειξη του στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων, που
συνέτριψαν τους Τούρκους στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, παρότι η γραμμή που
είχαν οι επικεφαλής ναύαρχοι ήταν να μην εμπλακούν επ’ ουδενί σε καμιά
σύρραξη. Και τέλος, η αβεβαιότητα που επικρατούσε διεθνώς στο τέλος της
δεκαετίας του 1820 επέτρεψε στον Καποδίστρια να πραγματοποιήσει τους
απαραίτητους διπλωματικούς ελιγμούς και να εκμεταλλευτεί την
αντιπαλότητα των δυνατών της Ευρώπης, διασφαλίζοντας την επιβίωση του
νεοσύστατου κράτους.
«Οι
Έλληνες είναι εκπληκτικοί στις αντιξοότητες» είχε παρατηρήσει ο
Φρανσουά Πουκεβίλ, πράκτορας του Ναπολέοντα στην περιοχή. Όσα λάθη κι αν
έκαναν, όσες μικροψυχίες κι αν επέδειξαν, πέτυχαν τελικά τον στόχο
τους. Υπήρχε ασφαλώς μια παράδοση εξεγέρσεων, ειδικά στην Πελοπόννησο,
που έδειχνε την άρνηση των Ελλήνων να δεχτούν το στάτους κβο που είχε
επιβληθεί με την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αλλά ήταν αδύνατο
να συλλάβουν το μέγεθος του εγχειρήματος που ξεκινούσαν βασισμένοι όχι
στην πολιτική και στον πόλεμο, αλλά στην πίστη και στο πάθος τους για
ανεξαρτησία. Όπως όμως έχει σημειωθεί, η τόλμη αποτελεί το μεγαλύτερο
προσόν ενός λαού και σ’ εκείνη την περίοδο οι Έλληνες απέδειξαν ότι
είχαν ψυχή.
1821: Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας C.M. Woodhouse Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας Εκδόσεις Παπαδόπουλος 224 σελ. ISBN 978-960-484-536-1 Τιμή €14,99
Ο Απόστολος Σπυράκης είναι συγγραφέας και κριτικός.
______________________________
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
[Διαβάστε αποσπάσματα από το βιβλίο]
Τα σύνορα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεταβάλλονταν διαρκώς –
υποχωρούσαν σε μια περιοχή, επεκτείνονταν σε μια άλλη. Οι διακυμάνσεις
αυτές δεν είχαν τίποτα το ενοχλητικό για έναν μωαμεθανικό λαό του οποίου
η πίστη διαιρούσε τον κόσμο απλώς σε Νταρ-ελ-Ισλάμ (Οίκο του
μωαμεθανισμού) και Νταρ-ελ-Χαρμπ (Οίκο του πολέμου). Αφού μεταξύ των δύο
έπρεπε να υπάρχει διαρκής κατάσταση σύγκρουσης, όπου κι αν βρισκόταν το
σύνορο, ήταν εξίσου φυσικό το όριο να διαστέλλεται και να συστέλλεται
μαζί με την ισχύ των αιώνιων εχθρών. Με μια έννοια, η ίδια η ιδέα ενός
σταθερού συνόρου ήταν ξένη στους Τούρκους, που παρέμεναν μέσα τους
Ασιάτες νομάδες, ακόμα και στη μεγαλύτερη ακμή τους. Τα εθνικά σύνορα
μικρή σημασία είχαν για έναν λαό μη εξοικειωμένο με τις κάθετες
διαιρέσεις της εθνικότητας, και απεναντίας συνηθισμένο να διαφοροποιεί
τα ανθρώπινα όντα όχι με όρους φυλής, αλλά με όρους θρησκείας ή
λειτουργήματος. Εξίσου ξένη στη σκέψη τους ήταν και η ιδέα ενός φυσικού
αμυντικού συνόρου. Συνήθεια της ποιμενικής φυλής της οποίας ήταν
απόγονοι, οσοδήποτε μακρινοί, ήταν να μη θεωρούν καμία εγκατάσταση
μόνιμη πέρα από τις εποχιακές ανάγκες τους – και αυτή η διανοητική
συνήθεια ήταν που τους έκανε να διοικούν την αυτοκρατορία τους επί
αιώνες σαν μια προσωρινή κατοχή, χωρίς ποτέ να προσπαθούν να αφομοιώσουν
πολιτικά ή να οριοθετήσουν γεωγραφικά τους κατακτημένους πληθυσμούς.
Αυτό πάντως δεν τους εμπόδισε, τουλάχιστον στην ακμή της αυτοκρατορίας
τους, να οργανώσουν τη διοίκηση με σχολαστική αποτελεσματικότητα. Με
δυτικά κριτήρια, η οθωμανική εξουσία δεν ήταν κακή· απλώς βασιζόταν σε
διαφορετικές αρχές.
Ει μη μόνο με την τυπική έννοια της διεθνούς αναγνώρισης, η Ελευθερία
δεν μπορούσε να δείξει το πραγματικά ανεξάρτητο πρόσωπό της παρά μόνο
πολλά χρόνια αφότου εξήγγειλε την επιστροφή της ο Σολωμός: όχι το 1823,
όταν έγραψε, ούτε το 1827, μετά το Ναβαρίνο, ούτε το 1829, όταν ο
σουλτάνος αποδέχθηκε το αναπόφευκτο, ούτε το 1832, όταν ανακηρύχθηκε ο
πρώτος της βασιλιάς, ίσως ούτε καν το 1843, όταν θεσπίστηκε το πρώτο
Σύνταγμα. Η ιστορία είναι ατέλειωτη και τα ιστορικά βιβλία σύντομα· στον
βαθμό όμως που μπορεί κανείς να δει τα γεγονότα με προοπτική, ίσως να
μην είναι αβάσιμο να τοποθετήσουμε την πλήρη χειραφέτηση της κατά Σολωμό
Ελευθερίας στα 1864, με την ανάρρηση της σημερινής συνταγματικής
δυναστείας στον ελληνικό θρόνο. Για τον λόγο αυτό, σε τούτη εδώ την
περιγραφή του αγώνα της Ελλάδας για την ανεξαρτησία υιοθετήσαμε μια
κλίμακα διαφορετική από τη συμβατική. Όχι μόνο διευρύναμε το φόντο, από
μια μικρή γωνιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο σύνολο της Ευρώπης και
ακόμα παραπέρα, αλλά επεκτείναμε και τη χρονολόγηση. Οι ιστορικοί της
Ελληνικής Επανάστασης χωρίζουν συνήθως τον αγώνα σε φάσεις – τέσσερις,
κατά κανόνα. Οι τέσσερις του Τρικούπη είναι από το 1821 έως την
αποβίβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, μετά έως τη Συνθήκη του
Λονδίνου, μετά έως την άφιξη του Καποδίστρια και τέλος έως τη Σύμβαση
του 1832. Ο Μίλερ διακρίνει τρεις φάσεις, που ταυτίζονται με τις τρεις
πρώτες του Τρικούπη. Στον ανά χείρας τόμο, έχουμε επίσης τέσσερις
φάσεις, οι οποίες όμως είναι διαφορετικές, αντιστοιχώντας στα τέσσερα
κεφάλαια του βιβλίου: από την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 έως
τον ξεσηκωμό του Μαρτίου του 1821, από τον Μάρτιο του 1821 έως το
Σύνταγμα της Επιδαύρου τον Ιανουάριο του 1822, από το Σύνταγμα της
Επιδαύρου έως τη ναυμαχία του Ναβαρίνου το 1827, και από το Ναβαρίνο και
μετά.
Από τη σκοπιά των Τούρκων, τίποτα δεν φάνταζε περισσότερο παράλογο
και ανεξήγητο απ’ ότι οι αντιδράσεις της Ευρώπης σε αυτά τα τετριμμένα
συμβάντα, σε αυτά τα ασήμαντα ονόματα. Πώς μπορούσαν να καταλάβουν τι
σήμαινε για την Ευρώπη η Αθήνα, πόσο μάλλον το Μεσολόγγι, το οποίο δεν
υπήρχε καν την εποχή που η Ελλάδα έπεσε υπό τον τουρκικό ζυγό; Αυτό ήταν
το τίμημα που πλήρωναν επειδή δεν ήταν κληρονόμοι της κλασικής
παράδοσης – και μολονότι λίγοι καταλάβαιναν τον λόγο, η αυλή του
σουλτάνου αν μη τι άλλο αναγκάστηκε να λάβει υπόψη της τις ευρωπαϊκές
αντιδράσεις και να τις κατευνάσει με υποσχέσεις καλής συμπεριφοράς στο
μέλλον. Οι Έλληνες, ως επί το πλείστον, ήταν εξίσου ανίδεοι για τους
πραγματικούς λόγους της τύχης τους. Είχαν χάσει περίπου το ένα τέταρτο
της επικράτειας που δήλωναν ότι έλεγχαν, αλλά τους παρηγορούσε η
απόκτηση του Ναυπλίου, που προοριζόταν να χρησιμεύει ως πρωτεύουσα στη
θέση της Κορίνθου. Η τεράστια σημασία της Αθήνας ίσως να τους διέφευγε
ακόμα, αν και ούτως ή άλλως δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός για να
μπορέσει η Αθήνα να θεωρηθεί αρκετά ασφαλής ώστε να γίνει πρωτεύουσα,
έστω και κατ’ όνομα.
Στην Ελλάδα, η αντιπολίτευση στον Καποδίστρια έπαιρνε πλέον
διαστάσεις αναρχίας. Η Ύδρα και η Μάνη είχαν στασιάσει ανοιχτά το 1831,
και οι «συνταγματιστές» του Μαυροκορδάτου δυσκολεύονταν να διακρίνουν τη
δημοκρατική από την επαναστατική αντιπολίτευση μέσα στη συνωστισμένη
Γερουσία του Κυβερνήτη. Αν και ο Καποδίστριας αντιδρούσε βίαια στη βία,
όπως έδειξε η καταστολή του πραξικοπήματος των Υδραίων στον Πόρο τον
Ιούλιο του 1831, αντιμετώπιζε τους μεμονωμένους αντιπάλους του με την
ανεκτικότητα της περιφρόνησης. Απαγόρευε τις εφημερίδες τους, αλλά άφηνε
ελεύθερους τους ηγέτες τους, με εξαίρεση τρεις από την οικογένεια
Μαυρομιχάλη, τον Πετρόμπεη, τον Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο, τους
οποίους θεωρούσε πρωταίτιους της ένοπλης ανταρσίας – και ακόμα κι αυτοί
τελούσαν υπό πολύ χαλαρό περιορισμό στο Ναύπλιο. Αν ο Καποδίστριας ήθελε
πραγματικά να γίνει τύραννος, ήταν ένοχος για ημίμετρα. Αντί να κυβερνά
απολυταρχικά, χωρίς να νοιάζεται για την κοινή γνώμη, ανακοίνωσε την
επανασύγκληση της τέταρτης Εθνοσυνέλευσης – και μετά, αντί να υποταχθεί
στο θέλημα του λαού, ανακοίνωσε την αναβολή της. Φυλακίζοντας τους
Μαυρομιχάληδες, τους έστρεψε εναντίον του· όμως η χαλαρότητα του
εγκλεισμού τους τους έδωσε τη δυνατότητα να τον δολοφονήσουν. Η
δολοφονία έλαβε χώρα το πρωί της 9ης Οκτωβρίου 1831, με δράστες τον
Κωνσταντίνο και τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη, στα σκαλιά της εκκλησίας του
Αγίου Σπυρίδωνα στο Ναύπλιο, όπου ο Καποδίστριας πήγαινε να
λειτουργηθεί. Ο θάνατος του Κυβερνήτη κατέστρεψε το διοικητικό του έργο,
και η Ελλάδα στα τέλη του 1831 κύλησε σε μια κατάσταση αναρχίας
χειρότερη ακόμα και από του 1824.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου