Παρασκευή, Ιουλίου 30, 2021

Όταν ο "Φόνος εν αμύνη" δεν οδηγεί πάντα σε αθώωση . Μία συγκλονιστική δικαστική υπόθεση...

 

Τα όρια της άμυνας επί παρανόμου εισβολής σε κατοικία

Μαρία Τσιλιμπάρη
Υπ. Διδ. Ποινικού Δικαίου του Πανεπιστημίου του Freiburg (Γερμανία), LL.M.
Μέλος του International Research School for Comparative Criminal Law
του Ινστιτούτου Max Planck για το Αλλοδαπό και το Διεθνές Ποινικό Δίκαιο, Freiburg
Νοεμβριος 2018

Απόφαση R v Ray [2017] EWCA Crim 1391, του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου (Court of Appeal -Criminal Division), της 26ης Σεπτεμβρίου 2017.


Ι. Πραγματικά περιστατικά

Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο του πρώτου βαθμού, το πρωί της 15ης Νοεμβρίου 2015 ο S.R. βρισκόταν στο σπίτι με τη σύντροφό του, K.A., και τα δύο παιδιά της. Το θύμα και πρώην σύντροφος της τελευταίας, R.H., χτύπησε την πόρτα και, αφού του άνοιξαν, εισήλθε στο σπίτι φωνάζοντας και βρίζοντας. Το θύμα είχε εκδηλώσει βίαιη συμπεριφορά και στο παρελθόν κατά της συντρόφου του, ενώ είχε εξυβρίσει και απειλήσει την ίδια και τον S.R., επειδή ήταν αντίθετος με τη σχέση τους. Ο S.R. προσπάθησε αρχικά ήρεμα να κάνει τον R.H. να φύγει από το σπίτι. Ωστόσο κατά τη διάρκεια της συμπλοκής των δύο ανδρών που ακολούθησε, ο S.R. τραυμάτισε τον R.H. με μία μαχαιριά, η οποία οδήγησε τελικά στο θάνατο του τελευταίου. Στην κατηγορία για ειδεχθή ανθρωποκτονία (murder) που απαγγέλθηκε εναντίον του ο S.R. αντέταξε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου τον υπερασπιστικό ισχυρισμό (defence) της άμυνας. Υποστήριξε ότι ενήργησε αποκλειστικά εξαιτίας του φόβου που ένιωθε για τον εαυτό του, επειδή πίστευε ότι το θύμα ήταν έτοιμο να επιτεθεί με το μαχαίρι πρώτο εναντίον του. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο καταδίκασε τον κατηγορούμενο S.R. σε ισόβια κάθειρξη για ειδεχθή ανθρωποκτονία (murder).

Η υπόθεση ήχθη στη συνέχεια σε κρίση ενώπιον του Εφετείου μετά από έφεση που άσκησε ο καταδικασθείς, παραπονούμενος ότι η ερμηνεία που είχε δοθεί με την απόφαση Denby Collins[1] στο δικαίωμα άμυνας της παραγράφου 5Α του άρθρου 76 του Νόμου περί ποινικής δικαιοσύνης και μετανάστευσης (Criminal Justice and Immigration Act) του έτους 2008, στην οποία στηρίχθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήταν λανθασμένη.

 

ΙΙ. Σκεπτικό

Το Εφετείο αναφέρθηκε αρχικά στο νομικό πλαίσιο του δικαιώματος άμυνας, όπως αυτό έχει διαμορφωθεί από το κοινοδίκαιο (common law) και τις σχετικές νομοθετικές διατάξεις. Αρχικά επισημάνθηκε ότι σύμφωνα με το κοινοδίκαιο απαιτείται η πράξη που τελείται σε περίπτωση άμυνας να είναι αναγκαία (necessary) και εύλογη (reasonable). Η αναγκαιότητα της αμυντικής πράξης κρίνεται με βάση τη γνήσια πεποίθηση του αμυνομένου σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, έστω και αν η πεποίθηση αυτή ήταν πεπλανημένη ή μη εύλογη. Ενδεχόμενη πλάνη του αμυνομένου ως προς τις πραγματικές προϋποθέσεις της άμυνας δεν εμποδίζει την αναγνώριση του δικαιώματος άμυνας, εκτός αν οφειλόταν σε εκούσια κατανάλωση αλκοόλ ή λήψη ναρκωτικών ουσιών. Ο εύλογος χαρακτήρας της αμυντικής πράξης κρίνεται στη συνέχεια από τους ενόρκους με βάση το σύνολο των περιστάσεων της εκάστοτε υπόθεσης.

Στη συνέχεια το δικαστήριο αναφέρθηκε στη γραπτή ρύθμιση του δικαιώματος άμυνας με τη θέσπιση του άρθρου 76 του προαναφερθέντος νόμου περί ποινικής δικαιοσύνης και μετανάστευσης (Criminal Justice and Immigration Act) του 2008, ως απόρροια της δέσμευσης της κυβέρνησης να αναθεωρήσει το νομικό πλαίσιο του δικαιώματος άμυνας. Τονίστηκε ότι με το άρθρο αυτό δεν επήλθε κάποια αλλαγή στο νόμο, επιβεβαιώθηκε όμως το δικαίωμα άμυνας κατά το κοινοδίκαιο και ορίστηκαν μερικές βασικές αρχές του.

Ακολούθως παρατέθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 43 του Νόμου περί εγκλημάτων και δικαστηρίων (Crime and Courts Act) του έτους 2013 που τιτλοφορείται «Χρήση δύναμης επί αμύνης εντός της κατοικίας», ως αποτέλεσμα της ρητής δέσμευσης της κυβέρνησης να εξασφαλίσει την αναγκαία προστασία στους πολίτες που αμύνονται εναντίον εισβολέων. Σύμφωνα με το δικαστήριο οι νέες διατάξεις επαναπροσδιορίζουν την εφαρμογή του νόμου περί άμυνας - άρθρο 76 του προαναφερθέντος Νόμου του 2008, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 148 του Νόμου περί ευεργετήματος πενίας, καταδίκης και επιβολής ποινών (Legal Aid, Sentencing and Punishment of Offenders Act) του 2012- για όσους υπερασπίζονται τον εαυτό τους ενάντια σε εισβολείς στο χώρο κατοικίας τους.

Το δικαστήριο παρέθεσε στη συνέχεια την παράγραφο 5A και τις υπόλοιπες νέες παραγράφους του άρθρου 76 του Νόμου του 2008 που αφορούν στους ιδιοκτήτες κατοικιών. Στις παραγράφους 8A έως 8F ορίζεται ότι στις περιπτώσεις ιδιοκτητών κατοικιών ρυθμίζεται το δικαίωμα άμυνας του αμυνομένου, όταν εκείνος βρίσκεται εξολοκλήρου ή εν μέρει εντός κτηρίου ή τμήματος κτηρίου που αποτελεί κατοικία. Ο αμυνόμενος πρέπει κατά τον χρόνο τέλεσης της αμυντικής πράξης να μην είναι ο ίδιος παράνομος εισβολέας και να πιστεύει ότι ο επιτιθέμενος βρισκόταν ήδη εντός, ή εισερχόταν παράνομα στο κτήριο ή σε τμήμα του κτηρίου ως εισβολέας.

Στη συνέχεια παρατέθηκε από το Εφετείο η ερμηνεία που δόθηκε με την απόφαση του δικαστηρίου στην υπόθεση Denby Collins[2] σχετικά με το δικαίωμα άμυνας των ιδιοκτητών κατοικιών. Σύμφωνα με το δικαστήριο η νέα διάταξη της παραγράφου 5A του άρθρου 76 έχει ως συνέπεια ότι η αμυντική πράξη των ιδιοκτητών κατοικιών δεν θεωρείται κατά το νόμο άνευ ετέρου ως μη εύλογη απλώς και μόνο επειδή μπορεί υπό περιστάσεις να αξιολογείται ως δυσανάλογη, εφόσον, βεβαίως, δεν εκδηλώνεται ως κατάφωρα δυσανάλογη.

Ο εφεσιβάλλων S.R. υποστήριξε ότι η παραπάνω ερμηνεία είχε ως συνέπεια την εξομοίωση των ιδιοκτητών κατοικιών με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους που επικαλούνται το δικαίωμα άμυνας, με συνέπεια να μην παρέχεται κατ’ αποτέλεσμα η αυξημένη προστασία των ιδιοκτητών κατοικιών που επιδίωκε το Κοινοβούλιο με τη μεταρρύθμιση του νόμου περί άμυνας. O εφεσιβάλλων υποστήριξε ότι σκοπός του Κοινοβουλίου ήταν να αναγνωρίζεται το δικαίωμα άμυνας στους ιδιοκτήτες κατοικιών σε κάθε περίπτωση που οι ένορκοι θα έκριναν ότι η αμυντική πράξη δεν ήταν κατάφωρα δυσανάλογη.

To Εφετείο έκρινε κατ’ αρχήν ότι η ερμηνεία του δικαιώματος άμυνας των ιδιοκτητών κατοικιών στην υπόθεση Denby Collins ήταν ορθή. Το δικαίωμα άμυνας δεν στοιχειοθετείται σε καμία περίπτωση, σύμφωνα με το Εφετείο, επί μιας κατάφωρα δυσανάλογης αμυντικής πράξης των ιδιοκτητών κατοικιών. Εντούτοις, αν η αμυντική πράξη είναι απλώς δυσανάλογη, υπολείπεται δηλαδή της κατάφωρα δυσανάλογης πράξης, αυτό δεν σημαίνει ότι καθαυτή είναι απαραιτήτως και εύλογη κατά το νόμο.

Το Εφετείο έκρινε ότι οι όροι του προαναφερθέντος Νόμου του 2013 έχουν ελαφρώς διαφοροποιήσει το κοινοδίκαιο όσον αφορά στο δικαίωμα άμυνας στις περιπτώσεις ιδιοκτητών κατοικιών, δηλαδή κατά το ότι, σε αντίθεση με όλες τις άλλες περιπτώσεις, μια δυσανάλογη αμυντική πράξη μπορεί εδώ να θεωρηθεί παρόλα αυτά ως εύλογη.

Συνεπώς, κατά την κρίση του Εφετείου από το γράμμα του νόμου προκύπτει σαφώς ότι οι τροποποιήσεις του άρθρου 76 δημιουργούν ένα ειδικό καθεστώς για τους αμυνομένους ιδιοκτήτες κατοικιών, το οποίο όμως δεν έχει την ευρεία συνέπεια που υποστήριξε ο εφεσιβάλλων. Ως εκ τούτου απέρριψε τον ισχυρισμό του τελευταίου ότι, εφόσον η αμυντική πράξη ενός ιδιοκτήτη κατοικίας δεν είναι κατάφωρα δυσανάλογη, τότε είναι απαραιτήτως εύλογη, απορρίπτοντας συνακόλουθα και την ασκηθείσα από αυτόν έφεση.

Στη συνέχεια παρατέθηκαν στοιχεία από τις κοινοβουλευτικές συζητήσεις που διεξήχθησαν σχετικά με το νόμο του 2013, τα οποία βρίσκονται σε συμφωνία με την ανωτέρω ερμηνεία του Εφετείου.

Τέλος, το Εφετείο προσδιόρισε το είδος των περιστάσεων που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν από τους ενόρκους κατά την κρίση τους περί του εύλογου χαρακτήρα της αμυντικής πράξης, όπως για παράδειγμα το σοκ της αντιμετώπισης μιας επίθεσης από εισβολέα στο χώρο κατοικίας, την ώρα της επίθεσης, την επιθυμία προστασίας του σπιτιού και των ενοίκων του -ιδιαιτέρως των ευπαθών αυτών -, τη συμπεριφορά του εισβολέα και την τυχόν υφιστάμενη δυνατότητα αποφυγής εκδήλωσης της αμυντικής πράξης εκ μέρους του αμυνομένου.

IΙΙ. Παρατηρήσεις

Σε πολλές έννομες τάξεις προκαλούν ιδιαίτερο προβληματισμό οι περιπτώσεις κατά τις οποίες η άδικη επίθεση πραγματοποιείται από παράνομο εισβολέα στο χώρο κατοικίας, διαμονής ή εργασίας του αμυνομένου.

Την αγγλική έννομη τάξη ειδικότερα απασχόλησε επανειλημμένα το ζήτημα της άσκησης υπερβολικής, ακόμα και θανατηφόρου βίας εναντίον διαρρηκτών από ιδιοκτήτες που τελούσαν σε άμυνα στις κατοικίες τους. Σε αρκετές πολύκροτες υποθέσεις τα αγγλικά δικαστήρια προχώρησαν σε καταδίκη ιδιοκτητών κατοικιών που υπερέβησαν το μέτρο της επιτρεπόμενης αντιπροσβολής.[3]

Υπό την πίεση της κοινής γνώμης για παροχή μεγαλύτερης προστασίας στους ιδιοκτήτες κατοικιών που έρχονται αντιμέτωποι με άδικες επιθέσεις στην κατοικία τους η αγγλική κυβέρνηση προχώρησε σε μεταρρύθμιση του νόμου περί άμυνας. Πράγματι, με το άρθρο 43 του νόμου περί εγκλημάτων και δικαστηρίων (Crime and Courts Act) του έτους 2013 εισήχθη στο άρθρο 76 του νόμου περί ποινικής δικαιοσύνης και μετανάστευσης (Criminal Justice and Immigration Act) του 2008 η παράγραφος 5Α, η οποία ρυθμίζει το δικαίωμα άμυνας στις λεγόμενες «υποθέσεις ιδιοκτητών κατοικιών» (Householder cases). Σύμφωνα με το γράμμα της ειδικής αυτής διάταξης δίνεται η δυνατότητα σε εκείνους που έρχονται αντιμέτωποι με άδικη επίθεση εντός της κατοικίας τους να ασκήσουν ακόμα και δυσανάλογη υπό τις περιστάσεις δύναμη για να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή τρίτα πρόσωπα. Από τις περιπτώσεις αυτές εξαιρείται μόνο η κατάφωρα δυσανάλογη επέμβαση (grossly disproportionate force).

Όπως είδαμε παραπάνω, η αμυντική πράξη πρέπει να είναι κατά το αγγλικό δίκαιο αφενός μεν αναγκαία, αφετέρου δε εύλογη κατά τις περιστάσεις. Η αναγκαιότητα της αμυντικής πράξης κρίνεται με βάση αμιγώς υποκειμενικά κριτήρια: Η αντιπροσβολή πρέπει να ήταν αναγκαία με βάση την γνήσια, έστω και μη εύλογη πεποίθηση του αμυνομένου. Ενδεχόμενη πλάνη του αμυνομένου ως προς τις πραγματικές προϋποθέσεις της άμυνας (νομιζόμενη άμυνα) δεν εμποδίζει την αναγνώριση του δικαιώματος άμυνας, εκτός αν η πλάνη οφείλεται σε εκούσια κατανάλωση αλκοόλ ή χρήση ναρκωτικών ουσιών.[4]

Ο εύλογος χαρακτήρας της αμυντικής πράξης καθορίζεται στη συνέχεια με βάση ένα συνδυασμό αντικειμενικών και υποκειμενικών κριτηρίων. Η αντιπροσβολή πρέπει να είναι εύλογη αντικειμενικά σε σχέση με την απειλή, όπως όμως την αντιλήφθηκε ο αμυνόμενος. Ούτε ο νόμος ούτε τα δικαστήρια απαιτούν η αμυντική πράξη να είναι ίσης ή απολύτως αναλογικής βαρύτητας με την απειλούμενη από την επίθεση βλάβη, θα πρέπει όμως να μην είναι δυσανάλογη σε σχέση με αυτήν.[5] Το όριο μεταξύ εύλογης και μη εύλογης αμυντικής πράξης καλούνται να το καθορίσουν οι ένορκοι, αφού λάβουν υπόψιν όλες τις περιστάσεις της εκάστοτε υπόθεσης όπως τις αντιλήφθηκε ο αμυνόμενος.

Στην προκειμένη περίπτωση το Εφετείο κλήθηκε να ερμηνεύσει στην Ολομέλειά του το δικαίωμα άμυνας των ιδιοκτητών κατοικιών της νέας παραγράφου 5A του άρθρου 76 του Νόμου του 2008, όπως αυτή εισήχθη με το Νόμο του 2013. Η διάταξη φαινόταν να καθιστά δυνατή μια πολύ γενναιόδωρη κρίση σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα της αμυντικής πράξης και να παρέχει ένα διευρυμένο δικαίωμα άμυνας στις υπό συζήτηση περιπτώσεις σε ενοίκους ή ιδιοκτήτες κατοικιών, σύμφωνα και με την πρόθεση του Κοινοβουλίου. Η ερμηνεία του Εφετείου ήταν απαραίτητη και για το λόγο ότι υπερβολικά βίαιες αμυντικές πράξεις που ξεπερνούν το μέτρο της άμυνας θα συνιστούσαν ενδεχομένως και παραβίαση των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση βασαvιστηρίωv) και 8 (δικαίωμα σεβασμoύ της ιδιωτικής και oικoγεvειακής ζωής) της ΕΣΔΑ.[6]

Το Εφετείο αποφάνθηκε με την απόφασή του R v Ray[7]  ότι η αμυντική πράξη που ασκείται από ιδιοκτήτες κατοικιών πρέπει να είναι εύλογη κατά τις περιστάσεις, έστω κι αν ο νόμος ορίζει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις εύλογη μπορεί να θεωρηθεί και μία δυσανάλογη αμυντική πράξη. Το γεγονός ότι η κατάφωρα δυσανάλογη αμυντική πράξη δεν μπορεί να θεμελιώσει δικαίωμα άμυνας των ιδιοκτητών κατοικιών σύμφωνα με το νόμο, δεν συνεπάγεται κατά το Εφετείο ότι οποιαδήποτε λιγότερο δυσανάλογη πράξη θεωρείται άνευ ετέρου και εύλογη κατά τις περιστάσεις.

Η σπουδαιότητα της απόφασης έγκειται στο γεγονός ότι το Εφετείο αντιτάχθηκε σε μια ευρεία ερμηνεία του δικαιώματος άμυνας υπέρ των ιδιοκτητών ακινήτων, κρίνοντας ότι η νέα διάταξη δεν έχει επίπτωση στην παγιωμένη στο αγγλικό δίκαιο προϋπόθεση ότι η αμυντική πράξη πρέπει να είναι εύλογη κατά τις περιστάσεις. Ερμηνεύοντας τις συνέπειες της παραγράφου 5A του άρθρου 76 ως μια περιορισμένου εύρους αλλαγή στη νομική κατάσταση των ιδιοκτητών ακινήτων, το Εφετείο αρνήθηκε να τους επιτρέψει να ασκούν το δικαίωμα άμυνας άνευ όρων και περιορισμών.

Εάν γινόταν δεκτό ότι κάθε δυσανάλογη αμυντική πράξη - πλην της κατάφωρα δυσανάλογης - είναι άνευ ετέρου και εύλογη, αυτό θα σηματοδοτούσε την μετατόπιση προς μια άκρως υποκειμενική προσέγγιση και προς μια υπέρμετρη και επικίνδυνη διεύρυνση των ορίων της άμυνας. Δεδομένου μάλιστα του αμιγώς υποκειμενικού κριτηρίου με βάση το οποίο κρίνεται η αναγκαιότητα της αμυντικής πράξης στο αγγλικό δίκαιο, είναι σημαντικό, μέσω του ελέγχου του εύλογου χαρακτήρα της, να εξασφαλίζεται ότι δεν θα αναγνωρίζεται το δικαίωμα άμυνας σε περιπτώσεις που αυτό ασκείται καταχρηστικά.

Στο σώμα των ενόρκων ανατίθεται το δύσκολο έργο της κρίσης περί του εύλογου χαρακτήρα μιας καθαυτής δυσανάλογης αμυντικής πράξης στις περιπτώσεις ιδιοκτητών κατοικιών. Μένει να ερευνηθεί, εάν είναι εφικτό να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου, προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και ταυτόχρονα απόδοση δικαιοσύνης σε κάθε υπόθεση ξεχωριστά.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] R (on the application of Denby Collins) v The Secretary of State for Justice [2016] EWHC 33 (Admin)
[2] Η διαθέσιμη στην διεύθυνση https://www.judiciary.uk/wp-content/uploads/2016/01/collins-v-sos-for-justice-householder-defence.pdf απόφαση  R (on the application of Denby Collins) v The Secretary of State for Justice [2016] EWHC 33 (Admin) αφορούσε στον σοβαρό τραυματισμό και το συνακόλουθο κώμα που υπέστη ο D.C., όταν εισήλθε παράνομα στην κατοικία του Β. και ακινητοποιήθηκε από αυτόν με κεφαλοκλείδωμα στο πάτωμα για περίπου έξι λεπτά, μέχρι να έρθει η αστυνομία. Κατά του Β. δεν ασκήθηκε δίωξη, επειδή σύμφωνα με την ερμηνεία της Εισαγγελίας για να καταδικαστεί ο Β. θα έπρεπε να αποδειχθεί ότι ο βαθμός της δύναμης που υπό τις περιστάσεις άσκησε, ήταν κατάφωρα δυσανάλογος. Με την προσφυγή του ο D.C. υποστήριξε ότι η διάταξη της παραγράφου 5Α του άρθρου 76 παραβίασε τα δικαιώματά του εκ του άρθρου 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η παράγραφος (5A) του άρθρου 76 είναι συμβατή με το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ.
[3] Για παράδειγμα με την απόφαση R v Martin [2001] EWCA Crim 2245 ο Tony Martin κρίθηκε ένοχος σε πρώτο βαθμό για ειδεχθή ανθρωποκτονία (murder), επειδή πυροβόλησε και σκότωσε έναν νεαρό διαρρήκτη υπερασπιζόμενος την απομονωμένη αγροικία του͘ επίσης με τη νεότερη απόφαση Hussain&Hussain [2010] EWCA Crim 94, Court of Appeal (Criminal Division) οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι αδελφοί καταδικάστηκαν σε πολύμηνη φυλάκιση για την πρόκληση μόνιμης εγκεφαλικής βλάβης σε διαρρήκτη που χτύπησαν σφοδρότατα με ρόπαλο του κρίκετ. Βλ. και την απόφαση R v Yaman and another [2012] EWCA Crim 1075 Court of Appeal, Criminal Division.
[4] Βλ. ενδεικτικά: Loveless/ Allen/ Derry, Complete Criminal Law, 6th 2018, Ch. 9.3.2; Smith and Hogan΄s Criminal Law, 14th Edition, 2015, Ch. 12.6.1.1; Σχετικά με τη γενικότερη προβληματική βλ. Dimakis, Alexandros, Der Zweifel an der Rechtswidrigkeit der Tat. Eine Untersuchung zur Problematik des bedingten Unrechtsbewußtseins, Berlin, 1992.
[5] Βλ. ενδεικτικά Ashworth΄s Principles of Criminal Law, 8th Edition, 2016, 5.6 (d); Smith and Hogan΄s Criminal Law, 14th Edition, 2015, Ch. 12.6.1.2.; Loveless/ Allen/ Derry, Complete Criminal Law, 6th Edition, 2018, Ch. 9.3.3.
[6] Σχετικά με αυτήν την προβληματική βλ. ενδεικτικά Miller, “Grossly Disproportionate: Home Owners’ Legal Licence to Kill” (2013) 77 (4) JCL 299; Collins and Ashworth, „Householders, Self Defence and the Right to Life” (2016) LQR 377.
[7] R v Ray [2017] EWCA Crim 1391, Court of Appeal (Criminal Division), διαθέσιμη στη διεύθυνση: http://www.bailii.org/ew/cases/EWCA/Crim/2017/1391.html

Δεν υπάρχουν σχόλια: