Δευτέρα, Ιουλίου 12, 2021

Με αφορμή το βιβλίο του μετρ του "αστυνομικού μεσογειακού μυθιστορήματος " Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν «Τα πουλιά της Μπανγκόκ»

 

https://www.epohi.gr/Uploads/articles/big/210704124812203.jpg

Ορίζοντας το εύρος και τα όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας

Γιώργος Βαϊλάκης

Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν «Τα πουλιά της Μπανγκόκ», μετάφραση: Χριστίνα Θεοδωροπούλου, Μεταίχμιο

Είναι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς, πολύπτυχος και απρόβλεπτος, ευρηματικός στις επιλογές του και πρωτοποριακός στη διαχείριση των ποικίλων εμμονών του. Έχει κάνει ρεπορτάζ, έχει γράψει ποιήματα και διαφόρων ειδών μυθιστορήματα, ενώ έχει δημοσιεύσει και μερικά ιδιαίτερα οξυδερκή πολιτικά, κοινωνικά ακόμη και γαστρονομικά δοκίμια.

Αλλά –πάνω απ’ όλα– ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν (1939-2003), ο δημιουργός του περίφημου ντετέκτιβ Πέπε Καρβάλιο, κατάφερε να ανανεώσει το αστυνομικό μυθιστόρημα αναμειγνύοντας το θρίλερ, την κατασκοπεία και το σασπένς με τις πολιτικές και κοινωνικές παραμέτρους της εποχής του.

Στην ουσία, ο Μονταλμπάν μαζί με τον Ιταλό ομότεχνό του, Αντρέα Καμιλλέρι, τον Μασσαλό Ζαν-Κλοντ Ιζό και τον (δικό μας) Πέτρο Μάρκαρη, είναι υπεύθυνοι για ό,τι αποκαλείται και μελετάται ως «αστυνομικό μεσογειακό μυθιστόρημα». Ενα είδος που, πέραν των συγκεκριμένων μοτίβων που συναντάμε σε κάθε νουάρ αφήγημα, χαρακτηρίζεται και από μια διάχυτη κοινωνικοπολιτική ανησυχία.

Για την ακρίβεια, οι συγκεκριμένοι συγγραφείς χρησιμοποιούν την (προσεκτικά σκηνοθετημένη) αστυνομική πλοκή, ως μία πρόφαση – ως το όχημα για να αναδείξουν, να θίξουν και να στηλιτεύσουν τα κακώς κείμενα της εποχής τους. Δεν έχει τόση σημασία ποιος είναι ο δολοφόνος και το πώς διέπραξε το έγκλημα όσο το περιβάλλον στο οποίο διαπράχθηκε το έγκλημα, οι συνθήκες! Αυτή από μόνη της, είναι μεγάλη καινοτομία και συμβολή στην εξέλιξη του αστυνομικού μυθιστορήματος. Και αυτό ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν το πραγματοποιεί με απαράμιλλο στιλ, θαυμαστή οξυδέρκεια, υψηλή αισθητική και ένα αίσθημα ευθύνης.

Ο μελαγχολικός και μηδενιστής Καρβάλιο

Ο Πέπε Καρβάλιο είναι πλέον ένας από τους σπουδαίους αρχετυπικούς ντετέκτιβ της λογοτεχνίας όπως ο Φίλιπ Μάρλοου ή ο Σέρλοκ Χολμς, αλλά ταυτόχρονα εύκολα αναγνωρίσιμος, λόγω του ιδιόρρυθμου μεσογειακού χαρακτήρα του. Το πλέον εμφανές χαρακτηριστικό του, είναι οι ακριβείς και δηκτικές του περιγραφές της ισπανικής κοινωνίας, ειδικά της Καταλονίας και της πρωτεύουσάς της, κατά τη μετάβασή της από τη δικτατορία του Φράνκο στη δημοκρατία.

Οι περιπέτειες του μελαγχολικού και μηδενιστή Πέπε Καρβάλιο κάνουν την εμφάνισή τους στο μυθιστόρημα «Εγώ σκότωσα τον Κέννεντυ» (1972) για να αποκτήσει –ευθύς εξαρχής– ευρεία αποδοχή και αναγνώριση. Ένας χαρακτήρας που βρίσκεται στον αντίποδα του κλασικού ιδιωτικού ντετέκτιβ, διαθέτοντας περίπλοκη και αντιθετική προσωπικότητα, ένας καθρέφτης –θα έλεγε κανείς– της κοινωνίας στην οποία ζει, ένας κυνικός παρατηρητής, αλλά και ειρωνικός σχολιαστής της.

Ο Καρβάλιο είναι δημοσιογράφος, όπως και ο Μονταλμπάν, κάποιος δηλαδή που ακολουθεί πιστά την παλιά συμβουλή του σιναφιού «να βλέπεις, να ακούς, να διηγείσαι». Ο ήρωας μεγαλώνει την εποχή του Φράνκο, γίνεται μέλος του Κομουνιστικού Κόμματος και εκτίει ποινή δύο ετών ως πολιτικός κρατούμενος που προδόθηκε από τους συντρόφους του. Στην συνέχεια, εγκαταλείπει την Ισπανία και πηγαίνει στην Αμερική, όπου γίνεται πράκτορας της CIA, για να επιστρέψει λίγο μετά στη Βαρκελόνη και να ανοίξει δικό του γραφείο ερευνών.

Είναι παθιασμένος μάγειρας, λάτρης του καλού φαγητού, του ποτού και της γυναίκας, αλλά και ένας «επικίνδυνος επιζών» σε μια Βαρκελόνη που είναι το κέντρο του κόσμου του. Μια σχεδόν εξωτική νουάρ πόλη, για την οποία ο Μονταλμπάν ανησυχούσε εν όψει τον αλλαγών που αναμένονταν λόγω των Ολυμπιακών Αγώνων. Μια Βαρκελόνη που αλλάζει, χωρίς όμως να αποκόπτεται από το παρελθόν της.

Κάποια ίχνη νοσταλγίας, αλλά και μια διάχυτη απογοήτευση για την αστική πρόοδο, εναλλάσσονται συνεχώς με τρυφερές αναμνήσεις από την παιδική ηλικία ενός συγγραφέα που ήξερε όσο ελάχιστοι να διαπιστώνει τα προβλήματα και να τα αποτυπώνει με έναν απροκάλυπτο κυνισμό που κάποιες φορές σπάει κόκαλα.

Η ανθρώπινη κωμωδία του Μονταλμπάν συναποτελείται από νεόπλουτους επιχειρηματίες, διεφθαρμένους πολιτικούς, τους απαραίτητους καλλιτεχνικούς κύκλους, την ταχύτατη άνοδο όλων τους στα χρόνια της δημοκρατίας, καθώς βέβαια και τις αποσκευές τους από ένα –όχι και τόσο μακρινό– σκοτεινό παρελθόν.

Μια απολαυστική υπόθεση μυστηρίου

Όσο για την παρούσα έκδοση με τίτλο «Τα πουλιά της Μπανγκόκ», είναι από τις γοητευτικότερες ιστορίες του Ισπανού συγγραφέα.

Ο Πέπε Καρβάλιο ταξιδεύει στην Μπανγκόκ προστρέχοντας στο SOS που του στέλνει μια παλιά του φίλη, η Τερέσα Μαρσέ. Ή μήπως αυτό είναι για ακόμη μια φορά, μόνο η αφορμή; Ο αναγνώστης μπορεί να βγάλει το συμπέρασμα πως για αυτόν είναι μια φυγή από την καθημερινότητά του, όπου η πραγματικότητα είναι ανεπαρκής και τον ωθεί να κυνηγά φαντάσματα, όπως της Θέλια Ματάις, που δολοφονήθηκε με μια μποτίλια σαμπάνιας άγνωστης μάρκας, ή εκείνο της δολοφόνου της, της Μάρτα Μιγέλ, μιας αυτοδημιούργητης γυναίκας από ένα χωριό της Σαλαμάνκα.

Με την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, τους πάντοτε ενδιαφέροντες χαρακτήρες, τα υπέροχα γεύματα, την καυστική αίσθηση του χιούμορ, αλλά και μια αδιόρατη μελαγχολία –όλα χαρακτηριστικά των περιπετειών του Καρβάλιο– ταξιδεύουμε στην Ταϊλάνδη, με τρένο, παλιά αυτοκίνητα και αεροπλάνα για να τον παρακολουθήσουμε σε μια απολαυστική υπόθεση μυστηρίου. Η αφήγηση είναι ακριβής –από άποψη τόπων και τοπικών ιδιαιτεροτήτων– και υπαινίσσεται εκτενή γνώση της πολιτικής, οικονομικής και πολιτιστικής κατάστασης.

O Μονταλμπάν αναδεικνύει –για ακόμη μία φορά– υποδειγματικά το εύρος και τα όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας. «Στην ουσία, μέσα από τη ματιά του Πέπε Καρβάλιο», είχε πει κάποτε χαρακτηριστικά ο συγγραφέας, «ζούμε το πέρασμα από τα χρόνια της δεκαετίας του εξήντα, όταν ο κόσμος πίστευε πως όλα είναι δυνατά, στη σημερινή απογοήτευση χωρίς μέλλον».

Πράγματι, ο κόσμος του –με όχημα τη βία και τη διαφθορά– διαρκώς μεταβάλλεται, οι άνθρωποι χάνουν την ταυτότητά τους, οι μύθοι καταρρέουν. Και οι ήρωές του πάντα ακροβατούν ανάμεσα στην ελπίδα και τη διάψευση, την ειρωνεία και τη νοσταλγία, όποτε τουλάχιστον μπορούν να αντιπαρέλθουν τον κυνισμό μιας ολόκληρης εποχής που δεν λέει να περάσει – της εποχής της δικής μας...

Δεν υπάρχουν σχόλια: