Δευτέρα, Ιουνίου 01, 2020

«Είμαι ένας άνθρωπος που κάθε μέρα υποφέρει.Και από μέσα και απ΄ έξω»


Η αφλογιστία της χαράς

Έλενα Μαρούτσου


Η αφλογιστία της χαράς
Η νουβέλα της Μαρίας Λαϊνά με τίτλο «Τι όμορφη που είναι η ζωή» είναι αφιερωμένη στον άνεμο. Άμορφο τέρας στο σκοτάδι | Fractal«O άνεμος έρχεται, ο άνεμος φεύγει» είναι η προμετωπίδα που προηγείται της εναρκτήριας σκηνής: σε μια ταβέρνα στην Παλαιά Πεντέλη η αφηγήτρια και η μητέρα της, μετά από σύντομη βόλτα στην εξοχή, τρώνε λιτά πάνω σε ασπροκόκκινο τραπεζομάντιλο. «Ανώδυνες κουβέντες. Μικρές παύσεις.
Δεν ακουμπάμε το παρελθόν ούτε το μέλλον. Ακουμπάμε λίγο το χέρι. Δεν το σφίγγουμε. Δε δείχνουμε αγωνία. Καμιά ανησυχία. Για τίποτα. Εκείνη όμως είχε πει αυτό που ήταν: Τι όμορφη που είναι η ζωή και να μη μπορώ να τη χαρώ». Ακολουθεί περιγραφή της μητέρας: «Γυναίκα με χιούμορ. Εξυπνη αρκετά. Ομορφη πολύ. Αδύνατη. Με όμορφα άκρα. Δεν έκλαιγε όταν πονούσε. Εκανε ό,τι της έλεγαν. Εκτός από τώρα.
Τώρα ήταν άρρωστη. Προλάβαινε τις επιθυμίες των άλλων και τις καταργούσε. Χωρίς πείσμα. Ετσι. Αυτό ήταν η μητέρα μου. Αυτό περίπου είμαι κι εγώ τώρα. Χρόνια μετά». Ετσι, με σύντομες, κοφτές προτάσεις, με μικρούς βηματισμούς οδηγούμαστε στο χείλος της χαράδρας. Εκεί που με ένα άλμα η αφηγήτρια από το παρελθόν προσγειώνεται στο παρόν, στη θέση της μητέρας της που δεν ζει πια, περαστική κι αυτή από τον κόσμο τούτο, όπως όλοι, όπως όλα, όπως ο άνεμος. Κι ενώ όλα περνούν, τίποτα δεν μοιάζει να αλλάζει: το σκηνικό είναι και πάλι το ίδιο. Ιδια ταβέρνα, ίδιο τραπεζομάντιλο, ίδια λιτά εδέσματα, ίδια η πρόθεση της φίλης που συνοδεύει την αφηγήτρια: να τη φροντίσει, να την κάνει λίγο να χαρεί.
Η μια σκηνή εφαρμοσμένη πάνω στην άλλη σαν διπλοτυπία φωτογραφίας δημιουργεί την εντύπωση ότι ο χρόνος έχει καταργηθεί, το παρόν έχει φορέσει το δηλητηριασμένο πουκάμισο του παρελθόντος και, αν επιχειρήσει να το απεκδυθεί, θα φύγουν και οι σάρκες του μαζί. «Επίμονα όσο ποτέ, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, το παρελθόν οικειοποιείται τη θέση του παρόντος με το έτσι θέλω και με εκνευριστική ενάργεια, ναι, διεκδικεί και καταλαμβάνει τη θέση του παρόντος, απαιτεί και θρονιάζεται εκεί που καθόλου δεν το έχουν σπείρει, και δε σηκώνεται να πάει στα τσακίδια […] και στο τέλος το παρόν θα συρρικνωθεί και θα απαλειφθεί, θα πάψει να υπάρχει παρόν ενώ λέω και ξαναλέω αλλά δεν ωφελεί, πως μόνο παρόν υπάρχει (σιγά την πρωτοτυπία!) θα πάψει να υπάρχει παρόν γιατί στη θέση του θα θρονιαστεί το παρελθόν ενώ παρελθόν δεν υπάρχει, όχι, όχι όπως αντιλαμβανόμαστε έναν ζωντανό οργανισμό, έναν οργανισμό με σάρκα και αίμα, θα φύγει η σάρκα και το αίμα και θα μείνουν μόνο τα κόκκαλα, το ατέρμονο παρελθόν, το πολυπλόκαμο απύθμενο παρελθόν, το κακόβουλο, ναι, το κακόβουλο πολυπλόκαμο παρελθόν, που εκεί αποσκοπεί η γαγγραινώδης ύπαρξή του, ναι, εκεί αποσκοπεί, να προσεταιριστεί και να καταλάβει τη θέση, την εύθραυστη, ναι, την απολύτως εύθραυστη, αμφίβολη κι απορημένη θέση του παρόντος».
Οταν η αφηγήτρια στρέφεται προς τα έσω, ο λόγος χάνει τον συγκρατημένο βηματισμό του, γίνεται μακροπερίοδος, χειμαρρώδης, παραληρηματικός. Καθώς η θερμοκρασία της σκέψης ανεβαίνει, οι λέξεις αρχίζουν να κοχλάζουν, στην τρικυμισμένη τους επιφάνεια σκάνε μια μια οι φυσαλίδες των επαναλήψεων, περιδινίζεται ο εσωτερικός μονόλογος καθώς η αφηγήτρια ανακατεύει διαρκώς με την κουτάλα της τα υλικά: τη μνήμη, το θάνατο, τον χρόνο, τη διαταραχή, το νόημα, τον πόνο. «Είμαι ένας άνθρωπος που κάθε μέρα υποφέρει», διαβάζω σε μια συνέντευξη της διακεκριμένης ποιήτριας, πεζογράφου, θεατρικής συγγραφέως και μεταφράστριας. «Από τι; Από τον εαυτό του;» ρωτάει η δημοσιογράφος. «Και από το έξω και από το μέσα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω». Θα μπορούσε να πει κανείς ότι με αυτή τη νουβέλα ψαύει αυτό ακριβώς: την εστία του πόνου. Την πληγή.
Αν εξετάζαμε το κείμενο σαν ζώντα οργανισμό, θα μπορούσαμε να διαγνώσουμε ίσως κατάθλιψη. Η βαριά κουβέρτα της απάθειας έχει καλύψει καθησυχαστικά τα αισθήματα που τα παρατηρούμε να σαλεύουν κάτω απ’ τα σκεπάσματα και κάποιες στιγμές να τα κλοτσούν για να αναπνεύσουν, να ακουστούν. Η αφηγήτρια τότε τα αναγνωρίζει: «Τη λυπάμαι», λέει για τη γυναίκα στο απέναντι μπαλκόνι και μονολογεί «Να ένα συναίσθημα». Μετά κρύβεται πίσω απ’ τις κουρτίνες «Ντρέπομαι. Να ένα συναίσθημα». Η κούραση, η απελπισία, η αγανάκτηση, διεκδικούν επίσης μερίδιο στην έκφραση, ενίοτε και στην έκρηξη, όμως η αφηγήτρια, σαν αυτές τις κούκλες με το βαρίδι στην κοιλιά, όσο κι αν ταλαντεύεται, επιστρέφει στην αδράνεια, στο αίσθημα ματαίου και αποξένωσης.
Είναι λοιπόν το θέμα της νουβέλας η «ανορεξία της ύπαρξης» (για να θυμηθούμε την εκλιπούσα Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ), η αφλογιστία της χαράς; Μα τα λογοτεχνικά κείμενα δεν είναι δοκίμια. Δεν έχουν κεντρική ιδέα και ούτε συνοψίζονται. Περισσότερο μοιάζουν -ιδιαιτέρως δε αυτά που συγγενεύουν με την ποίηση- με μουσικά κομμάτια. Στηρίζονται κι αυτά στον ρυθμό, τον επιτονισμό της φράσης, τα μοτίβα, τις παύσεις, τις εναλλαγές, τις κορυφώσεις. Μια τελευταία παρομοίωση: το κείμενο αυτό μοιάζει μικρό διαμάντι. Οχι τόσο επειδή λάμπει, μα επειδή κόβει.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Η Μαρία Λαϊνά διαβάζει ποιήματα και πεζά της στο Underground Εντευκτήριο

Η Μαρία Λαϊνά διαβάζει αποσπάσματα από το βιβλίο της «Το νόημα», που μόλις είχε κυκλοφορήσει, καθώς και παλαιότερα ποιήματα και πεζά, στη βραδιά που οργάνωσε προς τιμήν της το περιοδικό «Εντευκτήριο» στο «Underground Εντευκτήριο», Δεσπεραί 9, Θεσσαλονίκη – περιοχή Διεθνούς Εκθέσεως, στις 14 Δεκεμβρίου 2007. Παρεμβαίνει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: