Πέμπτη, Ιουλίου 05, 2018

Ο Γιούργκεν Χάμπερμας Γιούργκεν Χάμπερμας: «Η επιστροφή στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να είναι η σωστή απάντηση»

 

Ο Γιούργκεν Χάμπερμας, ο μεγάλος φιλόσοφος της εποχής μας, τιμάται με μια μεγάλη διάκριση σήμερα στο Βερολίνο, την οποία απονέμει η Ενωση των γαλλο-γερμανικών δημοσιογραφικών ενώσεων του ομόσπονδου κρατιδίου του Ζάαρλαντ. Στο κείμενο-απάντησή του αναφέρεται στις ιδέες και τις απόψεις του, τις οποίες έχει ήδη διατυπώσει στο βιβλίο του με τον τίτλο «Ach Europa» (Αχ Ευρώπη) το 2008 (Eκδόσεις Suhrkamp).
Εκτοτε έχει μεσολαβήσει μια δραματική δεκαετία ριζικών αλλαγών σχετικά με την Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ενωση, την ευρωζώνη κ.λπ. Στο συνοπτικό αυτό κείμενό του θέτει τις ηγετικές ομάδες της Ευρώπης μπροστά στις πολιτικές ευθύνες τους. Δεν μπορούν οι Βρυξέλλες να εθελοτυφλούν! Το πολιτικό πρόταγμα της αλληλεγγύης είναι η «κατηγορική προσταγή» της συνύπαρξης των ευρωπαϊκών λαών.
Το κείμενο του Γιούργκεν Χάμπερμας συνιστά το θεμέλιο της «νέας Ευρώπης» και ως μεταφραστής του καλώ τους Ελληνες επιστήμονες στη φιλοσοφική κοινότητά μας να συμμετάσχουν στον σχετικό διάλογο με θέμα: «Τι σημαίνει Ευρώπη και ποια είναι η συμβολή της Ελλάδας στη δημιουργία της Ευρώπης εκτός των ορίων του εθνικισμού
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, 
καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης



Το κείμενο του Γιούργκεν Χάμπερμας

Επειδή ο χορηγός του βραβείου και ο ομιλητής εκφράζονται επαινετικά για τις απόψεις μου, οι οποίες χαρακτηρίζονται ρομαντικές για τα ευρωπαϊκά θέματα, δεν θα θεωρήσετε παραβίαση των χρηστών ηθών εάν σήμερα που η ήπειρός μας θρυμματίζεται, επαναλάβω με άλλα λόγια αυτά που μέχρι σήμερα έχω πει συχνά για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Δεν θα ασχοληθώ με τις ανορθολογικές ιδέες που ενισχύθηκαν από την ηχώ της Βαυαρίας, της Αυστρίας και της Βόρειας Ιταλίας από μια διαπεραστική κακοφωνία. Σήμερα δεν ομιλώ γι’ αυτούς που εγκατέλειψαν την Ευρώπη, αλλά για τους φίλους της Ευρώπης.
Ο Ζαν-Πολ Σαρτρ περιέγραψε με τον όρο του «mauvaise foi» την αντίθετη εικόνα του «bonne foi». Ποιος από εμάς δεν γνωρίζει αυτή τη χαμηλόφωνη ισχυρή ανησυχία: όποιος πράττει καλή τη πίστει, αλλά σε ήρεμες συνθήκες νιώθει τον ερεθισμό μιας δυνατής αμφιβολίας ως προς τη σταθερότητα των προς τα έξω άκαμπτων πεποιθήσεων που εκπροσωπούμε: υπάρχει μια λάθος θέση, μέσω της οποίας η ροή των επιχειρημάτων μας περνά απαρατήρητη. Κατά την άποψή μου, η εμφάνιση του Εμανουέλ Μακρόν αποκαλύπτει στην ευρωπαϊκή σκηνή μια τέτοια αβέβαιη θέση στην αυτοσυνείδηση κάθε Γερμανού που κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής κρίσης χτυπούσε στον ώμο με σταθερή πίστη ότι αυτός είναι ο καλύτερος Ευρωπαίος που ξελασπώνει κάθε φορά όλους τους άλλους.
Εννοείται πως πολλοί επικριτές θεώρησαν τη γερμανικής εμπνεύσεως οικονομική λιτότητα όχι μόνον αναποτελεσματική, αλλά και τεκμήριο μιας αποτυχημένης αλληλεγγύης. Ωστόσο τον τόνο στον επίσημο ευρωπαϊκό Τύπο έδωσαν εκείνοι οι οποίοι τόνισαν τον ρόλο της αλληλεγγύης των Γερμανών στα χρόνια της κρίσης.
Γενικά ο ανιδιοτελής ρόλος της ομοσπονδιακής κυβέρνησης θεωρήθηκε αξιόπιστα αυτός του προσεκτικού διαχειριστή της κρίσης και του γενναιόδωρου πιστωτή: Δεν είχε στόχο πάντα –συμπεριλαμβανομένης και της ανεπιτυχούς απόπειρας να δείξουν στους Ελληνες την πόρτα– την ευημερία όλων των κρατών-μελών;
Εν όψει των εντελώς απρόβλεπτων απαιτήσεων μιας ριζικής αλλαγής της παγκόσμιας κατάστασης, σημειώθηκαν σε αυτό το ωραίο οικοδόμημα ρωγμές. Ως απόδειξη αναφέρω ένα πρόσφατα δημοσιευθέν κεντρικό άρθρο για τη διαβόητη νύχτα κατά την οποία ο Γάλλος πρόεδρος απέσπασε από τη Γερμανίδα καγκελάριο στις πρωινές ώρες την παραχώρηση να μη διώξει τους Ελληνες από την Ευρωπαϊκή Νομισματική Κοινότητα.
Μόλις σήμερα, τρία χρόνια μετά, παραπέμπω στην πάντα προσεκτική δημοσιογράφο Cerstin Gammelin με τα ειλικρινή λόγια της και σε αυτό το σοβαρό σημείο του εθνικού μας οικονομικού εγωισμού (εφημερίδα Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ, της 21ης Ιουνίου 2018, σελίδα 4). Για την εικόνα των Γερμανών με την ιδιότητα του καλού Ευρωπαίου στην παλαιά Ομοσπονδιακή Γερμανία και μέχρι την περίοδο του Koλ υπήρχαν πραγματικά κάποιοι λόγοι γι’ αυτό. Αυτοί οι λόγοι αναφέρονταν στην κατάσταση ενός όχι μόνο από στρατιωτική άποψη ηττημένου έθνους – και παρ’ όλα αυτά δεν ήταν εντελώς αυτονόητοι.
Κατά τη δική μου παρατήρηση, αυτή η αλλαγή της νοοτροπίας που έχει την αφετηρία της από την εποχή του Koλ επιβεβαίωσε την αυτοσυνείδηση ενός τελικά ξανά ενωμένου εθνικού κράτους με άλλους τόνους. Τελικά αυτή η εικόνα στο πλαίσιο των τραπεζών –και των κρίσεων των δημόσιων χρεών και του συγκρουόμενου εθνικού αφηγήματος της κρίσης– έγινε πιο σκληρή και κατέληξε σε κακή πίστη.
Η εσφαλμένη θέση σε αυτή την καλόπιστη αυταπάτη προδίδει σε αυτή την παράφωνη στιγμή τη δυσπιστία μας έναντι της προθυμίας συνεργασίας των άλλων κρατών, ιδιαίτερα έναντι του ευρωπαϊκού Νότου.
Οποιος ακούει με προσοχή την καγκελάριο παρατηρεί ότι κάνει περίεργη χρήση των όρων «εντιμότητα» και «αλληλεγγύη». Σε συζήτηση πριν από λίγο καιρό με την Anne Will, ζητούσε για την πολιτική του ασύλου και την τελωνειακή διαμάχη με τις ΗΠΑ από τους Ευρωπαίους εταίρους κοινές πολιτικές ενέργειες και επιχειρηματολογούσε σε αυτόν τον συσχετισμό για την εντιμότητα.
Συνήθως είναι η διευθύντρια που αναμένει από τους συνεργάτες της εντιμότητα, ενώ η κοινή πολιτική γραμμή απαιτεί κυρίως αλληλεγγύη, παρά εντιμότητα. Θεωρώντας τις διαφορετικές θέσεις συμφερόντων ο κάθε ένας ή ο άλλος πρέπει να υποτάξει τα δικά του συμφέροντα στα κοινά συμφέροντα. Κι αυτό επειδή η πολιτική του ασύλου δεν θίγεται το ίδιο από τη μετανάστευση σε όλες τις χώρες, για παράδειγμα λόγω της γεωγραφικής τους θέσης.
Δεν έχουν μάλιστα όλες την ίδια δυνατότητα φιλοξενίας των μεταναστών. Ή από την άλλη πλευρά, οι αναγγελθέντες δασμοί των ΗΠΑ για τις εισαγωγές αυτοκινήτων θίγουν τον έναν, στην περίπτωση αυτή τη Γερμανία, περισσότερο από τους άλλους. Σε τέτοιες περιπτώσεις η κοινή πολιτική σημαίνει ότι ο ένας λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα του άλλου και ευθύνεται μαζί του για τις συνέπειες της κοινής πολιτικής απόφασης που ελήφθη. Τα κυρίως γερμανικά συμφέροντα είναι δεδομένα στις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις, το ίδιο όπως και η παρότρυνση για μια κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική.
Το ότι η καγκελάριος σε τέτοιες περιπτώσεις μιλά για «εντιμότητα» εξηγείται από το ότι εδώ και χρόνια κάνει χρήση του όρου «αλληλεγγύη» σε ένα άλλο, οικονομικό στενό πνεύμα. «Αλληλεγγύη κατά της προσωπικής ευθύνης» είναι η δικαιολογητική μορφή που επικράτησε εντός της πολιτικής κρίσης των τελευταίων ετών για την εκπλήρωση των όρων που επιβλήθηκαν από τους πιστωτές στους δανειολήπτες.
Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι η ανανοηματοδότηση του όρου αλληλεγγύη. Αυτή είναι το σημασιολογικό σημείο πάνω στο οποίο η βεβαιότητα ότι εμείς οι Γερμανοί είμαστε οι καλύτεροι Ευρωπαίοι αρχίζει να θρυμματίζεται. Ενάντια σε αυτές τις κραυγές για επιδόσεις μεταφοράς, που δεν υπήρξαν ποτέ, διαρρέουν σταδιακά η ελλιπής νομιμότητα και η αμφίβολη επιτυχία των όρων του δημόσιου προϋπολογισμού με παρακωλύσεις στις επενδύσεις και των τύπων της αγοράς εργασίας, που για ολόκληρες γενιές είχαν αποτέλεσμα την ανεργία.
«Αλληλεγγύη» είναι ένας όρος για την αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ δρώντων που συνδέονται ελεύθερα σε μια κοινή πολιτική γραμμή. Η αλληλεγγύη δεν είναι αγάπη προς τον πλησίον, αλλά ούτε και επιβολή όρων προς όφελος της μιας πλευράς.
Οποιος συμπεριφέρεται αλληλέγγυα, είναι πρόθυμος τόσο για τα μακροπρόθεσμα δικά του συμφέροντα όσο και για το ότι έχει την εμπιστοσύνη ότι και ο άλλος σε μια παρόμοια κατάσταση θα συμπεριφερθεί ακριβώς το ίδιο, ήτοι να αποδέχεται βραχυπρόθεσμα και κάποιες απώλειες. Αμοιβαία εμπιστοσύνη στη δική μας περίπτωση σημαίνει: Εμπιστοσύνη πέραν των εθνικών συνόρων είναι μια επίσης σημαντική εκδοχή όπως το μακροπρόθεσμο ίδιο συμφέρον. Η εμπιστοσύνη γεφυρώνει την προθεσμία μέχρι την πιθανή δοκιμή για μια αναμενόμενη επί της αρχής αντιπαροχή, για την οποία όμως δεν είναι βέβαιο εάν και πότε και πώς θα καταστεί απαιτητή.
Κατά τις διαπραγματεύσεις των μεταρρυθμιστικών προτάσεων του Mακρόν καθυστερούν η Γερμανία και οι πιστωτές να επεκτείνουν τη λειτουργική νομισματική κοινότητα υπό τους όχι καλύτερους όρους για μια πολιτική Ευρωπαϊκή Ενωση. Εδώ θα έπρεπε μια δημοκρατική ευρωζώνη όχι μόνο να είναι «σταθερή» κατά κερδοσκοπιών – με μια σταθερή τραπεζική ένωση, έναν αντίστοιχο πτωχευτικό κώδικα, μια κοινή ασφάλιση των επενδύσεων για τις καταθέσεις και ένα νομισματικό κεφάλαιο που θα ελέγχεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Αλλά θα έπρεπε κυρίως να είναι ενισχυμένη με αρμοδιότητες και δημόσια μέσα για επεμβάσεις κατά των περαιτέρω οικονομικών και κοινωνικών διαφορετικών κρίσεων των κρατών-μελών. Δεν πρόκειται μόνο για τη δημοσιονομική σταθερότητα, αλλά για τη σύγκλιση, δηλαδή για την αξιόπιστη πολιτική πρόθεση των οικονομικά και πολιτικά ισχυρών μελών να εξαργυρώσουν τη χαμένη εμπιστοσύνη του κοινού νομίσματος σε συγκλίνουσες οικονομικές εξελίξεις.
Ο δεξιός λαϊκισμός μπορεί να θέτει προκαταλήψεις κατά των μεταναστών και να καλύπτει τους σύγχρονους φόβους της ανασφαλούς μεσαίας τάξης. Αλλά τα συμπτώματα δεν είναι η ίδια η ασθένεια. Η βαθιά υφιστάμενη αιτία της πολιτικής οπισθοδρόμησης αποτελεί τη σταθερή απογοήτευση για το ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση δεν λείπει η απαραίτητη πολιτική ικανότητα του πράττειν, για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα των κρατών-μελών.
Ο δεξιός λαϊκισμός βασίζεται κυρίως στη διαδεδομένη αντίληψη των θιγόμενων ότι στην Ευρωπαϊκή Ενωση απουσιάζει η πολιτική βούληση: να γίνει ικανή προς το πράττειν. Ο πυρήνας της Ευρώπης που σήμερα βρίσκεται σε αποσύνθεση, συγκροτεί υπό τη μορφή μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης με την ικανότητά της να πράττει, τη μοναδική πιθανή δύναμη κατά μιας περαιτέρω καταστροφής του κοινωνικού μας μοντέλου. Με τη σημερινή μορφή της η Ενωση μπορεί αυτή την επικίνδυνη αστάθεια μόνο να την επιταχύνει.
Η αιτία της επικρατούσας αποσύνθεσης της Ευρώπης είναι η αυξανόμενη ρεαλιστική επίγνωση των ευρωπαϊκών πληθυσμών ότι απουσιάζει η αξιόπιστη πολιτική βούληση για να ξεφύγουμε από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Αντ’ αυτού συρρικνώνονται οι πολιτικές ελίτ σε μια δειλή δημοσκοπικά κατευθυνόμενη καιροσκοπία για τη βραχυπρόθεσμη διατήρησή τους στην εξουσία. Είμαι της γνώμης ότι οι πολιτικές ελίτ –και πρωτίστως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα– έχουν κανονιστικά μειωμένες απαιτήσεις από τους ψηφοφόρους τους.
Το ότι αυτή η άποψη δεν είναι μόνο ένας αντικατοπτρισμός φιλοσοφικών ιδεών, δείχνει η νεότερη δημοσίευση της ερευνητικής ομάδας του Jürgen Gerhards, ο οποίος εδώ και πολλά έτη διεξάγει σε μεγάλο επίπεδο έξυπνες συγκριτικές έρευνες για το θέμα της προθυμίας επίδειξης της αλληλεγγύης σε 13 κράτη-μέλη της Ε.Ε.: εν τω μεταξύ όχι μόνο δεν δημιουργήθηκε μια διαφορετική συνείδηση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αλλά ακόμη περισσότερο εκδηλώθηκε υψηλό ποσοστό απροθυμίας για τη στήριξη ευρωπαϊκών πολιτικών, που θα πριμοδοτούσε μια ανακατανομή των εθνικών συνόρων.
Η ιταλική κρίση είναι ίσως η τελευταία ευκαιρία για να σκεφτούμε την αισχρότητα, για το ότι επιβάλλεται στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση προς το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών μελών ένα άκαμπτο κανονιστικό σύστημα, χωρίς να υπάρχει μια διακριτική ευχέρεια και η δυνατότητα αρμοδιοτήτων για τη συμφωνία μιας κοινής ευέλικτης πολιτικής. Γι’ αυτό, το πρώτο μικρό βήμα για τη σύνταξη ενός ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, με το οποίο ο Mακρόν εκβίασε τη Mέρκελ, είναι μεγάλης συμβολικής σημασίας.
Το ότι μια ομοσπονδιακή κυβέρνηση που βρίσκεται με την πλάτη στον τοίχο, προβάλλει τη σκληρή αντίστασή της απέναντι σε κάθε μεμονωμένο βήμα ολοκλήρωσης, είναι κωμικό. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί η γερμανική κυβέρνηση πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει τους εταίρους της στο κοινό ζήτημα των σοβαρών θεμάτων, όπως είναι αυτά της πολιτικής για τους πρόσφυγες, της εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής του εμπορίου, ενώ ταυτόχρονα χτίζει με το κεντρικό ερώτημα της επιβίωσης την πολιτική αποσύνθεση της ευρωζώνης.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση εθελοτυφλεί, ενώ παράλληλα ο Γάλλος πρόεδρος δείχνει σαφώς τη βούλησή του να κάνει την Ευρώπη έναν παγκόσμιο παίκτη στην παλαίστρα για μια φιλελεύθερη και δίκαιη παγκόσμια τάξη. Ακόμη και η ανταπόκριση που βρήκε ο συμβιβασμός του Mέσεμπουργκ στον γερμανικό Τύπο είναι παραπλανητική – σαν να είχε ο Mακρόν με τη συγκατάθεση για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό μια άμεση απαραίτητη επιτυχία έναντι μιας ανταλλαγής κατά της υποστήριξής του στην πολιτική του ασύλου της Mέρκελ.
Αυτό θολώνει τη διαφορά τού ότι ο Mακρόν επέτυχε τουλάχιστον την έναρξη μιας ατζέντας που βρίσκεται πέρα από τα συμφέροντα μιας μεμονωμένης χώρας, ενώ η Mέρκελ αγωνίζεται για τη δική της πολιτική επιβίωση. Ο Mακρόν δέχεται ορθώς κριτική για την κοινωνική ανισορροπία των μεταρρυθμίσεών του στην ίδια του τη χώρα. Αλλά προεξέχει το θέμα του ευρωπαϊκού εκτελεστικού προσωπικού, επειδή κρίνει κάθε επίκαιρο πρόβλημα από την προσεγγίζουσα προοπτική και γι’ αυτό ενεργεί δραστικά.
Τον χαρακτηρίζει το θάρρος για μια πολιτική που τη διαμορφώνει. Και τις επιτυχίες της διαψεύδει η κοινωνική άποψη ότι η πολυπλοκότητα της κοινωνίας επιτρέπει μόνο μια δράση που αποφεύγει τις συγκρούσεις.
Στην παλαιά οπτική θέση για την πάντα ίδια ανέλιξη και πτώση των αυτοκρατοριών διαφεύγει η ιστορικά νέα σημερινή κατάσταση. Η λειτουργική πάντα στενά παγκόσμια κοινωνία που μεγαλώνει, είναι όπως και πριν κατακερματισμένη. Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία περί Ιστορίας, σε κάθε ακμή και πτώση των αυτοκρατοριών διαφεύγει την προσοχή η εκάστοτε διαμορφούμενη νέα ιστορική κατάσταση.
Η σημερινή παγκόσμια κοινωνία, λειτουργικώς δομημένη, παραμένει όπως και πριν κατακερματισμένη. Μέσω της πολιτικής, γεννιέται μια κίνηση προς ένα κύμα για υπερεθνικές μορφές πολιτικής ολοκλήρωσης. Οι υποστηρικτές αυτού του πολιτικού ρεαλισμού δεν ξεχνούν ότι κατά την περίοδο του ψυχρού πολέμου, η θεωρία τους ήταν ραμμένη στα μέτρα δύο ορθολογικών παικτών. Πού βρίσκεται η ορθολογικότητα του πολιτικού πράττειν στη σημερινή αρένα;
Εάν θεωρήσουμε το ζήτημα από ιστορική άποψη το απαραίτητο βήμα για μια Ευρωπαϊκή Ενωση ικανή να πράττει πολιτικά, είναι η συνέχιση μιας μαθησιακής διαδικασίας, η οποία ξεκίνησε με τη δημιουργία της εθνικής συνείδησης κατά τον 19ο αιώνα. Τότε η έννοια του χωριού, της πόλης, της περιφέρειας δεν δημιουργήθηκε με τη φυσική εξέλιξη της συνείδησης της εθνικής ένταξης στο κράτος.
Αντιθέτως προσαρμόστηκε αποφασιστικά στους τόνους που έδωσαν οι ηγετικές ομάδες για την υφιστάμενη λειτουργική συνεκτικότητα των σύγχρονων χωρών και των εθνικών οικονομιών τους. Σήμερα οι πληθυσμοί των επιμέρους εθνικών κρατών εντάσσονται σ’ έναν παγκόσμιο καπιταλισμό με λειτουργικά προβλήματα και με αγορές οι οποίες χαρακτηρίζονται μη ρυθμιζόμενες. Σε μια τέτοιου τύπου παγκόσμια συνθήκη, η επιστροφή και η παραμονή στα εθνικά σύνορα δεν μπορεί να είναι η σωστή απάντηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Γάλλοι σεφ μαγειρικής: εκπαιδευτές και συνεργάτες ή σαδιστές που κάνουν εφιαλτική τη ζωή των εκπαιδευομένων και των υφισταμένων τους;

  Εφιάλτες στην κουζίνα Από τα μικρά μπιστρό ώς τα φημισμένα πολυτελή εστιατόρια, οι...