Με τον τρόπο του Κ. Π. Καβάφη
[ΓΡΑΜΜΑ ΕΙΣ ΤΟΝ Α.Κ.][1]
Δεν ξέρω αν σ’ το είχον πει ή γράψει ποτές,
αλλά απ’ του έτους 1907 κατοικώ εις τον δρόμο Λέψιους.[2]
Μετεκόμισα εκ της οδού Ρωσέττης,[3] όπου εζούσα,
εδώ, εις το δεύτερο πάτωμα πολυκατοικίας τριωρόφου,
με μπαλκόνι επιβλητικόν και θέαν εξαίρετον.
Τα απογεύματα, από τας πέντε μέχρι τις οκτώ,
υποδέχομαι στο κόκκινο σαλόνι του σπιτιού
φίλους και επισκέπτας από την Ελλάδα.
Το διαμέρισμα έχει ξυλόγλυπτα παλαιά,
πολυθρόνες βελούδινες, τραπεζάκια
με ψηφιδωτό φίλντισι, μεταξωτά μαξιλάρια
και πορσελάνινες λάμπες στους τοίχους
με τα οικογενειακά πορτρέτα.
(Συχνά, στης μοναξιάς τις ώρες,
τους συνομιλώ όταν ενθυμούμαι
τα νεανικά ή παιδικά δεινά
μέσα στης ιστορίας την ομίχλη.)
Στο τμήμα ταύτης της οδού που Μασσαλία ονομάζεται,
βρίσκεται η κακόφημος συνοικία Αταρίν,[4]
με Έλληνας κατοίκους από πολλών ετών.
Εις το ισόγειο, υπάρχει οίκος ανοχής
με τις πόρνες ευγενικές και στοργικές μαζί μου,
όταν με βλέπουν να εισέρχομαι ή ν’ αποχωρώ.
Εις το κτίριον τούτο είχαν ζήσει το πάλαι ποτέ
καθώς πρέπει άνθρωποι. Απέναντι, βρίσκεται
το Ελληνικό Νοσοκομείο,[5] ενώ, εις την γωνίαν την άλλην,
το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο του Αγίου Σάββα,[6]
όπου και οι λοιποί οίκοι ανοχής.
Ανάμικτα συναισθήματα με πιάνουν,
οσάκις επικεντρώνω το βλέμμα
στις γυναικείες αυτές προσωπίδες,
έτσι καθώς στέκονται στ’ ανοιχτά παράθυρα,
ή στις βρώμικες θύρες, όλο και πιο ελάχιστα ντυμένες,
επειδή η ηλικία των εξεπέρασεν πλέον την ακμήν.
«Πού θα μπορούσα όμως να ζήσω καλύτερα;
Κάτω από μένα, ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας.
Κι απέναντι είναι η εκκλησία,
όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες·
παρακάτω το νοσοκομείο, όπου πεθαίνουμε».[7]
Τα λόγια αυτά παρηγορίαν πρόσκαιρον με δίνουν,
νάρκη που ξεγελά τον χρόνον, σπαταλημένον
εις άγονας και μαρτυρικάς φιλίας, εις αναμονάς μηνών,
μήπως και η τύχη παρ’ ελπίδα αλλάξει
και διαρκέσει επιτέλους αίσια
– μία ακόμη ψευδαίσθησις θα είνε κι αυτό,
που μηδέποτε κατέρρευσε ή άλλαξε
με την παρέλευσιν των ετών.
αλλά απ’ του έτους 1907 κατοικώ εις τον δρόμο Λέψιους.[2]
Μετεκόμισα εκ της οδού Ρωσέττης,[3] όπου εζούσα,
εδώ, εις το δεύτερο πάτωμα πολυκατοικίας τριωρόφου,
με μπαλκόνι επιβλητικόν και θέαν εξαίρετον.
Τα απογεύματα, από τας πέντε μέχρι τις οκτώ,
υποδέχομαι στο κόκκινο σαλόνι του σπιτιού
φίλους και επισκέπτας από την Ελλάδα.
Το διαμέρισμα έχει ξυλόγλυπτα παλαιά,
πολυθρόνες βελούδινες, τραπεζάκια
με ψηφιδωτό φίλντισι, μεταξωτά μαξιλάρια
και πορσελάνινες λάμπες στους τοίχους
με τα οικογενειακά πορτρέτα.
(Συχνά, στης μοναξιάς τις ώρες,
τους συνομιλώ όταν ενθυμούμαι
τα νεανικά ή παιδικά δεινά
μέσα στης ιστορίας την ομίχλη.)
Στο τμήμα ταύτης της οδού που Μασσαλία ονομάζεται,
βρίσκεται η κακόφημος συνοικία Αταρίν,[4]
με Έλληνας κατοίκους από πολλών ετών.
Εις το ισόγειο, υπάρχει οίκος ανοχής
με τις πόρνες ευγενικές και στοργικές μαζί μου,
όταν με βλέπουν να εισέρχομαι ή ν’ αποχωρώ.
Εις το κτίριον τούτο είχαν ζήσει το πάλαι ποτέ
καθώς πρέπει άνθρωποι. Απέναντι, βρίσκεται
το Ελληνικό Νοσοκομείο,[5] ενώ, εις την γωνίαν την άλλην,
το Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο του Αγίου Σάββα,[6]
όπου και οι λοιποί οίκοι ανοχής.
Ανάμικτα συναισθήματα με πιάνουν,
οσάκις επικεντρώνω το βλέμμα
στις γυναικείες αυτές προσωπίδες,
έτσι καθώς στέκονται στ’ ανοιχτά παράθυρα,
ή στις βρώμικες θύρες, όλο και πιο ελάχιστα ντυμένες,
επειδή η ηλικία των εξεπέρασεν πλέον την ακμήν.
«Πού θα μπορούσα όμως να ζήσω καλύτερα;
Κάτω από μένα, ο οίκος ανοχής θεραπεύει τις ανάγκες της σάρκας.
Κι απέναντι είναι η εκκλησία,
όπου συγχωρούνται οι αμαρτίες·
παρακάτω το νοσοκομείο, όπου πεθαίνουμε».[7]
Τα λόγια αυτά παρηγορίαν πρόσκαιρον με δίνουν,
νάρκη που ξεγελά τον χρόνον, σπαταλημένον
εις άγονας και μαρτυρικάς φιλίας, εις αναμονάς μηνών,
μήπως και η τύχη παρ’ ελπίδα αλλάξει
και διαρκέσει επιτέλους αίσια
– μία ακόμη ψευδαίσθησις θα είνε κι αυτό,
που μηδέποτε κατέρρευσε ή άλλαξε
με την παρέλευσιν των ετών.
ΕΝ ΤΗ ΙΣΣΩ ΜΑΧΗ
Στα 333 π.Χ.
[Λυσσώδης μάχη παρά της πόλεως Ισσού
μετά τας Αμανίδας Πύλας ανεμένετο.
Οι Πέρσαι πριν, είχαν εξολοθρεύσει εκεί
άπαντας τους Έλληνας, αφήνοντας
στον τόπο της μάχης ασθενείς και τραυματίας.
Τώρα όμως «πλησίον» του Πινάρου ποταμού
η μάχη ορίσθηκε να γίνῃ, εκεί όπου η φάλαγγά μας
με επιδέξιους ελιγμούς υπερτέρησεν.
Μιλλιούνια σώματα εκείτοντο νεκρά μέσα στις πολυτελείς,
περσικές των ενδυμασίες, λαμπυρίζοντες στις ύστατες
του ηλίου ακτίνες, με το φρέσκο αίμα απ’ τις πληγές
που δεν επρόλαβεν ο αέρας να στεγνώσει.
Εκατέρωθεν του ποταμού ο θάνατος
απλωνόταν ακόμα και μετά τη δείλη.][8]
μετά τας Αμανίδας Πύλας ανεμένετο.
Οι Πέρσαι πριν, είχαν εξολοθρεύσει εκεί
άπαντας τους Έλληνας, αφήνοντας
στον τόπο της μάχης ασθενείς και τραυματίας.
Τώρα όμως «πλησίον» του Πινάρου ποταμού
η μάχη ορίσθηκε να γίνῃ, εκεί όπου η φάλαγγά μας
με επιδέξιους ελιγμούς υπερτέρησεν.
Μιλλιούνια σώματα εκείτοντο νεκρά μέσα στις πολυτελείς,
περσικές των ενδυμασίες, λαμπυρίζοντες στις ύστατες
του ηλίου ακτίνες, με το φρέσκο αίμα απ’ τις πληγές
που δεν επρόλαβεν ο αέρας να στεγνώσει.
Εκατέρωθεν του ποταμού ο θάνατος
απλωνόταν ακόμα και μετά τη δείλη.][8]
Ο Αλκέτας, ο Μακεδών, ξιφομαχούσεν μετά του Πέρσου Σαρέχ,[9]
ενός εκ των Αθανάτων [10] του Δαρείου Γ’ του Κοδομανού.
Μέσα στη σκιά, σε απομονωμένο μέρος, επέμενον στην επικράτησι.
Ήχον οξύν απέδιδον τα ξίφη, αλλά σπασμωδικόν.
Κάτω απ’ τον πολύχρωμον μανδύα,
ο Πέρσης φορούσε μεταλλικό υποκάμισο
και υφασμάτινον σκούφον στην κεφαλήν.
Το βραχύ του δόρυ με χρυσή αιχμή κείτονταν πλαγιαστό σε βράχο.
Γυμνά αρματωμένος έσπευσε στη μάχη και ο Μακεδόνας·
η σάρισα ήτο το ίδιο αφημένη κατά γης.
Ωστόσο η κούραση γρήγορα κατέλαβε τους αντιμαχομένους.
Ξάφνου, ο Αλκέτας μπόρεσε να δει καθαρά το πρόσωπο του
αντιπάλου: Τον ιδρώτα στο μέτωπο, το τέλειο περίγραμμα,
το σκιασμένο βλέμμα, τα φρύδια τα καλλίγραμμα,
τα πλούσια, μαύρα μαλλιά και την στιλπνή γενειάδα.
ενός εκ των Αθανάτων [10] του Δαρείου Γ’ του Κοδομανού.
Μέσα στη σκιά, σε απομονωμένο μέρος, επέμενον στην επικράτησι.
Ήχον οξύν απέδιδον τα ξίφη, αλλά σπασμωδικόν.
Κάτω απ’ τον πολύχρωμον μανδύα,
ο Πέρσης φορούσε μεταλλικό υποκάμισο
και υφασμάτινον σκούφον στην κεφαλήν.
Το βραχύ του δόρυ με χρυσή αιχμή κείτονταν πλαγιαστό σε βράχο.
Γυμνά αρματωμένος έσπευσε στη μάχη και ο Μακεδόνας·
η σάρισα ήτο το ίδιο αφημένη κατά γης.
Ωστόσο η κούραση γρήγορα κατέλαβε τους αντιμαχομένους.
Ξάφνου, ο Αλκέτας μπόρεσε να δει καθαρά το πρόσωπο του
αντιπάλου: Τον ιδρώτα στο μέτωπο, το τέλειο περίγραμμα,
το σκιασμένο βλέμμα, τα φρύδια τα καλλίγραμμα,
τα πλούσια, μαύρα μαλλιά και την στιλπνή γενειάδα.
Κατέβασε όπλο και ασπίδα και τον εκοίταζεν έκθαμβος.
Το ίδιο κι ο Πέρσης έπραξεν.
Ο χρόνος προσμετρούσεν τώρα ανάσες και αμοιβαία βλέμματα.
Ωστόσο δεν εκράτησεν πολύ αυτή η στάσις.
Ορμώντας ο Σαλέχ, με το ξίφος εις το στέρνον τον διαπέρασεν.
Πέφτοντας ο Μακεδών, μόλις που πρόλαβε μια χειρονομία
να κάνει στον αέρα, κάτι σαν νεύμα ή παραδοχή στοργής,
ελπίζοντας να γίνει κατανοητή
μέσα στο ακαριαίο βύθισμα του θανάτου.
Το ίδιο κι ο Πέρσης έπραξεν.
Ο χρόνος προσμετρούσεν τώρα ανάσες και αμοιβαία βλέμματα.
Ωστόσο δεν εκράτησεν πολύ αυτή η στάσις.
Ορμώντας ο Σαλέχ, με το ξίφος εις το στέρνον τον διαπέρασεν.
Πέφτοντας ο Μακεδών, μόλις που πρόλαβε μια χειρονομία
να κάνει στον αέρα, κάτι σαν νεύμα ή παραδοχή στοργής,
ελπίζοντας να γίνει κατανοητή
μέσα στο ακαριαίο βύθισμα του θανάτου.
ΤΩΝ ΑΙΝΙΓΜΑΤΩΝ Η ΑΙΓΛΗ
Αναμφιβόλως, η ποιητική συλλογή Τα Αινίγματα
του Πολύβιου, νεαρότατου ανθυπολοχαγού της Αγγλικής Φρουράς
εις Πορτ Σάιντ, υιού Αγγλοέλληνος φωτογράφου,
με Αλεξανδρινάς ρίζας, ήτο θαυμασία.
Του έγραψα κριτικήν επαινεστάτην εις το περιοδικόν
Νέα Ζωή, κι αυτός, εις αντάλλαγμα,
προσεφέρθη να με συναντήσει.
του Πολύβιου, νεαρότατου ανθυπολοχαγού της Αγγλικής Φρουράς
εις Πορτ Σάιντ, υιού Αγγλοέλληνος φωτογράφου,
με Αλεξανδρινάς ρίζας, ήτο θαυμασία.
Του έγραψα κριτικήν επαινεστάτην εις το περιοδικόν
Νέα Ζωή, κι αυτός, εις αντάλλαγμα,
προσεφέρθη να με συναντήσει.
Έκανε ζέστη, ήτο Ιούνιος όταν τον ανέμενον
στο καφέ του ξενοδοχείου «Μετροπόλ»,
στον τέταρτον όροφο του οποίου στεγάζονται
τα γραφεία της Εταιρείας Υδρεύσεως,
όπου ειργαζόμην από πολλών ετών,
– φράσις επονείδιστος δι’ εμέ, όπου είμαι πλέον
εις το γέρμα του βίου και εις το αόρατον
και ανεπαίσθητον του θανάτου δίχτυ.
στο καφέ του ξενοδοχείου «Μετροπόλ»,
στον τέταρτον όροφο του οποίου στεγάζονται
τα γραφεία της Εταιρείας Υδρεύσεως,
όπου ειργαζόμην από πολλών ετών,
– φράσις επονείδιστος δι’ εμέ, όπου είμαι πλέον
εις το γέρμα του βίου και εις το αόρατον
και ανεπαίσθητον του θανάτου δίχτυ.
Ο νεαρός κατέφθασεν με την Αγγλίδαν σύντροφόν του.
Ενδεδυμένος με την στολήν, έλαμπεν μες τα παράσημα,
(αξιώματα της ξηράς και όχι ενδόξου πολέμου),
το ίδιο κι εκείνην, παρ’ όλο που εφαίνετο κατά πολύ
μεγαλυτέρα με το πτυχοειδές της φόρεμα,
το έντονο φτιασίδωμα, κορδέλα και άνθη
πίσω απ’ το ανασηκωμένο γείσον του καπέλου.
Με χαιρέτησεν τυπικώς, ενώ κρατούσεν
εις την παλάμην της τη δική του.
(αξιώματα της ξηράς και όχι ενδόξου πολέμου),
το ίδιο κι εκείνην, παρ’ όλο που εφαίνετο κατά πολύ
μεγαλυτέρα με το πτυχοειδές της φόρεμα,
το έντονο φτιασίδωμα, κορδέλα και άνθη
πίσω απ’ το ανασηκωμένο γείσον του καπέλου.
Με χαιρέτησεν τυπικώς, ενώ κρατούσεν
εις την παλάμην της τη δική του.
Όταν ήλθαν τα κεράσματα,
η συζήτησίς μας, κορυφωμένη περί τα ποιητικά,
ήτο ψυχρά ήδη. Ο ποιητής σαστισμένος έδειχνεν,
φοβισμένος μάλλον, ενώ η κοπέλα αδιάφορη,
έχοντας μονίμως το βλέμμα στα σταθμευμένα
πλάι στους φοίνικες παϊτόνια της πλατείας Μανσσεγιά.
Κάποια στιγμή, ο Πολύβιος έβγαλεν ένα ποίημα
που μου είχεν αφιερώσει. Ήτο μέτριο, δεν θύμιζε καν
των Αινιγμάτων την αίγλη.
Ούτε που πρόλαβα τίποτε να ειπώ,
όταν μου ανεκοίνωσεν τον γάμον του εις δέκα ημέρας
εις το Πορτ Σάιντ, κι εκείνη να γέρνει τότε εύχαρις
το κεφάλι τρυφερά εις τον ώμον του.
Τα βλέμματά των, άκρως σημαίνοντα,
μου προεκάλεσαν αίφνης ενοχήν και καταισχύνην.
η συζήτησίς μας, κορυφωμένη περί τα ποιητικά,
ήτο ψυχρά ήδη. Ο ποιητής σαστισμένος έδειχνεν,
φοβισμένος μάλλον, ενώ η κοπέλα αδιάφορη,
έχοντας μονίμως το βλέμμα στα σταθμευμένα
πλάι στους φοίνικες παϊτόνια της πλατείας Μανσσεγιά.
Κάποια στιγμή, ο Πολύβιος έβγαλεν ένα ποίημα
που μου είχεν αφιερώσει. Ήτο μέτριο, δεν θύμιζε καν
των Αινιγμάτων την αίγλη.
Ούτε που πρόλαβα τίποτε να ειπώ,
όταν μου ανεκοίνωσεν τον γάμον του εις δέκα ημέρας
εις το Πορτ Σάιντ, κι εκείνη να γέρνει τότε εύχαρις
το κεφάλι τρυφερά εις τον ώμον του.
Τα βλέμματά των, άκρως σημαίνοντα,
μου προεκάλεσαν αίφνης ενοχήν και καταισχύνην.
Φεύγοντας, ενθυμούμαι πως ο ήλιος ήτο σιμά εις την δύσιν του,
και δυνατός αγέρας φυσούσε απ’ την παραλία.
Το αφιερωμένο ποίημα απ’ τα χέρια μου αίφνης εγλίστρησεν.
Παρεσυρμένο απ’ το αραιό σύννεφον της άμμου
εχάθη προς το μέρος της θάλασσας που φυραίνει με τα χρόνια.
και δυνατός αγέρας φυσούσε απ’ την παραλία.
Το αφιερωμένο ποίημα απ’ τα χέρια μου αίφνης εγλίστρησεν.
Παρεσυρμένο απ’ το αραιό σύννεφον της άμμου
εχάθη προς το μέρος της θάλασσας που φυραίνει με τα χρόνια.
Δεν ελυπήθην δια το αφιερωμένο ποίημα που έχασα,
όσο δια την τέχνη της ποιήσεως,
που ίσως με τον γάμον ατονήσει και λησμονηθεί,
και σβήσει δια παντός η ικανότης εκείνη,
και της δημιουργίας των στίχων η υπεροχή.
όσο δια την τέχνη της ποιήσεως,
που ίσως με τον γάμον ατονήσει και λησμονηθεί,
και σβήσει δια παντός η ικανότης εκείνη,
και της δημιουργίας των στίχων η υπεροχή.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στάθηκε αδύνατο να βρεθεί ποιος φίλος ή γνωστός του ποιητή κρύβεται πίσω απ’ τα κεφαλαία γράμματα Α.Κ. Ο τίτλος σε αγκύλες δηλώνει πως επρόκειτο μελλοντικά να αλλάξει.
[2] Karl (ή Carl) Richard Lepsius (1810-1884). Πρώσος καθηγητής με εξαιρετικές σπουδές στην Ελληνική, Ρωμαϊκή Ιστορία και Αρχαιολογία, αλλά το επιστημονικό έργο του για την Αρχαία Αίγυπτο και την Αιθιοπία τον κατατάσσει ως έναν απ’ τους μεγάλους Αιγυπτιολόγους.
[3] Η οδός Ρωσέττης ή Ροζέττης, πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, φιλοξενεί απ’ τις αρχές του αιώνα και «πατινάζ». Την 1η Δεκεμβρίου 1904 σημειώνεται μια αλλαγή στην ιδιωτική ζωή του Κ. Καβάφη. Τα αδέλφια του και ο ίδιος αποφασίζουν να διαλύσουν το σπίτι της οδού Ραμλίου. Ο Τζων θα εγκατασταθεί στο Κάιρο, ενώ ο Κωνσταντίνος με τον Παύλο νοικιάζουν ένα ισόγειο διαμέρισμα στην οδό Ρωσέττης 17 – σήμερα ονομάζεται λεωφόρος Χορένα, όπως πληροφορεί ο Τσίρκας (αρχείο Ε.Λ.I.Α.).
[4] Attarin: Συνοικία των παλαιοπωλείων, όπου πουλιούνται έπιπλα, πορσελάνες, αλλά και λογοτεχνικοί θησαυροί.
[5] Ο Ηπειρώτης Θεόδωρος Tοσίτσας ιδρύει στην Aλεξάνδρεια το πρώτο ελληνικό νοσοκομείο το 1840, ενώ τρία χρόνια, μετά δημιουργείται η πρώτη ελληνική κοινότητα με επίτιμο πρόεδρο τον Mιχαήλ Tοσίτσα.
[6] Τρίτο στη σειρά μετά τα Πατριαρχεία Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, το Παλαίφατο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας αποτέλεσε στα χρόνια της ακμής του μία από τις λαμπρότερες χριστιανικές εκκλησίες της Ανατολής. Σήμερα, ο Πατριαρχικός Θρόνος του Αγίου Μάρκου (ιδρυτής του ανάμεσα στα έτη 40-62 μ.Χ.) κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των ορθοδόξων ανά τον κόσμο εκκλησιών, στην ιεραποστολική δράση, πορεία και μαρτυρία, με 27 Ιεραποστολικές Ιερές Μητροπόλεις και 6 Ιεραποστολικές Επισκοπές στην αφρικανική ήπειρο. Αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο των Ελλήνων της Αιγύπτου που έχουν απομείνει. Επί της εποχής του Κ. Καβάφη διετέλεσαν οι εξής επίσκοποι: Ιάκωβος Β’ (1861-1865), Νικάνωρ (1866-1869), Σωφρόνιος Δ’ (1870-1899), Φώτιος (1900-1925), Μελέτιος Β’ Μεταξάκης (1926-1935). Σήμερα στον πατριαρχικόν θρόνο διατελεί επίσκοπος ο Θεόδωρος Β’ (2004 -).
[7] Γνωστή φράση του ιδίου του Κ. Καβάφη.
[8] Το πρώτο μέρος του ποιήματος, ίσως απορριπτόμενο από τον ποιητή, βρέθηκε σε άλλο φάκελο.
[9]Sareh = όνομα Πέρση. Σημαίνει: αγνός, καθαρός.
[10] Οι Αθάνατοι κρατούσαν μεγάλη ασπίδα με δερμάτινη επικάλυψη, η οποία όμως ήταν ευάλωτη. Κάτω από τον πολύχρωμο μανδύα τους φορούσαν μεταλλικό πουκάμισο, ενώ στο κεφάλι υφασμάτινο σκούφο ή τιάρα. Στη μάχη έφεραν κοντό δόρυ, σπαθί ή μεγάλο εγχειρίδιο, τόξο και βέλη. Το δόρυ αποτελούσε και μέσο διάκρισης των απλών στρατιωτών από τους αξιωματικούς, καθώς η αιχμή των πρώτων ήταν από ασήμι, ενώ των δεύτερων από χρυσό.
[1] Στάθηκε αδύνατο να βρεθεί ποιος φίλος ή γνωστός του ποιητή κρύβεται πίσω απ’ τα κεφαλαία γράμματα Α.Κ. Ο τίτλος σε αγκύλες δηλώνει πως επρόκειτο μελλοντικά να αλλάξει.
[2] Karl (ή Carl) Richard Lepsius (1810-1884). Πρώσος καθηγητής με εξαιρετικές σπουδές στην Ελληνική, Ρωμαϊκή Ιστορία και Αρχαιολογία, αλλά το επιστημονικό έργο του για την Αρχαία Αίγυπτο και την Αιθιοπία τον κατατάσσει ως έναν απ’ τους μεγάλους Αιγυπτιολόγους.
[3] Η οδός Ρωσέττης ή Ροζέττης, πλατύς και πολυσύχναστος δρόμος, φιλοξενεί απ’ τις αρχές του αιώνα και «πατινάζ». Την 1η Δεκεμβρίου 1904 σημειώνεται μια αλλαγή στην ιδιωτική ζωή του Κ. Καβάφη. Τα αδέλφια του και ο ίδιος αποφασίζουν να διαλύσουν το σπίτι της οδού Ραμλίου. Ο Τζων θα εγκατασταθεί στο Κάιρο, ενώ ο Κωνσταντίνος με τον Παύλο νοικιάζουν ένα ισόγειο διαμέρισμα στην οδό Ρωσέττης 17 – σήμερα ονομάζεται λεωφόρος Χορένα, όπως πληροφορεί ο Τσίρκας (αρχείο Ε.Λ.I.Α.).
[4] Attarin: Συνοικία των παλαιοπωλείων, όπου πουλιούνται έπιπλα, πορσελάνες, αλλά και λογοτεχνικοί θησαυροί.
[5] Ο Ηπειρώτης Θεόδωρος Tοσίτσας ιδρύει στην Aλεξάνδρεια το πρώτο ελληνικό νοσοκομείο το 1840, ενώ τρία χρόνια, μετά δημιουργείται η πρώτη ελληνική κοινότητα με επίτιμο πρόεδρο τον Mιχαήλ Tοσίτσα.
[6] Τρίτο στη σειρά μετά τα Πατριαρχεία Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως, το Παλαίφατο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας αποτέλεσε στα χρόνια της ακμής του μία από τις λαμπρότερες χριστιανικές εκκλησίες της Ανατολής. Σήμερα, ο Πατριαρχικός Θρόνος του Αγίου Μάρκου (ιδρυτής του ανάμεσα στα έτη 40-62 μ.Χ.) κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των ορθοδόξων ανά τον κόσμο εκκλησιών, στην ιεραποστολική δράση, πορεία και μαρτυρία, με 27 Ιεραποστολικές Ιερές Μητροπόλεις και 6 Ιεραποστολικές Επισκοπές στην αφρικανική ήπειρο. Αποτελεί ένα σημαντικό στοιχείο των Ελλήνων της Αιγύπτου που έχουν απομείνει. Επί της εποχής του Κ. Καβάφη διετέλεσαν οι εξής επίσκοποι: Ιάκωβος Β’ (1861-1865), Νικάνωρ (1866-1869), Σωφρόνιος Δ’ (1870-1899), Φώτιος (1900-1925), Μελέτιος Β’ Μεταξάκης (1926-1935). Σήμερα στον πατριαρχικόν θρόνο διατελεί επίσκοπος ο Θεόδωρος Β’ (2004 -).
[7] Γνωστή φράση του ιδίου του Κ. Καβάφη.
[8] Το πρώτο μέρος του ποιήματος, ίσως απορριπτόμενο από τον ποιητή, βρέθηκε σε άλλο φάκελο.
[9]Sareh = όνομα Πέρση. Σημαίνει: αγνός, καθαρός.
[10] Οι Αθάνατοι κρατούσαν μεγάλη ασπίδα με δερμάτινη επικάλυψη, η οποία όμως ήταν ευάλωτη. Κάτω από τον πολύχρωμο μανδύα τους φορούσαν μεταλλικό πουκάμισο, ενώ στο κεφάλι υφασμάτινο σκούφο ή τιάρα. Στη μάχη έφεραν κοντό δόρυ, σπαθί ή μεγάλο εγχειρίδιο, τόξο και βέλη. Το δόρυ αποτελούσε και μέσο διάκρισης των απλών στρατιωτών από τους αξιωματικούς, καθώς η αιχμή των πρώτων ήταν από ασήμι, ενώ των δεύτερων από χρυσό.
Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε το 1955 και σπούδασε Ελληνική Φιλολογία. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του Βήματα σε λιθόστρωτο (Διάπλαση 2018). Έχει επίσης κυκλοφορήσει τη συλλογή διηγημάτων Ένα πακέτο Άρωμα (Κέδρος 1995), τη νουβέλα Άλκης (Μεταίχμιο 2003), το ταξιδιωτικό κείμενο Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια (Κέδρος 2006), την ποιητική συλλογή Άβατοι Τόποι [(.poema..) 2015] και τα μυθιστορήματα Απέραντες συνοικίες (Κέδρος 2001), Χαιρετίσματα από το Νότο (Κέδρος 2003, στο οποίο βασίστηκε η ταινία του Δημήτρη Μακρή Χαιρέτα μας τον πλάτανο – ξένος τίτλος E tanti saluti, που διαγωνίστηκε το 2004 στο 54ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης) και Φραγή εισερχομένων κλήσεων
(Μεταίχμιο 2006). Ασχολείται με τη ζωγραφική, την τέχνη του κολάζ και
τη μετάφραση κειμένων της λατινικής γραμματείας. Διηγήματα, ποιήματα και
κριτικές του έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά
του έντυπου και ηλεκτρονικού τύπου. Από το 2004 είναι μέλος της
Εταιρείας Συγγραφέων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου