Τάσος Καλούτσας: Υπό το κράτος του τρόμου
Δημήτρης Κόκορης
Πηγή: frear.gr
*Στο τεύχος 22 του περιοδικού ΦΡΕΑΡ
(Ιούλιος 2018, σ. 442-444) δημοσιεύτηκε η παρακάτω βιβλιοκρισία με ένα
λάθος και μία παράλειψη: εδώ αφαιρέθηκε ο τίτλος, που δεν σχετίζεται με
το περιεχόμενο του βιβλίου και παρεισέφρησε στην έντυπη δημοσίευση λόγω
του δαίμονος της στοιχειοθέτησης, ενώ στην τρίτη παράγραφο προστέθηκαν...
οι δύο τελευταίες περίοδοι!
Τάσος Καλούτσας,
Υπό το κράτος του τρόμου,
Μεταίχμιο, Αθήνα 2018.
Η συλλογή διηγημάτων Υπό το κράτος του τρόμου είναι το έκτο βιβλίο αφηγηματικής πρόζας του Τάσου Καλούτσα. Προηγήθηκαν Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα (1987), Το κλαμπ και άλλα διηγήματα (1990), Το καινούργιο αμάξι (1995), Το τραγούδι των Σειρήνων (2000) και Η ωραιότερη μέρα της (2010).
Ο συγγραφέας εξακολουθεί να απλώνει την ευαισθησία του και την
καλλιτεχνική του έκφραση σε κείμενα μικρής φόρμας, τα οποία συγκροτούν
τις πλούσιες αποχρώσεις μιας σύνθετης και βαθιάς φωνής που αναδιφά την
ανθρώπινη ύπαρξη, θεμελιωμένη στη βιωματική ειλικρίνεια και σε δόκιμους
αφηγηματικούς και γλωσσικούς χειρισμούς.Μεταίχμιο, Αθήνα 2018.
Στα κείμενα του βιβλίου αποτυπώνονται με ψυχογραφική εμβάθυνση και συγκινησιακή δραστικότητα ορισμένες όψεις του πολυσύνθετου πλέγματος που συγκροτούν οι ανθρώπινες σχέσεις: φόβος από τη συνεχώς επιδεινούμενη κρίση και τη διόγκωση των φαινομένων κοινωνικής παθογένειας, μοναξιά, δυσαρμονία στην επικοινωνία των ανθρώπων, φθορά του χρόνου και αναπόδραστος θάνατος, εγκατάλειψη, προδοσία, συναισθηματικές εμπλοκές και εξαρτήσεις από γονείς, στενούς, συγγενείς, γείτονες και φίλους, η γαλήνια αλλά και η αγριωπή όψη της φύσης, η σύνδεση του ανθρώπου με πτηνά και γενικότερα με ζώα, ο παράδεισος της παιδικής ηλικίας ως αντίδοτο στην πίεση μιας δύσκολης καθημερινότητας. Η μνήμη και το βίωμα αποτελούν κεντρικούς άξονες αναμόχλευσης του συναισθηματικού κοιτάσματος που αναδύεται με ορμή και αφήνει συχνά να λάμψει και η σπίθα μιας ελπίδας, που υποκρύπτει την αγωνία της προσμονής για βελτίωση των πραγμάτων και για ψυχική συμφιλίωση με τα μοιραία και αναπόδραστα, όπως η φθορά και ο θάνατος.
Η βιωματικά ειλικρινής και υπαρξιακά φορτισμένη διηγηματογραφία του Τάσου Καλούτσα θεμελιώνεται σε ορισμένες βασικές αφηγηματικές τεχνικές. Διακρίνεται από ενότητα χώρου, από σαφές περίγραμμα του κεντρικού θέματος, από ολιγάριθμα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, από έλλογα ελεγχόμενες χρονικές εναλλαγές. Ο δημιουργός δείχνει να προτιμά τον μεικτό αφηγηματικό τρόπο, κατά την εκτύλιξη του οποίου εντοπίζονται διαδοχικά η αφήγηση και οι ομιλούσες φωνές των διηγηματικών ηρώων. Σε ορισμένα κείμενα του βιβλίου (π.χ. «Το χόμπι», «Ο άσος της νύχτας», «Τα κιούπια με τις ελιές»), ο συγγραφέας επιλέγει την αντικειμενικά δομημένη τριτοπρόσωπη αφήγηση, τιθασεύοντας με αυτόν τον χειρισμό τον κίνδυνο της συναισθηματικής υπερεκχείλισης, ενώ σε άλλα (π.χ. «Όλα εντάξει», «Όνειρο μιας ζωής», «Οι ψυχές πετάνε σαν πουλιά») αξιοποιεί την αμεσότητα και τη ζωντάνια της πρωτοπρόσωπης αφήγησης, παραχωρώντας τα αφηγηματικά ηνία σε πρόσωπο που ανήκει στους ήρωες του διηγήματος. Το διήγημα «Υπό το κράτος του τρόμου», το οποίο επιστεγάζει ως τίτλος του τόμου και τα υπόλοιπα, είναι το εκτενέστερο και το τεχνικά συνθετότερο κείμενο του βιβλίου. Το θέμα είναι η λογοτεχνική γραφή και ο εύθραυστος ψυχισμός του συγγραφέα – δημιουργού. Εδώ», μάλιστα, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί δημιουργικά ένα παλαιό τέχνασμα, το οποίο είχε αξιοποιήσει και στο «Χυτήριο» από τη συλλογή διηγημάτων Η ωραιότερη μέρα της: το πεζογράφημα μέσα στο πεζογράφημα. Αυτή η μέθοδος είναι γνωστή στην αφηγηματολογία με τον γαλλικό όρο «mise en abyme» και εδώ διακριβώνεται, εφόσον η τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, που καθρεφτίζεται στην προσωπικότητα του συγγραφέα – δημιουργού, φωτίζεται και από το κείμενο του συγγραφέα – λογοτεχνικού ήρωα και από κριτικά κείμενα που γράφτηκαν γι’ αυτό. Όλα αυτά λειτουργικά παρουσιασμένα σαν δημιουργήματα των λογοτεχνικών προσώπων και ως απόρροιες της συγγραφικής επινοητικότητας του Τάσου Καλούτσα. Στο διήγημα φαίνεται να έχουν αξιοποιηθεί και στοιχεία του διαλόγου ως γραμματειακού είδους από την αρχαιότητα καταξιωμένου. Ο Διάλογος (1824) του Διονυσίου Σολωμού ως μείζον έργο της νεοελληνικής λογοτεχνίας ή οι Διάλογοι σε μοναστήρι (1974) του Κωνσταντίνου Τσάτσου ως έλασσον έχουν τη ρίζα τους στους διάσημους πλατωνικούς διαλόγους, που χτισμένοι στους αντίπαλους λόγους δύο, συνήθως προσώπων – αυτό έκανε και ο Τάσος Καλούτσας στο εν λόγω διήγημα – δεν εκλαμβάνονται αποκλειστικώς και μόνο ως φιλοσοφικά συγγράμματα αλλά διαβάζονται και ως έργα ενός χαρισματικού λογοτέχνη που αξιοποίησε τη μορφή του Σωκράτη όχι απλώς ως φιλοσοφική αλλά και ως λογοτεχνική persona (ειρήσθω εν παρόδω: στο διήγημα ο Τάσος Καλούτσας αναφέρει το όνομα «Πλάτωνας» ως προσωνύμιο ενός παράπλευρου λογοτεχνικού προσώπου, το οποίο, κατά μία έννοια, προοικονομεί το τέλος του συγγραφέα – λογοτεχνικού ήρωα). Μία άλλη πηγή, από την οποία ο συγγραφέας ενδεχομένως άντλησε δομικά στοιχεία για το συγκεκριμένο αφήγημα, είναι το διήγημα «Μνήμη» του Στρατή Τσίρκα. Και αυτό οικοδομήθηκε υπό μορφήν διαλόγου και έχει θέμα τη λογοτεχνική γραφή, ενώ προφανώς ο Καλούτσας δεν το γνωρίζει απλώς ως αναγνώστης, αλλά το έχει διδάξει και ως φιλόλογος (μπορεί και κατ’ επανάληψιν) κατά την ευδόκιμη εκπαιδευτική θητεία του (η «Μνήμη» του Τσίρκα περιλαμβάνεται εδώ και αρκετά χρόνια σε σχολικά λογοτεχνικά ανθολόγια).
Ο Τάσος Καλούτσας χρωματίζει υφολογικά τα πεζογραφήματά του, αξιοποιώντας την καλοδιαλεγμένη λέξη, τον ακριβόλογο προσδιορισμό, τον καλά επεξεργασμένο ρυθμό της συντακτικής περιόδου. Παραθέτουμε χαρακτηριστικά δείγματα αυτού του επιτονισμού της συγγραφικής φωνής:
Μετά έσκυψε από το μπαλκόνι και αφουγκράστηκε τη μεγαλόπρεπη σιωπή, τη σαγηνευτική γαλήνη που κυριαρχούσε στο νυχτερινό τοπίο και τύλιγε ως πέρα τη φωταγωγημένη πόλη (σ.37).Οι υφολογικοί χρωματισμοί, ωστόσο, δεν είναι πλαδαροί ούτε και εξεζητημένοι, ώστε να δίνουν την εντύπωση της λογοτεχνικής πόζας. Υπολογισμένοι με μαεστρία, προσφερόμενοι σε δόσεις ελκυστικές, ποσοτικά λελογισμένοι και γερά προσαρμοσμένοι στον αφηγηματικό ιστό, αποτελούν ένα από τα γοητευτικότερα γνωρίσματα της γραφής του Τάσου Καλούτσα, αλλά είναι – κατά τη γνώμη μας – και στοιχείο που όλο και σπανιότερα αξιοποιείται στο έργο των σύγχρονων πεζογράφων μας.
Η ακύμαντη γραμμή της θάλασσας, ο γαλάζιος θόλος τ’ ουρανού, που γέρνει απαλά πάνω της, η έλλειψη πολυκοσμίας και τροχοφόρων σ’ αυτό το θέρετρο, που διαδέχεται την άκρα ησυχία της νύχτας, κυρίως όμως το φουντωμένο πράσινο γύρω του, υπόσχονται μια καλύτερη μέρα, ίσως εκθαμβωτική – μέρα νηφαλιότητας και καλοσύνης, που θα συνηγορούσε, σαν να λέγαμε, στην επικράτηση και στην απαραβίαστη συνέχιση της ζωής (σ. 149).
Το νερό κυλούσε κελαρυστό και η μυρωδιά του θύμιζε πολυκαιρισμένο βρύο. Του θύμισε τα γλιτσιασμένα ρυάκια στις ρεματιές, στα ανατολικά της πόλης, όπου τριγυρνούσε μικρός πλατσουρίζοντας ξυπόλυτος με την παρέα του, ψάχνοντας για βατράχια και γυρίνους. Τα ίδια ψηλά αγριόχορτα, με τις κυματιστές σειρές από παπαρούνες ανάμεσα στις αφάνες, φύτρωναν και σ’ αυτό τον λάκκο (σ. 156).
Δύο ακόμη στοιχεία, που αξιοποιούνται υψηλόβαθμα στο συγκεκριμένο βιβλίο, είναι η φιλαναγνωσία και η κινηματογραφοφιλία της συγγραφικής φωνής. Ανιχνεύονται δημιουργικά ενσωματωμένες στον κειμενικό ιστό αναφορές σε σημαντικά λογοτεχνικά ή και φιλολογικά έργα (όπως στο Καρυδότσουφλο του Ίαν ΜακΓιούαν – σ. 25, σε δοκιμιακής υφής σκέψη του Κώστα Χατζόπουλου – σ. 145, στα Τρία κρυφά ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη – σ. 179, στο Κλειδωμένο δωμάτιο του Πολ Όστερ – σ. 189, στην Περιπέτεια ενός βιβλίου του Νίκου Καχτίτση – σ. 213, αλλά και στον Λεπιδοπτερολόγο της αγωνίας – σ. 212, τη μελέτη του Γιώργου Δανιήλ για τον Νίκο Καχτίτση). Οι αναφορές εκτείνονται και σε κλασικές ταινίες των δεκαετιών του ’40 και του ’50 (όπως στα Λύτρα του πόνου του Κέρτις Μπέρνχαρντ – σ. 208-209, στην Κολασμένη αγάπη του Μπίλι Γουάιλντερ-σ. 218, στον Άγνωστο του εξπρές του Άλφρεντ Χίτσκοκ – σ. 218, στο Ξέσπασμα μιας ψυχής του Ίρβινγκ Ράπερ – σ.230).
Στη γραφή του Τάσου Καλούτσα, όπως είναι φυσικό, έχουν διεισδύσει και γόνιμα αφομοιωμένες επιρροές από παλαιότερους πεζογράφους. Μένοντας μόνο σε άμεσους πεζογραφικούς προγόνους της αφηγηματογραφίας του, θα ανιχνεύαμε τον Γιώργο Ιωάννου, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο της Κάτω βόλτας (για το βιβλίο αυτό ο Καλούτσας ως φιλόλογος μάς έχει δώσει μία διεξοδική μελέτη – εκδόθηκε από «Τα Τραμάκια» το 1994), τον Τόλη Καζαντζή, αλλά και τον Νίκο Μπακόλα, τον Θανάση Βαλτινό κ.ά. Ο συγγραφέας ακολουθεί αρκετούς δρόμους που προηγουμένως χαράχτηκαν, ωστόσο από ορισμένους άλλους αφίσταται. Για παράδειγμα, οι συχνές παρεκβάσεις των πεζογραφημάτων του Ιωάννου δεν εντοπίζονται στα διηγήματα του Καλούτσα, όπως δεν αναδύεται από αυτά η υφολογική στέγνια, η αντιλυρικότητα ορισμένων πεζών κειμένων που έδωσαν βασικοί εκπρόσωποι του βιωματικού νεορεαλισμού μικρής φόρμας. Στα δύο πρώτα βιβλία του, ο συγγραφέας βάδισε στο μονοπάτι που αυτό το τεχνοτροπικό ρεύμα είχε χαράξει, αλλά από Το καινούριο αμάξι και εξής έκανε μία στροφή, εμπλουτίζοντας και διανοίγοντας τον συγγραφικό δρόμο, τον οποίο δημιουργικά ακολουθεί μέχρι και σήμερα: το ρεαλιστικό πλαίσιο, ο συναισθηματικά θερμός τόνος της καθημερινής γλώσσας, ο δραματοποιημένος συχνά αφηγητής, διατηρούνται αλλά μπολιάζονται γόνιμα και με εσωτερικούς μονολόγους και με ονειρικές μυθοπλαστικές διαστάσεις, συγκροτώντας ένα αφηγηματικό υλικό σύνθετο, στου οποίου τη δημιουργία αξιοποιήθηκαν πολλαπλές πτυχές της πεζογραφικής μας παράδοσης, ενταγμένες, βέβαια, σε ένα αφηγηματικό πεδίο προσωπικής στόφας και πνοής. «Η δραπέτευση» και «Τα αεροπλάνα» αποτελούν τα λειτουργικότερα δείγματα της συγκεκριμένης συγγραφικής στρατηγικής, αλλά και στα είκοσι τρία διηγήματα του βιβλίου, ο «θερμός πυρήνας ονείρου, αντίστασης και καλοσύνης», που αναφέρεται στο οπισθόφυλλο της έκδοσης, οικοδομείται τόσο σε αναφορικό επίπεδο επιφανείας όσο και υπαινικτικά, βοηθώντας μας να αντιπαλέψουμε την οδυνηρή πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου