Τρίτη, Δεκεμβρίου 29, 2015

Οι κλασικοί της λογοτεχνίας



Αποτέλεσμα εικόνας για ΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝΤΖΑΚ ΛΟΝΤΟΝ
Ο Νόμος της ζωής
Διήγημα 
Μετάφραση Βασίλης Κ. Μηλίτσης 


Στο σύντομο διήγημα του Τζακ Λόντον που αναρτούμε διαβάζουμε για τις τελευταίες ώρες του γέροντα ινδιάνου αρχηγού Koskoosh. Η φυλή του πρέπει να ταξιδέψει σε αναζήτηση τροφής και στέγης κι αυτός εγκαταλείπεται  να πεθάνει επειδή είναι γέρος και τυφλός. Ακόμα και ο γιος του πρέπει  να τον αφήσει γιατί έχει μια νέα οικογένεια να θρέψει και να φροντίσει.

Ωστόσο, ο γερο- Koskoosh δεν είναι δυσαρεστημένος, μιας και  γνωρίζει το νόμο της ζωής. Αποδέχεται τη μοίρα του ειρηνικά και αρχίζει να αναθυμάται  γεγονότα της περασμένης  του ζωής. Εικόνες τόσο του μεγάλου λιμού και αλλά περιόδων αφθονίας διαδέχονται η μία την άλλη  στο μυαλό του. Ως έμπειρο άτομο που γνωρίζει καλά τους  νόμους  της φύσης  τελικά αποδέχεται την υπεροχή της πάνω στο άτομο.

Καρδιά της ιστορίας είναι το σημείο που ο Koskoosh θυμάται ένα περιστατικό με λύκους που επιτέθηκαν σ΄ένα γέρικο ελάφι, το οποίο  δεν μπορούσε  να συμβαδίσει με την αγέλη του. Στο τέλος της ιστορίας  συμβαίνει το ίδιο στον  γέροντα, που μένει χωρίς ξύλα  για τη φωτιά,  ενώ  οι λύκοι είναι ήδη ολόγυρα στενεύοντας τον κλοιό τους , καθώς λιγοστεύει η φλόγα
...


O Νόμος της ζωής πρωτοδημοσιεύτηκε  στο περιοδικό  McClure's Magazine, Τ.16, τον Μάρτιο του 1901.

Gerontakos





**************************************



Ο γερο-Κοσκούς άκουγε με απληστία. Αν και η όρασή του είχε προ πολλού χαθεί, η ακοή του ήταν ακόμη οξεία, και ο πιο ανεπαίσθητος ήχος διείσδυε  στις αναλαμπές της νοημοσύνης του που συνέχισε να εδράζεται πίσω από το μαραμένο του μέτωπο, αλλά αυτή η νοημοσύνη δεν μπορούσε να ατενίζει πλέον τα αντικείμενα του κόσμου. Α! αυτή ήταν η Σιτ-κουμ-το-χά, που έβριζε στριγκλίζοντας τα σκυλιά καθώς με χαστούκια και ξυλιές φορούσε τα χάμουρά τους. Η Σιτ-κουμ-το-χά, ήταν η κόρη της θυγατέρας του, αλλά αυτή ήταν υπερβολικά απασχολημένη για να χαραμίσει έστω και μια σκέψη στον ανήμπορο παππού της, που καθόταν ολομόναχος πάνω στο χιόνι, εγκαταλειμμένος και αβοήθητος. Έπρεπε να ξεστήσουν την κατασκήνωση. Τους περίμενε μια μακριά διαδρομή και δεν σήκωνε καμιά χρονοτριβή λόγω και της σύντομης ημέρας. Ήταν η ζωή, με τα καθήκοντά της, που καλούσε την εγγονή του, όχι ο θάνατος. Και ο ίδιος ήταν πολύ κοντά στο θάνατο τώρα.

Η σκέψη αυτή πανικόβαλε τον γέρο για μια στιγμή, και άπλωσε προς τα μπρος το ημιπαράλυτο χέρι του, το οποίο τρεμουλιαστά ψηλαφώντας άγγιξε τον μικρό σωρό από ξύλα δίπλα του. Καθησυχασμένος πως ο σωρός βρισκόταν κοντά του, ξανάφερε το χέρι του στην προστασία της ξεφτισμένης του γούνας, και συνέχιζε να αφουγκράζεται.  Το παραπονιάρικο τρίξιμο από πέντε με έξι μισοπαγωμένα δέρματα τον έκανε να καταλάβει πως το κατάλυμα του αρχηγού, καμωμένο από δέρματα ελαφιού, είχε ξεστηθεί και την ώρα εκείνη το πατίκωναν και το στρίμωχναν σ’ έναν φορητό μπόγο. Ο αρχηγός ήταν γιος του, δυνατό παλικάρι, η κεφαλή της φυλής και δεινός κυνηγός. Καθώς οι γυναίκες δούλευαν πυρετωδώς με τις αποσκευές της κατασκήνωσης, η φωνή του αρχηγού υψωνόταν δυνατή και τις επέπληττε για τη νωθρότητά τους. Ο γερο-Κοσκούς τέντωνε τα αυτιά του. Ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγε τη φωνή του. Να, έπεσε και η σκηνή του Γκιχάου! Να, και του Τουσκέν! Εφτά, οχτώ, εννιά. Η μόνη που έμενε ακόμη όρθια ήταν του σαμάνου. Να, καταπιάνονταν με αυτή τώρα. Άκουγε τον σαμάνο να γκρινιάζει καθώς την στοίβαζε πάνω στο έλκηθρο. Κάποιο παιδί κλαψούρισε και μια γυναίκα πάσχιζε να το ησυχάσει με απαλούς, τραγουδιστικούς λαρυγγισμούς. Είναι ο μικρός Κου-τι, σκέφτηκε ο γέρος, ένα ευερέθιστο παιδί, και μάλλον φιλάσθενο. Σύντομα ίσως θα πέθαινε και θα έπρεπε να κάψουν μια τρύπα στην παγωμένη τούντρα και να σωριάσουν πέτρες από πάνω για να προφυλάξουν τον τάφο από τις μεγάλες νυφίτσες. Στο κάτω-κάτω, δεν είχε καμιά σημασία. Στην καλύτερη περίπτωση, λίγα χρόνια με γεμάτη κοιλιά και περισσότερα με άδεια. Και στο τέλος, πάντοτε πεινασμένος, ο πιο πεινασμένος απ’ όλους, να τους περιμένει ο Χάρος.

Τι θόρυβος ήταν αυτός; Ω, οι άντρες που δένουν τα έλκηθρα και τεντώνουν σφικτά τα δερμάτινα σχοινιά. Έστησε αυτί ν’ ακούσει, γιατί σε λίγο δε θα τους άκουγε άλλο. Τα μαστίγια σηκώθηκαν σφυρίζοντας και έπεσαν βαριά ανάμεσα στα σκυλιά. Για άκου τα πώς σκούζουν! Πώς απεχθάνονται τη δουλειά και την πορεία! Φεύγουν! Το ένα έλκηθρο μετά το άλλο απομακρύνθηκαν προς τη σιωπή οργώνοντας το χιόνι. Πάει έφυγαν. Βγήκαν απ’ τη ζωή του κι αυτός τώρα έμεινε να γευτεί την πίκρα της τελευταίας ώρας ολομόναχος. Όμως όχι. Το χιόνι έτριξε κάτω από ένα ζευγάρι μοκασίνια. Ένας άντρας στάθηκε δίπλα του και απαλά ακούμπησε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του. Τι καλός που ήταν ο γιος του να κάνει αυτή την ενέργεια! Του ήρθαν στο μυαλό αναμνήσεις άλλων γερόντων που οι γιοι τους δεν περίμεναν μετά την αναχώρηση της φυλής. Όμως ο γιος του περίμενε. Ο γέρος παρασύρθηκε πίσω στο παρελθόν μέχρι που η φωνή του νεαρού άντρα τον έφερε στην πραγματικότητα.

«Όλα εντάξει;» ρώτησε.

«Όλα καλά», απάντησε ο γέρος.

«Υπάρχουν ξύλα κοντά σου», συνέχισε ο νεαρός άντρας, «και η φωτιά καίει δυνατά. Η μέρα είναι γκρίζα και το κρύο έχει σπάσει. Σύντομα θα χιονίσει. Ήδη έχει αρχίσει».








«Ναι, χιονίζει τώρα», είπε ο γέρος.

«Τα μέλη της φυλής βιάζονται. Τα φορτία τους είναι βαριά και οι κοιλιές τους επίπεδες από την έλλειψη τροφής. Η πορεία είναι μακρά και ταξιδεύουν γρήγορα. Πηγαίνω τώρα, όλα καλά;»



«Όλα καλά. Δεν είμαι παρά ένα περυσινό φύλλο που είναι ελαφρά κολλημένο στο κοτσάνι. Με την πρώτη πνοή του ανέμου, θα ξεκολλήσω και θα πέσω. Η φωνή μου έχει γίνει σαν μιας γριάς. Τα μάτια μου δεν δείχνουν το δρόμο των ποδιών μου, και τα πόδια μου είναι βαριά, κι εγώ έχω κουραστεί. Όλα είναι καλά».

Έσκυψε το κεφάλι του ικανοποιημένος μέχρι και ο τελευταίος ήχος πάνω στο χιόνι έσβησε. Είχε την επίγνωση πως δεν επρόκειτο να ξαναδεί ποτέ τον γιο του. Και τότε το χέρι του σύρθηκε προς τα ξύλα. Ο σωρός ήταν ο μόνος που τον χώριζε από την αιωνιότητα, η οποία έχασκε από πάνω του. Τελικά το μέτρο της ζωής του ήταν μια αγκαλιά από ξύλα. Ένα – ένα θα πήγαιναν να τροφοδοτήσουν τη φωτιά, κι έτσι, βήμα – βήμα ο θάνατος θα τον πλησίαζε έρποντας. Όταν και το τελευταίο ξύλο θα καιγόταν απελευθερώνοντας τη ζεστασιά του, ο παγετός θα έπαιρνε το πάνω χέρι. Πρώτα θα υποχωρούσαν τα πόδια και μετά τα χέρια του. Και το μούδιασμα θα επεκτεινόταν αργά – αργά  από τα άκρα προς ολόκληρο το σώμα του. Το κεφάλι του θα έπεφτε προς τα μπρος πάνω στα γόνατά του, και θα τελείωνε γαλήνια. Εύκολο ήταν. Όλοι κάποτε πεθαίνουν.

Δεν είχε παράπονο. Έτσι είναι η ζωή, και είναι δίκαια. Γεννήθηκε κοντά στη γη, κοντά στη γη έζησε, και ο νόμος της ζωής δεν του ήταν άγνωστος. Ήταν ο νόμος των σαρκικών όντων. Η φύση δεν ήταν φιλική προς τη σάρκα και δεν νοιαζόταν γι’ αυτό το υλικό πράγμα που λέγεται άτομο. Το ενδιαφέρον της ήταν για το είδος, τη φυλή. Και αυτή ήταν η βαθύτερη αφαίρεση που μπορούσε να φτάσει το πρωτόγονο μυαλό του Κοσκούς, αλλά είχε σαφή επίγνωση αυτής. Την έβλεπε σε κάθε έκφανση της ζωής. Στην άνοδο του χυμού στα δέντρα, στον οργασμό της πρασινάδας του μπουμπουκιού της ιτιάς, στην πτώση του κιτρινισμένου φύλλου – ολόκληρη η ιστορία διαδραματιζόταν σ’ αυτό και μόνο το φαινόμενο. Αλλά κάποιο καθήκον του έβαζε η φύση να επιτελέσει. Το εκπλήρωνε και μετά πέθαινε. Δεν το εκπλήρωνε – το ίδιο έκανε – πάλι πέθαινε. Η Φύση δεν ενδιαφερόταν. Υπήρξαν πολλοί άλλοι που ήσαν υπάκουοι, και ήταν η υπακοή που μετρούσε, όχι ο υπάκουος, κι αυτή η υπακοή συνέχιζε πάντα να υπάρχει. Η φυλή του Κοσκούς ήταν πολύ παλιά. Οι γέροι που είχε γνωρίσει όταν αυτός ήταν ένα αγόρι, είχαν γνωρίσει κι άλλους γέρους πριν απ’ αυτούς. Άρα, ήταν αλήθεια πως η φυλή συνέχιζε να ζει, και αντιπροσώπευε την υπακοή των μελών της, τα οποία χάνονταν στο μακρινό παρελθόν, και οι τάφοι τους είχαν πια ξεχαστεί. Στο κάτω – κάτω δεν μετρούσαν. Αποτελούσαν απλά επεισόδια. Είχαν παρέλθει  σαν σύννεφα στον καλοκαιρινό ουρανό. Κι αυτός δεν ήταν παρά ένα επεισόδιο, που θα προσπερνούσε. Η Φύση δεν ενδιαφερόταν: μόνο έδωσε στη ζωή ένα καθήκον κι έναν νόμο. Το καθήκον ήταν να διαιωνίζει το είδος, και ο νόμος ο θάνατος του ατόμου. Μια κοπέλα ήταν ένα ευχάριστο πλάσμα να το βλέπεις, να σφύζει από ζωή, με μεστά στήθη, με πηδηχτό βήμα και με φωτεινό βλέμμα. Το βλέμμα της γίνεται φωτεινότερο, το βήμα της πιο γρήγορο, πότε είναι τολμηρή με τους νέους, πότε ντροπαλή, μεταδίδοντάς τους μέρος από την ανησυχία της. Και όλο γίνεται πιο όμορφη, χάρμα οφθαλμών, μέχρι που κάποιος κυνηγός δεν μπορεί άλλο να συγκρατηθεί, και την παίρνει στη σκηνή του να του μαγειρεύει και να μοχθεί γι’ αυτόν, και τελικά να γίνει η μητέρα των παιδιών του. Και με τον ερχομό των απογόνων της την εγκαταλείπει η ομορφιά. Τα πόδια της σέρνονται, τα μάτια της θαμπώνουν και τσιμπλιάζουν, και μόνο τα μικρά παιδιά βρίσκουν ευχαρίστηση ακουμπώντας το πρόσωπό τους στα ρυτιδιασμένα μάγουλα της γριάς ινδιάνας κοντά στη φωτιά. Το έργο της επιτελέστηκε. Αλλά στο πρώτο χτύπημα του λιμού ή στην πρώτη μεγάλη πορεία, εγκαταλείπεται, όπως έχει εγκαταλειφτεί τώρα κι ο ίδιος, στο χιόνι μ’ έναν σωρό από ξύλα. Έτσι είναι ο νόμος της ζωής. Ο γέρος τοποθέτησε ένα ξυλαράκι πάνω στη φωτιά και συνέχισε τους στοχασμούς του. Το ίδιο ίσχυε παντού για όλα τα πράγματα. Τα κουνούπια είχαν εξαφανιστεί με την πρώτη παγωνιά. Τα μικρά σκιουράκια των δέντρων σύρθηκαν μακριά για να πεθάνουν. Όταν τα γερατειά πέφτουν βαριά στους ώμους του κουνελιού, αυτό γίνεται βαρύ και νωθρό και δεν μπορεί να παραβγεί στο τρέξιμο με τους εχθρούς του. Ακόμη κι η αρκούδα γίνεται αδέξια  τυφλή και ευερέθιστη, και στο τέλος την σέρνουν στο χώμα και την κατασπαράζουν μερικά νεαρά χάσκι. Θυμήθηκε πώς είχε εγκαταλείψει κι αυτός τον δικό του πατέρα σε μια όχθη του Κλοντάικ έναν χειμώνα πριν έρθει ο ιεραπόστολος με τα ομιλούντα βιβλία του και με το κιβώτιο γιατρικών. Πολλές φορές ο Κοκούς πλατάγισε τα χείλη του στη θύμηση εκείνου του κουτιού, αν και τώρα το στόμα του δεν είχε σάλιο για να υγρανθούν. Το παυσίπονο ήταν ιδιαίτερα καλό. Όμως ο ιεραπόστολος αποδείχθηκε κι αυτός μια επιπλέον σκοτούρα γιατί δεν έφερνε κρέας στον καταυλισμό και έτρωγε με μεγάλη όρεξη, και οι κυνηγοί γκρίνιαζαν. Αλλά στο διάσελο του Μάγιο πάγωσε τα πνευμόνια του και πέθανε, και τα σκυλιά αργότερα μετακίνησαν τις πέτρες με τα μουσούδια τους και φαγώνονταν πάνω από τα κόκαλά του. Κατά τη διάρκεια της μεγάλης νύχτας τα παιδιά έσκουζαν και πέθαιναν. Ο Κοσκούς έβαλε ένα ακόμη ξύλο πάνω στη φωτιά και αναπολώντας πήγε πολύ πίσω στο παρελθόν. Ήταν η εποχή του Μεγάλου Λιμού όταν οι γέροι κάθονταν ανακούρκουδα κοντά στη φωτιά με τις κοιλιές τους άδειες, και μιλούσαν για σχεδόν ξεχασμένες παραδόσεις των αρχαίων ημερών όταν ο Γιούκον ήταν εντελώς καθαρός από πάγο για τρεις συνεχείς χειμώνες και κατόπιν παγωμένος για τρία καλοκαίρια. Είχε χάσει τη μητέρα του σ’ εκείνον τον λιμό. Το καλοκαίρι δεν είχαν ανεβεί οι σολομοί και η φυλή προσδοκούσε να έρθει ο χειμώνας με την έλευση των καριμπού. Ήρθε κι ο χειμώνας, αλλά τα καριμπού δεν φάνηκαν. Ένα τέτοιο πράγμα δεν είχε ξανασυμβεί, ούτε όσο ζούσαν οι γεροντότεροι. Όμως τα καριμπού δεν είχαν έρθει για πέμπτη συνεχή χρονιά, και τα κουνέλια δεν ήταν αρκετά, και τα σκυλιά είχαν καταντήσει ένα μάτσο κόκαλα. Και στη διάρκεια του μεγάλου σκοταδιού τα παιδιά έσκουζαν και πέθαιναν, όπως οι γυναίκες και οι γέροντες. Κι ούτε ένας στους δέκα δεν έζησε να δει τον ήλιο που ξαναβγήκε την άνοιξη. Εκείνος ήταν πραγματικός λιμός!

Είχε όμως δει και εποχές αφθονίας όταν το κρέας χαλούσε στα χέρια τους και τα σκυλιά ήταν παχιά και άχρηστα από την πολυφαγία – ήταν καιροί που δεν σκότωναν τα ζώα που κυνηγούσαν, οι γυναίκες ήταν γόνιμες και οι σκηνές ήταν γεμάτες από αρσενικά και θηλυκά παιδιά να αρκουδίζουν στο έδαφος. Τότε οι άντρες αποκτούσαν χοντρές κοιλιές και ανανέωναν παλιές έχθρες, και διέσχιζαν τα διάσελα προς τα νότια να πάνε να σκοτώσουν τους Πέλις και δυτικά για να καθίσουν κοντά στις νεκρικές πυρές των Τανάνα. Θυμήθηκε όταν ήταν παιδί, σε εποχή αφθονίας, που είδε μια άλκη να την κατασπαράζουν οι λύκοι. Ο Ζιγκ-χα καθόταν μαζί του στο χιόνι και έβλεπαν – ο Ζιγκ-χα αργότερα έγινε ο πιο ικανός κυνηγός, αλλά στο τέλος έχασε τη ζωή του πέφτοντας σε μια τρύπα στον Γιούκον. Τον βρήκαν μετά από ένα μήνα, ακριβώς όπως είχε προσπαθήσει να συρθεί μέχρι τα μισά της εξόδου και έγινε ένα με τον πάγο.

Τώρα με το ελάφι. Ο Ζιγκ-χα κι αυτός είχαν βγει εκείνη τη μέρα να παίξουν κυνήγι μιμούμενοι τους πατεράδες τους. Στην κοίτη του ρέματος είχαν εντοπίσει τα ίχνη μιας άλκης ανακατωμένα με τα ίχνη πολλών λύκων. «Γέρικο», είπε ο Ζιγκ-χα που ήταν πιο γρήγορος στην αναγνώριση των σημαδιών – «το ελάφι είναι τόσο γέρικο που δεν μπορεί ν’ ακολουθήσει το κοπάδι του. Οι λύκοι το έχουν αποκόψει από τα αδέρφια του και δε θα το αφήσουν ήσυχο». Έτσι κι έγινε. Αυτός ήταν ο τρόπος τους. Μέρα νύχτα, χωρίς σταματημό, και γρυλίζοντας κατά πόδας ή δίνοντας απότομες δαγκωματιές στη μύτη του θηράματος, θα έμεναν μέχρι το τέλος. Πώς ένιωσαν ο Ζιγκ-χα κι ο ίδιος τη δίψα του αίματος να τους κατακλύζει! Το τέλος θα ήταν μια θέα για απόλαυση!

 Με γρήγορο βήμα και με προσμονή ακολούθησαν τα ίχνη, ακόμη κι αυτός, ο Κοσκούς, όχι τόσο οξύς στην όραση και άμαθος ιχνηλάτης, θα μπορούσε να τα ακολουθήσει στα τυφλά – ήταν τόσο εμφανή. Ακολουθούσαν συνεπαρμένοι την καταδίωξη, διαβάζοντας τη ζοφερή τραγωδία, φρεσκογραμμένη σε κάθε πατημασιά. Τώρα έφτασαν όπου η άλκη είχε προβάλει αντίσταση. Τρεις φορές πιο πολύ από όσο το σώμα ενός γεροδεμένου άντρα, σε κάθε κατεύθυνση, είχε πατηθεί και αναταραχθεί το χιόνι. Στο κέντρο υπήρχαν βαθιά αποτυπώματα από τις διχαλωτές οπλές του θηράματος, και γύρω – γύρω οι ελαφρότερες πατημασιές των λύκων. Μερικά χνάρια έδειχναν πως μερικοί λύκοι είχαν καθίσει παραδίπλα να ξεκουραστούν, ενώ τα αδέρφια τους παρενοχλούσαν το θήραμα. Τα αποτυπώματα των ξαπλωμένων ζώων ήταν τόσο εμφανή σαν να είχαν γίνει πριν από μια στιγμή. Ένα λύκος είχε πιαστεί εξαπίνης σε μια άγρια επίθεση του τρελαμένου θύματος και είχε ποδοπατηθεί μέχρι θανάτου. Κάτι κοκαλάκια που σήκωσαν προσεχτικά μαρτυρούσαν το συμβάν.

Πάλι, σταμάτησαν το περπάτημά τους με τα χιονοπέδιλά τους και στάθηκαν στη δεύτερη σκηνή αντίστασης. Εδώ το πελώριο ζώο είχε παλέψει απελπισμένα. Δυο φορές οι λύκοι το έριξαν κάτω, όπως έδειχναν τα ίχνη στο χιόνι, και δυο φορές αυτό απελευθερώθηκε τινάζοντας πέρα τα επιτιθέμενα αρπακτικά, και σηκώθηκε στα πόδια του. Το ζώο είχε προ πολλού εκπληρώσει τον σκοπό του στη ζωή, αλλά παρόλα αυτά, η ζωή ήταν γλυκιά. Ο Ζιγκ-χα είπε ότι ήταν παράξενο μια πεσμένη άλκη να ξανασηκωθεί. Κι όμως τούτη στα σίγουρα το είχε κάνει. Ο σαμάνος θα έβλεπε σημεία και μελλούμενα όταν θα του το έλεγαν.

Και πάλι, έφτασαν στο σημείο όπου η άλκη είχε αναγκαστεί ν’ ανέβει την όχθη και να μπει στο δάσος. Οι εχθροί της όμως είχαν κολλήσει πίσω της μέχρι που αυτή σηκώθηκε πέφτοντας πάνω τους και συνέθλιψε δύο απ’ αυτούς βαθιά μέσα στο χιόνι. Ήταν σαφές πως το τέλος πλησίαζε, γιατί τα αδέρφια της την άφησαν απροστάτευτη. Αντιστάθηκε ακόμη δυο φορές για λίγο διάστημα. Τα ίχνη ήταν κόκκινα τώρα και το σταθερό βάδισμα του ζώου άρχισε να γίνεται ασταθές και άτσαλο. Λίγο μετά άκουσαν τους πρώτους αλαλαγμούς της μάχης – όχι τη χορωδία των ουρλιαχτών της καταδίωξης, αλλά τα σύντομα, απότομα γαβγίσματα που έδειχναν πως πάλευαν εκ του σύνεγγυς βυθίζοντας τα δόντια τους στη σάρκα. Ο Ζιγκ-χα σύρθηκε με την κοιλιά του στο χιόνι αντίθετα στον άνεμο, και μαζί μ’ αυτόν ο Κοσκούς, οποίος έμελλε να γίνει ο αρχηγός της φυλής στα κατοπινά χρόνια. Μαζί μπαίνοντας κάτω από τα κλαδιά ενός νεαρού ελατιού, κοίταξαν με μεγάλη προσοχή. Ήταν το τέλος που είδαν.

Η εικόνα, όπως όλες οι εντυπώσεις της νιότης του, ήταν ακόμη δυνατά χαραγμένη στο μυαλό του, και με τα σβησμένα του μάτια ξαναείδε να παίζεται ζωντανά η σκηνή του τέλους σ’ εκείνη τη μακρινή εποχή. Ο Κοσκούς απορούσε μ’ αυτό, διότι στις μέρες που ακολούθησαν όταν πια ήταν ηγέτης αντρών και κεφαλή συμβούλων, είχε κάνει μεγάλα κατορθώματα και το όνομά του έγινε κατάρα στα στόματα των Πέλις, χώρια από τον παράξενο λευκό άντρα που είχε σκοτώσει σε μια ανοιχτή αναμέτρηση μαχαίρι με μαχαίρι.

Για πολλή ώρα αναπολούσε τις μέρες της νιότης του μέχρι που η φωτιά άρχισε να μειώνει τη φλόγα της και η παγωνιά τον περόνιασε ως το κόκαλο. Την τροφοδότησε με δυο ξυλαράκια τη φορά αυτή και υπολόγισε πόση ζωή του απέμεινε. Μακάρι η Σιτ-κουμ-το-χά να θυμόταν τον παππού της και να του άφηνε μια μεγαλύτερη αγκαλιά από ξύλα. Τότε οι ώρες του θα ήταν περισσότερες. Δε θα της ήταν μεγάλος κόπος. Αλλά αυτή ήταν ένα αδιάφορο παιδί και δεν τιμούσε τους προγόνους της από τη στιγμή που ο Κάστορας, ο γιος του Ζιγκ-χα την είχε γλυκοκοιτάξει. Έ, και; Τι σημασία είχε; Το ίδιο δεν είχε συμπεριφερθεί κι ο ίδιος όταν ήταν νέος; Για λίγο έστησε το αυτί του στη σιγαλιά μήπως ακούσει κάτι. Μήπως η καρδιά του γιου του μαλάκωνε και θα γυρνούσε πίσω με τα σκυλιά να πάρει μαζί του τον γέρο πατέρα του στη φυλή και να πάνε εκεί όπου τα κοπάδια των καριμπού είναι παχιά και το λίπος κρέμεται από πάνω τους.

Ζόρισε τα αυτιά του ν’ ακούσει καλύτερα και για μια στιγμή το ανήσυχο μυαλό του σταμάτησε να σκέφτεται. Καμιά κίνηση, τίποτε. Ο μοναδικός ήχος ήταν της αναπνοής του στην απέραντη σιωπή. Ένιωθε τρομακτική μοναξιά. Άκου! Τι ήταν αυτό; Ένα ρίγος διέτρεξε το κορμί του. Ήταν το γνώριμο, μακρόσυρτο ουρλιαχτό που έσχιζε το κενό, και ήταν πολύ κοντά. Και τότε στα σκοτεινά του μάτια εμφανίστηκε το θέαμα της άλκης – του γέρικου αρσενικού ελαφιού – τα κατασχισμένα μεριά του και τα ματωμένα του πλευρά,  την αναμαλλιασμένη του χαίτη, και τα πελώρια διακλαδωμένα του κέρατα χαμηλωμένα στο έδαφος να δίνει την τελευταία του μάχη. Έβλεπε επίσης τις γρήγορες γκρίζες μορφές, τα φλογισμένα μάτια, τις κρεμασμένες προς τα έξω γλώσσες και τα μυτερά δόντια να τρέχουν σάλια. Κατόπιν είδε τον αμείλικτο κύκλο να κλείνει γύρω από το ζώο μέχρι που έγινε μια μαύρη κηλίδα πάνω στο τσαλαπατημένο χιόνι.

Ένα κρύο μουσούδι κόλλησε βίαια πάνω στο μάγουλό του και στο άγγιγμά του η ψυχή αναπήδησε πίσω στην πραγματικότητα. Το χέρι του τινάχτηκε στη φωτιά απ’ όπου τράβηξε ένα δαυλί. Πτοημένο για μια στιγμή από τον φόβο που κληρονόμησε για τους ανθρώπους, το θηρίο οπισθοχώρησε, βγάζοντας ένα παρατεταμένο ουρλιαχτό – κάλεσμα στα άλλα αδέρφια του. Κι αυτά απάντησαν με απληστία, μέχρι που ένας γκρίζος δακτύλιος από καθισμένα, και με σάλια στα σαγόνια τους αρπακτικά σχηματίστηκε γύρω του. Ο γέρος αφουγκραζόταν ενώ ο κύκλος στένευε όλο και περισσότερο. Ανέμισε βίαια τον δαυλό, και τα οσμίσματα έγιναν γρυλίσματα, αλλά τα λαχανιασμένα ζώα δεν έλεγαν να σκορπίσουν. Τώρα ένα σύρθηκε με την κοιλιά του προς τα μπρος με τα πίσω πόδια απλωμένα. Μετά ένα δεύτερο, μετά ένα τρίτο, και κανένα δεν έκανε πίσω. Γιατί να κρατηθεί άλλο στη ζωή; Αναρωτήθηκε ο γέρος, αφήνοντας το φλεγόμενο ξύλο να πέσει και να σβήσει τσιτσιρίζοντας στο χιόνι. Ο κύκλος γρύλισε ανήσυχα, αλλά έμεινε σταθερός. Για μια τελευταία φορά ό Κοσκούς είδε την τελευταία αντίσταση της γέρικης αρσενικής άλκης και κουρασμένος άφησε το κεφάλι του να πέσει πάνω στα γόνατά του. Τι σημασία είχε πια; Αυτός δεν ήταν ο νόμος της ζωής;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...