Η Ordnungspolitik προέκυψε τη δεκαετία του '30. Σε αντίθεση με την κλασική σχολή του laisser faire δε δέχεται την αρχή της αυτόματης λειτουργίας της αγοράς. Αντίθετα απαιτεί το κράτος να λειτουργεί ως ο παράγοντας εκείνος που θα πρέπει να διευκολύνει τη λειτουργία της. Μάλιστα είναι εκείνο που θα πρέπει με τους θεσμούς του και ένα ευνοϊκό πλαίσιο να ενισχύει και να τροφοδοτεί τον ανταγωνισμό. Για τη Σχολή αυτή οι ΚΑΝΟΝΕΣ έχουν ένα χαρακτήρα «θεϊκό».
Σε πιο συντηρητικές γραμμές κινήθηκαν οι μαθητές του Έικεν, Ρέπκε και Ρουστόφ. Γι αυτούς μια «συνταγματική αντίληψη του νομίσματος» απαιτεί τον έλεγχο και τη σταθερότητα, προσβλέποντας συν τοις άλλοις σε μια «επανάσταση των ελίτ» που θα ξαναφέρει τους λαούς σε μια προδημοκρατική οργάνωση, όπως αυτή την εκφράζουν η οικογένεια, η κοινότητα, η εκκλησία, κτλ. Από τους πυρήνες αυτούς θα αντληθούν οι αρχές και οι ΚΑΝΟΝΕΣ της σύγχρονης ευρωπαϊκής οικονομίκής πολιτικής.
Μετά το 1948-49 οι απόψεις τους έρχονται στο προσκήνιο και εκφράζονται από τους χώρους των χριστιανοδημοκρατικών κομμάτων. Η έκδοση του περιοδικού ORDO, και η δημιουργία ενός πανίσχυρου λόμπυ, θα αναλάβει να υποστηρίξει την πολιτική αυτή. Ο Λούτβιχ Έρχαρτ, υπουργός οικονομικών επί Αντενάουερ, θα φτάσει ως την καγκελαρία στα 1963. Είναι εκείνος που θα αναλάβει, για είκοσι περίπου χρόνια (από διάφορους ρόλους), να οργανώσει και να θέσει σε εφαρμογή τις αρχές της Σχολής του Φράιμπουργκ1. Ο ίδιος βλέπει το Κράτος ως εκείνον που θεσπίζει και επιβάλει τους κανόνες του παιχνιδιού, πάντα υπέρ της αγοράς. Δεν είναι ούτε παίκτης, ούτε διαιτητής, όπως του αρέσει να λέει. Έχει ας πούμε ένα ρόλο διευκολυντή (sic).
Η «νομισματική σταθερότητα» θα συμπυκνώσει στη συνέχεια μια από τις βασικές τους προτεραιότητες. Ο Τυτενμάγιερ2, Διοικητής της Μπούντες Μπάνκ στη δεκαετία του 1990 επεκτείνει περαιτέρω τις αρχές του «κανονοφιλελευθερισμού». Ας αναφέρουμε επίσης πως στη γραμμή αυτή κινήθηκαν αρκετοί «σοσιαλιστές» ηγέτες. Κλασικό παράδειγμα ο καγκελάριος Σρέντερ που προετοίμασε το έδαφος για να σαρώσει στη συνέχεια η Άντζελα.
Απέναντι σε αυτή την κυρίαρχη οικονομική Σχολή στην Ευρώπη, υπήρξαν δυο απόπειρες διαμόρφωσης μιας άλλης πολιτικής οικονομικής αντίληψης, εκείνης της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Δεν ήσαν άλλες από την κλασική γαλλική σχολή που θα εκφραστεί πολιτικά από τον Μιτεράν, καθώς και η αντίστοιχη γερμανική που εκφράστηκε από τη μεγάλη μορφή του Βίλυ Μπράντ. Πίσω από αυτόν βρίσκεται η ξεχωριστή φυσιογνωμία του Σίλλερ, γερμανού σοσιαλιστή οικονομολόγου. Βεβαίως τα διαλείμματα αυτά δεν ήσαν σε θέση να αντιταχθούν στην ισχυρή, αυστηρή αντίληψη του “κανονοφιλελευθερισμού¨ και της ισχυρής υποστήριξης του από την αυστηρή καθολική εκκλησία.
Στην Ευρώπη κυριάρχησε λοιπόν αυτή η Σχολή και μπορούμε να τη θυμηθούμε με τους σκληρούς μονεταριστικούς ελέγχους και κανόνες. Ας θυμηθούμε το 3% ως όριο στον πληθωρισμό που θα συνόδευσει τη συνθήκη του Μάαστριχτ, καθώς και το 60% του ελλείματος. Αυτή η λογική των «χρυσών κανόνων» βασιλεύει από τότε στην Ευρώπη. Γνήσιος εκφραστής της, σπλάχνο των σπλάχνων της, ο Β. Σόιμπλε.
Είναι γεγονός πως η στενή αυτή οικονομική αντίληψη της γερμανικής Σχολής έχει κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Λίγα χρόνια μετά την ένωση των δυο Γερμανιών έδειξε τη δύναμη της. Από τότε όλα ακολουθούν αυτή την πορεία υπηρετώντας τις αρχές του «κανονοφιλελευθερισμού». Σκληρό νόμισμα, για δυνατούς παίκτες. Αυτή είναι η συνταγή που προτάσσει εδώ και δεκαετίες η Μπούντες Μπάνκ.
Θα μου πείτε γιατί πρωτοχρονιάτικα τα γράφω όλα αυτά;
Προβληματίζομαι για το μέλλον της χώρας μου. Αναρωτιέμαι αν μπορώ να κάνω σχέδια για το μέλλον μας! Απογοητεύομαι από τη δική μας αστοχία, την αθεράπευτη έλξη που ασκεί πάνω μας η πιο πρόχειρη πρόταση. Αναρωτιέμαι! Μπορούμε άραγε χωρίς σχέδιο και ξεκάθαρους στόχους να αντεπεξέλθουμε σε τόσο σκληρές γραμμές, στους μακροχρόνιους σχεδιασμούς; Λέτε γι αυτό να σπάμε πλάκα; Εκτός κι αν ποντάρουμε στη λογική του χάους. Πάντως ως τώρα δε μας βγαίνει.
-------------------------------------------------------------
1 (12) Ludwig Erhard, La Prospérité pour tous, Plon, Paris, 1959.
2 (13) Hans Tietmeyer, Economie sociale de marché et stabilité monétaire, Economica, Paris, 1999.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου