Δεν ξέρω πόσοι θυμούνται τα κομψά τομίδια του «Γαλαξία»…
Βιβλία στο προσκέφαλοΕπιμέλεια: Μισέλ Φάις
Πολυαγαπημένα, πολυδιαβασμένα, βιβλία που μας διαμόρφωσαν ή μας στήριξαν σε δύσκολες στιγμές. Πρόσωπα της γραφής ξεφυλλίζουν την «αυτοβιογραφική» βιβλιογραφία τους.
Από την εξαιρετική σειρά «Γαλαξίας», που δημιούργησε η Ελένη Βλάχου και διάβαζε ως παιδί ο βραβευμένος συγγραφέας από την Ακαδημία Αθηνών, Νίκος Δαββέτας, ώς τον Τσίρκα, τον Χριστιανόπουλο, τον Ιωάννου, αλλά και τον Προυστ, τον Σάμπατο, τον Κούντερα. Εντέλει, οι αναγνωστικές και ημερολογιακές σελίδες ξεφυλλίζονται με το ίδιο χέρι…
≈≈≈≈≈
Στο σπίτι μας τα περισσότερα βιβλία ήταν του εκδοτικού οίκου «Γαλαξίας», που ίδρυσε στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα η Ελένη Βλάχου και στον οποίο εργάστηκε η μητέρα μου μέχρι το πρωί της 21ης Απριλίου 1967.Με αυτά τα βιβλία πορεύτηκα ώς τα χρόνια της εφηβείας, όταν άρχισα πια να ξημεροβραδιάζομαι στο υπόγειο της «Πρωτοπορίας», στον «Κέδρο» της Πανεπιστημίου και τη στοά της Οπερας, όπου βρισκόταν τότε η «Πολιτεία», και να σχηματίζω κομμάτι - κομμάτι τη δική μου βιβλιοθήκη.
Δεν ξέρω πόσοι αναγνώστες θυμούνται σήμερα τα κομψά τομίδια του «Γαλαξία», αλλά εγώ είχα γοητευθεί από την ποιητική του σειρά και πιο συγκεκριμένα από τη συγκεντρωτική έκδοση του Νίκου Καββαδία «Μαραμπού και Πούσι». Φυσικά ακολούθησαν κι άλλα ποιητικά, άπαντα τα ευρισκόμενα Σολωμού, Καβάφη και Σεφέρη, ωραία δεμένα από τον «Ικαρο», με ένα σκληρό ευωδιαστό χαρτί που τα μετέτρεπε σε φετίχ. «Αλλά αυτά δεν είναι βιβλία, είναι σχολεία», όπως παρατηρούσε πριν από καιρό γνωστός κριτικός.
«Φετίχ» ήταν και τα πρωτοποριακά στον σχεδιασμό τους «τραμάκια», που εξέδιδε ο Γιώργος Κάτος στη Θεσσαλονίκη και φιλοξένησαν στις διαδρομές τους ολόκληρη τη γενιά του ’70. Κοντός, Βαρβέρης, Στεριάδης, Χιόνης, Τραϊανός, «ιδανικές φωνές κι αγαπημένες/ εκείνων που πεθάναν…»
Ομως ο λόγος του Καββαδία, ένα κράμα μοντερνιστικού εξωτισμού και καρυωτακικής ελεγείας, κατά έναν παράξενο τρόπο, με συντρόφευσε έτη πολλά ακόμη. Κι από κοντά, λόγω της συνεργασίας μου με την ιδιόρρυθμη «Διαγώνιο», η πρώτη έκδοση των ποιημάτων του Ντίνου Χριστιανόπουλου, που είχε την καλοσύνη να μου στείλει, με μια θερμή αφιέρωση, το μακρινό 1980.
Στα γυμνασιακά χρόνια δεν είχα καλές σχέσεις με την πεζογραφία ώς την ημέρα που έπεσε στα χέρια μου η «Σαρκοφάγος» του Γιώργου Ιωάννου.
Από τις πρώτες σελίδες αισθάνθηκα πως μου μίλαγε ένα οικείο πρόσωπο, κάποιος μακρινός συγγενής, που ήθελε να με «προϊδεάσει» για το άνυδρο μέλλον με μια περιπλάνηση στο παρελθόν της γενέθλιας πόλης, που δεν ήταν και τόσο παρελθόν, αφού «να σ’ αυτόν το δρόμο, σε αυτή τη γωνία, χύθηκε το δικό μας αίμα κι εσύ ούτε που το υποψιάζεσαι», όπως μου έλεγε αργότερα.
Την ίδια εποχή διάβασα και τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», την εμβληματική τριλογία του Στρατή Τσίρκα. Εδώ δεν υπήρχε ο χαμηλόφωνος παρηγορητικός τόνος του Ιωάννου, μα αυτό δεν με εμπόδισε να ακολουθήσω θύτες και θύματα στα σοκάκια της Ιερουσαλήμ, και να ονειρευτώ την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια του Ντάρελ και του Καβάφη. Ανύπαρχτη πολιτεία πια.
Το βιβλίο όμως που με βοήθησε να συνειδητοποιήσω την ξεχωριστή τέχνη του μυθιστορήματος, τις μεγάλες δυνατότητες του πεζού λόγου, την πολυπλοκότητα του είδους, αλλά και τη διεισδυτικότητά του στην ανθρώπινη ύπαρξη, ήταν το «Περί ηρώων και τάφων» του Ερνέστο Σάμπατο (Εξάντας 1985).
Μια μνημειακή κατασκευή, από τις κορυφαίες της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, που νομίζω πως κανείς ακόμη δεν βρήκε τη σκαλωσιά της, ένας λεκτικός λαβύρινθος απ’ όπου τρομάζεις να βγεις -αν βγεις ποτέ! Οποιος νομίζει ότι το μυθιστόρημα είναι εύκολη δουλειά, κάτι το «ψυχαγωγικό» ή το «παιγνιώδες», δεν έχει παρά να αναμετρηθεί με αυτό το βιβλίο.
«Το αστείο» του Μίλαν Κούντερα (στην πρώτη έκδοση από τον «Κάλβο») όπως και το «Η ζωή είναι αλλού» (από τον ιστορικό «Οδυσσέα») στάθηκαν για τη γενιά μου τα βιβλία που μας προετοίμασαν λογοτεχνικά, γι’ αυτό που υποψιαζόμασταν πολιτικά μα δεν τολμούσαμε να φανταστούμε ή να ομολογήσουμε δημοσίως: πίσω από τα τείχη του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι επίγονοι του Στάλιν, χρησιμοποιώντας την ίδια ωμή βία, οικοδομούσαν έναν κόσμο δίχως μνήμη, λοβοτομημένο, παράλογο. Με μια λέξη, καφκικό! Κι ο Κούντερα, ο καλύτερος μαθητής του Κάφκα, χρησιμοποιώντας το χιούμορ της τσέχικης καταγωγής του, μπόρεσε να τον διακωμωδήσει και να τον απογυμνώσει.
Η γαλλική συνέχεια του Κούντερα με άφησε μάλλον αδιάφορο, όμως ιστορίες, όπως αυτή του ασκεπούς ηγέτη Κλεμέντις και του χαμένου σκούφου του στη χιονισμένη Πράγα του 1948, είχαν φαίνεται αποτυπωθεί τόσο έντονα μέσα μου, που ξαναβγήκαν στο φως της δικής μου δημιουργίας, όταν άρχισα να γράφω το τελευταίο μου μυθιστόρημα «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη».
Τελευταίο βιβλίο του Ν. Δαββέτα είναι το μυθιστόρημα «Ο ζωγράφος του Μπελογιάννη» (Μεταίχμιο, 2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου