Η ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΤΣΙΠΡΑ ΚΑΙ ΜΑΡΙΟ ΝΤΡΑΓΚΙ
[Προσαρμογή από το επεισόδιο της μονομαχίας του Κρητικού με τον Καραμανίτη
από το έργο Ερωτόκριτος του Βιτζέντζου Κορνάρου (16ος αιώνας |
μουγκρίζου κι αγριεύγουσι, πεινού, και με το στόμα
και με τα νύχια αράσσουσι και τρέχουν εις το βρώμα, το 'να και τ' άλλο πολεμά, το βρώμα να κερδέσει, έτσί 'καμαν και τούτοι οι δυο εις του λαού τη μέση. Τριγυρισμένους τσ' έχουσι μνημονιακοί και Έλληνες και στέκου και θωρούσι, |
||
τον πλια αντρειωμένο από τους δυο δεν ξεύρουσι να πούσι
και μόνο εκείνα τα σπαθιά ανεβοκατεβαίνου κι ώρες ζερβά τα ζάλα τως κι ώρες δεξά τα πηαίνου. Πολλά μεγάλη δύναμην έχει ο τραπεζίτης, πλιας τέχνης και πλιας μαστοριάς είν' ο
Τσίπρας ο μαγκίτης
|
||
Ήστεκεν ο πρωθυπουργός σαν άντρας κι ανιμένει
κι εγύρευγε να βρει καιρόν η χέρα η τιμημένη. Δε θέλει δίχως διάφορον οι κοπανιές να πηαίνου, ωσάν επηαίναν του θεριού τ' άγριου του θυμωμένου, που πότε εβάρειε το σπαθί, πότες εις το σκουτάρι, |
||
μ' αυτήνες οι λαβωματιές δεν έχουνε τη χάρη.
Μα τούτος έχει απομονή και πολεμά με γνώση κι εγύρευγε τονε ανοικτό, για να τόνε λαβώσει, και πάντα ομπρός στα μάτια του με το σπαθί ξαμώνει, για να τόνε κρατεί μακρά, να μην πολυσιμώνει. |
||
και το σπαθί του εις το μερί λαβωματιά τού αφήκε
κι ωσάν τεχνίτης στ' άρματα πάντα καιρό γυρεύγει με γνώση και με μαστοριά να κρούγει και να φεύγει. Τη δεύτερη λαβωματιά στο στήθος του την κάνει κι ήτον ετούτη ακρόκαλη, αίμα πολύ του βγάνει. |
||
Γυρεύγει τόπο και καιρόν εκείνη την ημέρα
να κάμει μια μαλιά καλήν η τιμημένη χέρα. Ως είδεν ο Μάριο τα αίματα κι ετρέχα στο στήθος του και στο μερί και το κορμί του εβρέχα, εμούγκρισε, εταράχτηκε κι ωσά λιοντάρι αγριεύγει |
||
και να βαρεί του Έλληνα τόπο να βρει γυρεύγει
μηδέ ποτέ το πέλαγος έτοιας λογής μανίζει σ' τσ' ανεμικές του Γεναριού, όντε βρονά κι αφρίζει, σ' καιρό που ανακατώνεται με ταραχή μεγάλη, κι όντε σκορπά τα κύματα όξω στο περιγιάλι, |
||
σαν ήκαμε ο διοικητής της ΕΚουΤού στα αίματα οπού εθώρει
κι έτρεχαν και να γδικιωθεί ακόμη δεν εμπόρει. Εδάγκανε τα χείλη του, μέσα η καρδιά του βράζει, δράκοντας κι όχι ανθρωπινό το πρόσωπο του μοιάζει κι ήσυρε μουγκαλισματιάν έτσι πολλά μεγάλη, |
||
που το πατάρι εσείστηκε
από μια μεράν ως άλλη,
κι εφάνη, κι ήτονε βροντή, οπού απ' τα ύψη αρχίζει και κάνει ταραχή πολλή, τα ομόλογα ξεσκίζει και με πολύ συχαλασμό στα βάθη κατεβαίνει· εδέτσι κι απ' το στόμα του ο μουγκρισμός εβγαίνει. |
||
Μανίζει με τα χέρια του και το σπαθί του ψέγει
κι εις κείνες τες λαβωματιές να γδικιωθεί γυρεύγει. Εμάζωξε σαν το θεριό όλη τη δύναμη του κι όσο μπορεί ψηλά ψηλά σηκώνει το σπαθί του κι απόκει τρέχει απάνω του με το αγριωμένο χέρι |
||
εθάρρεψε ο διοικητής κι εκεί θε να του δώσει
και χαμηλώνει τ' άρματα να μην τόνε λαβώσει. Ετότες ο αντιμνημονιακός του φάνη να 'ναι η ώρα να δώσει τέλος τση μαλιάς, να κατατάξει η χώρα, κι εσήκωσεν ως αστραπή το γρήγορό του χέρι, |
||
ωσάν τον είδεν ανοικτό στης κεφαλής τα μέρη,
και μπήχνει του όλο το σπαθί εις το λαιμό αποκάτω· ύπνο τον αποκοίμισε· παντοτινά εκοιμάτο. Ήπεσε κάτω το θεριό, τα μάτια του γρυλώνει, φαρμάκι φτει με τους αφρούς, κλάημ' αναδακρυώνει |
||
κι εμουγκαλίστη τρεις φορές το φοβερό του στόμα
κι εβρόντηξεν ο ουρανός κι εσείστηκε το χώμα και με μεγάλη ταραχή και μουγκρισμόν ομάδι επήγε η άγρια του ψυχή στο μαυρισμένον Άδη. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου