Κυριακή, Μαΐου 25, 2014

Το λιμάνι της ολιγαρχίας

Ολιγάρχες του λιμανιού

του Νίκου Μπελαβίλα 
 Πηγή: Ενθέματα Αυγής, 
24 Μαΐου 2014


Τζωρτζ Γκρος, «Έκλειψη ηλίου», 1926. Το έργο είναι αλληγορία για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Καπιταλιστές και στρατιωτικοί υπαγορεύουν στους ακέφαλους πολιτικούς τι να πράξουν, ενώ ο λαός (που τον συμβολίζει ο γάιδαρος με τις παρωπίδες) τρώει απλώς ό,τι του βάζουν μπροστά του
Τζωρτζ Γκρος, «Έκλειψη ηλίου», 1926. Το έργο είναι αλληγορία για τη δημοκρατία της Βαϊμάρης. Καπιταλιστές και στρατιωτικοί υπαγορεύουν στους ακέφαλους πολιτικούς τι να πράξουν, ενώ ο λαός (που τον συμβολίζει ο γάιδαρος με τις παρωπίδες) τρώει απλώς ό,τι του βάζουν μπροστά του.


O Πειραιάς, όπως όλα τα λιμάνια του κόσμου, έχει μόρτες, μαστροπούς, λαθρέμπορους. Ήταν και είναι κομμάτι της καθημερινότητας και της κουλτούρας της πόλης αυτός ο υπόκοσμος, άλλοτε μάγκικος, γλυκός και τρυφερός, όπως εκείνος του κινηματογράφου του ’60 και των ρεμπέτικων, άλλοτε αποκρουστικός, γλοιώδης, απάνθρωπος.
Ο Πειραιάς είχε πάντα έναν τρόπο να κρατάει αυτό τον υπόκοσμό του στην άκρη. Στις αποβάθρες και στους δύο-τρεις δρόμους πίσω από το λιμάνι. Αυτό οφειλόταν, νομίζω, σε μια αστική τάξη της πόλης η οποία δεν διαπραγματευόταν ούτε την ηγεμονία της ούτε τον καθωσπρεπισμό της. Τις συνδιαλλαγές της με τον υπόκοσμο ή δεν τις έκανε ή τις έκανε υπόγεια. Οφειλόταν, επίσης, και σε εκείνη την πολύ μεγάλη κοινωνική τάξη των εργοστασιακών εργατών και των μικρασιατών προσφύγων που είχε αντίστοιχα επιβάλει τους κώδικες της δικής της συμπεριφοράς στις λαϊκές συνοικίες: κώδικες σεβασμού, αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, που ίσχυαν ακόμη κι όταν φλεγόταν η πόλη από κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις.
Ώσπου στον Πειραιά τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Τα πρώτα άγνωστα στην κοινή γνώμη λυντσαρίσματα μεταναστών στον Ρέντη, οι επιθέσεις στο Πέραμα και στην Κοκκινιά και, τέλος, η πολιτική δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τους νεοναζί σήμαναν το τέλος της εποχής. Για πρώτη φορά περπατάει κόσμος φοβισμένος στην πόλη μας. Το λουμπεναριό σήκωσε τα καπάκια των υπονόμων βγαίνοντας στο φως. Χρυσαυγίτες, χούλιγκαν, μπράβοι νυχτερινών κέντρων. Η καθολική φτώχεια και τα τεράστια μεγέθη της ανεργίας, στις βόρειες κυρίως γειτονιές αποτέλεσαν το υπόβαθρο για να βρουν τόπο να πατήσουν.
Από τα μέσα της τελευταίας εβδομάδας πριν τον α΄ γύρο των εκλογών άρχισε να εμφανίζεται μία ζοφερή εικόνα. Οι αγωνιώδεις καταγγελίες του «Λιμανιού της Αγωνίας» και προσωπικά του Θοδωρή Δρίτσα, τα συμβάντα στο Στάδιο Καραϊσκάκη με τους 7.000 μαθητές, η βιντεοσκοπημένη διανομή τροφίμων και ψηφοδελτίων στα υπόγεια του ναού του Αγίου Ελευθερίου, το προεκλογικό τρισάγιο στον ναό του Αγίου Νείλου, οι συστημένες προσκλήσεις του Υπουργείου Παιδείας για προεκλογικό cocktail στην Καστέλλα, οι κανιβαλισμοί από μπράβους κατά του υποψήφιου του «Λιμανιού» Ηλία Τζανετουλάκου και κατά του σημερινού δημάρχου, η εισβολή στην πόλη μηχανοκίνητων μαυροντυμένων αγημάτων τρομοκράτησης των ψηφοφόρων το μεσημέρι της Κυριακής, οι μαρτυρίες της επομένης μέρας στο tvxs.gr αλλά και σε όλο το διαδίκτυο, είναι όσα είδαν το φως της δημοσιότητας.
Οι τοπικοί πολιτικοί του παλιού συστήματος και η Αριστερά άντεξαν. Ούτε οι έως τώρα δήμαρχοι, ακόμη και αυτοί της Δεξιάς ενέδωσαν στους νεοναζί, ούτε η Αριστερά χαμήλωσε τον πήχυ.
Υπάρχει, ωστόσο ένα σημείο τομής: η στιγμή που ένα «λαμπρό»/ή φανταχτερό, πλούσιο, επιχειρηματικό σχήμα ανακοίνωσε τη διεκδίκηση του Δήμου ανοίγοντας την αγκαλιά του και μοιράζοντας τα χρήματά του στον πεινασμένο και απογοητευμένο από τους πάντες κοσμάκη. Όλο αυτό το σκοτεινό, αφανές έως πρότινος πλήθος βρήκε στέγη, καθώς και οι άνεργοι πιτσιρικάδες μεροκάματο — στις αφισοκολλήσεις, στο μοίρασμα των φυλλαδίων, στις βάρδιες των εκλογικών κέντρων, όπου μπορεί να φανταστεί κανείς.
Εν τω μεταξύ, το πιο σάπιο κομμάτι των προηγούμενων δημοτικών αρχών και των κυβερνητικών κομμάτων, έσπευσε να ενταχθεί, να διαγκωνιστεί δίπλα στην νέα ηγεσία που φιλοδοξεί να αλώσει την πόλη. Είναι οι κύριοι ένοχοι της φτωχοποίησης των Πειραιωτών. Οι επιχειρηματίες έγειραν με το ένστικτο τους προς τον διαφαινόμενο νικητή. Οι περιθωριοποιημένοι ως τα χθες μισαλλόδοξοι ρασοφόροι, στήθηκαν ξανά ισότιμα όπως φαντασιώνονταν δίπλα στο νέο που τους διέθετε απλόχερα τη θέση που νομίζουν ότι τους αναλογεί στην πυραμίδα της εξουσίας.
Και βέβαια οι φονιάδες πειραιώτες νεοναζί, από δακτυλοδεικτούμενοι ως χθες εγκληματίες, παρατάχθηκαν σήμερα δίπλα στους εκλογικούς στρατούς, ξεπλυμένοι και κορδωμένοι ως επίλεκτοι των νέων αφεντικών.
Ας φανταστούμε όμως έναν άνθρωπο τσακισμένο από την τετραετή κρίση, που μόλις επιβιώνει ή έναν άνεργο, να χαρτζιλικώνεται, να συντρώγει σε μεγάλα τραπεζώματα στις γειτονιές με πρώην δημάρχους, κουστουμαρισμένους πολιτευτές και αστέρια των γηπέδων όταν ξέρει ότι δεν έχει στον ήλιο μοίρα, όταν τον θρέφει η μάνα του, όταν ξεροσταλιάζει όλη μέρα χωρίς δουλειά στις καφετέριες. Έναν πεινασμένο θρησκευόμενο να παίρνει φαί και ψηφοδέλτια από καντηλανάφτισσες εκκλησιών μέσα σε ιερούς χώρους. Να του υπόσχονται μεροκάματο για αύριο –όπου κι αν είναι αυτό– αν στρατολογηθεί. Πώς να το παλέψει;
Η αίσθηση μου –και δυστυχώς μόνο η ιστορία θα αποδείξει αν είναι σωστή– είναι ότι τις αναλογίες δεν μπορούμε να τις βρούμε ούτε στην κεντρική Ευρώπη ούτε στο μπερλουσκονικό φαινόμενο. Προφανώς και εκεί θα βρούμε επιχειρηματίες ή και ακροδεξιούς να διεκδικούν την ηγεμονία στην πολιτική ζωή. Όμως αυτά συμβαίνουν εντός του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος χωρίς τη διεκδίκηση της ανατροπής του. Εδώ έχουμε κάτι άλλο. Και είμαι σίγουρος ότι δεν αρκούν τα μαρξιστικά μας εργαλεία για να το περιγράψουν. Το δικό μας πολιτικό σύστημα δεν πρόκειται να ανατραπεί· έχει ήδη ανατραπεί. Η συνταγματική τάξη, όχι το κοινωνικό μόνο αλλά όλο το κράτος, η παραγωγική βάση, η οικονομία πλέον έχουν διαλυθεί. Όλη η πολιτική εκπροσώπηση είναι απονομιμοποιημένη.
Το κενό θυμίζει περισσότερο δημοκρατίες την πρώην Σοβιετικής Ένωσης ή λατινομερικάνικες μπανανίες όπου δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν πρόκειται για αστική δημοκρατία, για δικτατορία ή για μεταμοντέρνα φεουδαρχία, ένα κενό το οποίο σπεύδουν να καταλάβουν νέα αφεντικά. Ενώ το σύστημα έχει χάσει τη δυνατότητα διορθώσεων και τα κάστρα πέφτουν αμαχητί χωρίς να διαθέτουν πλέον μηχανισμούς υπεράσπισής τους.
Είναι το νέο αλλά και παμπάλαιο φαινόμενο — που μόνο ο ρώσικος όρος της δεκαετίας του ’90 προσδιορίζει με ακρίβεια: «ολιγάρχες». Θεωρούν το καθεστώς λιγότερο ισχυρό από τους ίδιους· και όντως είναι ισχυρότεροι από αυτό — προσωρινά ή μόνιμα θα δείξει. Οι αξίες της δημοκρατίας δεν τους αφορούν, ούτε καν αυτές της τυπικής αγοράς. Απλώνουν την ηγεμονία διεκδικώντας στην αρχή το ανεξάντλητο κέρδος και, μετά, την αφροδισιακή απόλαυση της εξουσίας. Στο τέλος, το ένα μπλέκει με το άλλο, το ένα φέρνει το άλλο. Ηγεμονεύουν ως προστάτες και ευεργέτες των φτωχών, ως αυτοί που έδωσαν φωνή και θέση στους πληβείους, με τα ράσα και τους τοπικούς πολιτικούς να τους προσκυνούν στα γόνατα. Το απολαμβάνουν θριαμβεύοντας επάνω στο κατεστραμμένο σώμα της κοινωνίας. Θριαμβεύοντας επάνω στην εξευτελισμένη πολιτική ηγεσία της χώρας που τώρα προστρέχει σε αυτούς για να σωθεί. Μέσα από αυτή τη διαδρομή, η ύψιστη επιβράβευση έρχεται με το θρόνιασμα στον συμβολικό θρόνο της πόλης.
Σκεφτείτε τα, όλα αυτά, πριν αποφασίσετε μπροστά στην κάλπη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη

  Πώς η Ρωσία με τους «Βορειοκορεάτες» αποκτά μια νέα δύναμη pelop.gr  Πελοπόννησος Newsroom ...