Παρασκευή, Απριλίου 08, 2011

ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΗΡΩΕΣ Ή ΠΟΛΤΟΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΑΠΟΒΛΑΚΩΣΗΣ;

Ο Σρεκ, ο Ράνγκο, η Πίπη και η Πάτι

Οταν βλέπεις την αφίσα του «Ράνγκο», περιμένεις να δεις μια ταινία σαν τον «Σρεκ». Ο Ράνγκο, όμως, είναι αρκετά πολύπλοκος για χαμαιλέοντα που μόλις βγήκε από το αυγό (από την προστατευτική γυάλα των ιδιοκτητών του) και σύνθετος για την παιδική αντίληψη, καθώς εξελίσσεται σε ένα περιβάλλον κινηματογραφοφιλικών αναφορών αναφέρει η Καθημερινή (7/4/2011). Μικρά παιδιά, τα οποία ουδέποτε ξένισε το γεγονός ότι ο Σρεκ είναι τέρας και έχει για φίλο έναν γάιδαρο με ανθρώπινη μιλιά, μιλούν με αμηχανία για τον Ράνγκο, που μιλάει και ελληνικά γιατί ο διανομέας της ταινίας στόχευσε και στις πολύ μικρές ηλικίες. Θα μπορούσα να αναφέρω ως παράδειγμα την 9χρονη κόρη μου, η οποία μετατόπισε το κέντρο βάρους της ταινίας από τον ήρωα, που μάλλον της ήταν απρόσιτος, στον μοχλό της μυθοπλασίας (την ίντριγκα γύρω από την έλλειψη νερού σε μια πόλη στο κέντρο της ερήμου) και απλώς συμπέρανε ότι το νερό είναι πολύτιμο αγαθό.

Ο «Ράνγκο» είναι ευανάγνωστος για το target group στο οποίο απευθύνονται τα μεταγλωττισμένα animation; Μήπως ο κώδικάς του, που χαρακτηρίζει τη φόρμα και το περιεχόμενο της πιο ευρηματικής μετάλλαξης του σπαγκέτι γουέστερν σε καρτούν, απευθύνεται τελικά σε μεγαλύτερα παιδιά και σε ενηλίκους;

Αγρια Δύση, όχι ποπ κορν

 
Ενα τεράστιο χάσμα γενεών υπάρχει ανάμεσα στον Μίκι Μάους και στον Νέμο. Ενα μικρότερο κενό χωρίζει τον Σρεκ από τον Ράνγκο. Το παιδί στην πραγματικότητα δεν ταυτίζεται με κανέναν απ’ αυτούς, έχει αξία όμως να δούμε εάν κάθε φορά μπορεί να μπει σε ένα φιλόξενο περιβάλλον για να παρακολουθήσει τις περιπέτειές τους.
Στο «Σρεκ», στο «Νέμο» ή στο «Up», το περιβάλλον είναι οικείο στο παιδί, γιατί το πλαίσιο και ο κώδικας επικοινωνίας έρχονται από το παραμύθι. Στο «Νέμο», το σύγχρονο παραμύθι είναι αρκετά σκοτεινό, αφού απευθύνεται σε ενδόμυχους φόβους και ανασφάλειες. Στο «Σρεκ», όπου κυριαρχούν το παράδοξο και το θαυμαστό, αποδομείται το παμπάλαιο παραμύθι για να φανεί το σημερινό αίτημα της διαφορετικότητας. Το «Rango», αντίθετα, είναι ένα πολυεπίπεδο, σχεδόν ψυχεδελικό, κολάζ σινεφίλ αναφορών.
Αντε να εξηγήσεις στο παιδί, που αγνοεί τα στερεότυπα του γουέστερν, τι σημαίνει να μπαίνεις σε σαλούν της Αγριας Δύσης και να μην είσαι σκληρός. Τι σημαίνει μεταμορφώνομαι, σε κάτι που οι άλλοι το σέβονται ή το τρέμουν, για να επιβιώσω. Διόλου τυχαίο, ο Ράνγκο είναι ένας χαμαιλέων που ψάχνει τον ρόλο του. Αντε να εξηγήσεις γιατί αυτός ο δειλός χαμαιλέων είναι στο ίδιο στρατόπεδο με έναν φονικό κροταλία. Αντε να εξηγήσεις τι είναι ο κόσμος που χάνεται στη σκόνη της ερήμου (τα απόκοσμα, σουρεαλιστικά θα έλεγε ο Κύρος Αδωνις, φαντάσματα της Αγριας Δύσης), και τι ο νέος κόσμος που χτίζεται πέρα από την έρημο (οι αναφορές στο «Τσάινα Τάουν»).
Τι είναι τελικά παιδικό θέαμα; Αν για τον εξαιρετικό «Ράνγκο» το ερώτημα ανοίγει μεγάλη συζήτηση, στην περίπτωση της τηλεοπτικής «Πάτι» προκαλεί έως και θυμό. Δεν είναι απλώς ένα θέαμα κακού γούστου, αλλά ένα φαινόμενο με διαστάσεις μαζικής υστερίας στις τρυφερές ηλικίες. Το χείριστο μάθημα αισθητικής σε νηπιαγωγεία και δημοτικά σχολεία. Αξίζει μια σύγκριση με το χθες.
Η Πίπη Φακιδομύτη στα μάτια του παιδιού ήταν η προσωποποίηση της απόλυτης ελευθερίας. Ζούσε μόνη (το ζήτημα της απώλειας ή της απουσίας των γονιών δεν ήρθε στο προσκήνιο για πρώτη φορά με το «Νέμο»), βαριόταν το σχολείο, ενώ ήταν πιο ικανή στην επιβίωση από την Ντόρα την εξερευνήτρια. Η Πίπη ήταν μια όαση για την παιδική φαντασία γιατί έκανε αυτό που θέλει κάθε παιδί να κάνει, αλλά δεν μπορεί γιατί δεν του επιτρέπεται. Το παιδί ταυτίζεται μαζί της γιατί ο κόσμος της αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες του.

Η τηλεοπτική Πάτι κάνει ό,τι κάνουν οι μεγάλοι (στο σίριαλ). Κορίτσια κουνιούνται σαν σελέμπριτι σε πασαρέλα ή ξεμαλλιάζονται για ένα αγόρι... Οπως στις σαπουνόπερες και στα «τάλεντ σόου» της TV.
Εν ολίγοις, είναι σαν να έχει στηθεί μια βιομηχανία που εισάγει το μικρό παιδί πριν από την ώρα του σε έναν «συναρπαστικό» κόσμο, που όμως δεν είναι ο κόσμος του. Καταστρέφεται η φαντασία και καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι αυτό που βλέπει θα μπορούσε να είναι κομμάτι και της δικής του ζωής. Το παιδί σπρώχνεται ύπουλα και αφύσικα στην εφηβεία, την οποία βεβαίως δεν είναι δυνατόν να διαχειριστεί. Είναι σαν να βλέπει από την κλειδαρότρυπα έναν κόσμο που δεν βιώνει και αναγκαστικά τον μαϊμουδίζει.
Τα αυτοκόλλητα και τα βραχιολάκια «Πάτι» στα περίπτερα προφανώς δεν απευθύνονται σε εφήβους.

Βασίλης Παπαθεοδώρου, συγγραφέας εφηβικών βιβλίων
Eνα εύκολο, άκρως εμπορικό προϊόν
Ο.Κ., το παραδέχομαι. Κάθισα κι εγώ να παρακολουθήσω την Πάτι, αυτή την παγκόσμια σειρά - φαινόμενο, που αυτοσυστήνεται ως παιδική. Είδα βέβαια μόνο δέκα λεπτά, καθότι δεν άντεξα παραπάνω. Και μοιραία αναρωτήθηκα, τι είναι αυτό που κάνει αυτή τη σαπουνόπερα τόσο θελκτική, σε σημείο μαζικής υστερίας; Να είναι αυτό το μείγμα μικρομέγαλων παιδιών και ξεμωραμένων ενηλίκων, που δρουν όλοι τους εντελώς αφύσικα για τις ηλικίες τους; Οι βλακώδεις διάλογοι; Οι γκροτέσκες φιγούρες των μεγάλων; Τα τραγούδια και τα χορευτικά; Το όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω, με την έννοια ότι η σειρά είναι τελικά ένας πολτός από τίποτα; Και τελικά κατάλαβα ότι εκεί είναι το μυστικό: Στο τίποτα, στο βλέπω χωρίς να παρακολουθώ, στο «δεν με νοιάζει καν η ιστορία, ούτε αν έχω χάσει 178 επεισόδια, αφού το ίδιο είναι», στο εύκολο.
Πέρα από το αν η σειρά είναι καλή ή κακή, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι είναι άκρως εμπορική. Κι αυτό είναι το δεύτερο δυνατό της σημείο. Το παιδικό θέαμα πλέον είναι ένα προϊόν, με αφορμή το σίριαλ ακολουθούν περιοδείες των πρωταγωνιστών, CD, DVD, μπλουζάκια, κούπες, μπρελόκ, όλη η διαδικασία της «αρπαχτής». Η ποιότητα και τα νοήματα, η καλλιέργεια και η εκπαίδευση περνάνε σε δεύτερη, τρίτη ή και τελευταία θέση, αν τους δώσει βέβαια κανείς σημασία. Η προβολή αποενοχοποιεί τις ηλικίες, στοχεύει σε παιδιά που θέλουν να μεγαλώσουν, σε γονείς που θέλουν να μικρύνουν, σε οικογένειες που δεν ντρέπονται να δουν το σίριαλ όλες μαζί.
Αυτή η εμπορικότητα κυριαρχεί και στον αντίποδα της Πάτι, στο ποιοτικό παιδικό θέαμα: Χάρι Πότερ και «Up», «Ρατατούης» και «Σρεκ», εξαιρετικές δουλειές όλα τους, και με προφανείς εμπορικούς στόχους. Και αυτό στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι απαραίτητα κακό.
Το κακό, όμως, είναι όταν οι κώδικες στο παιδικό θέαμα είναι απλώς κωδικοί ISIN, ή αλλιώς όταν επιβεβαιώνεται για πολλοστή φορά ότι «τον βλάκα πολλοί εμίσησαν, τη βλακεία ουδείς»…

Μαρία Τοπάλη, ποιήτρια
Τρία κριτήρια περί καταλληλότητας

 
Η τελευταία ταινία «Χάρι Πότερ» (2010) ήταν στην Αγγλία ακατάλληλη κάτω των 12 ετών (εδώ τα πιτσιρίκια την είδαν αδιακρίτως…). Η θεματολογία του επικεντρωνόταν στη –μη κατονομαζόμενη ως τέτοια– σατανική σχάση προσωπικότητας που επέρχεται με τον φόνο, τη νοσηρή επιδίωξη αθανασίας, την πορεία του ήρωα στο σκοτάδι. Το ανατρεπτικό «Ράνγκο» κατηγορείται την ίδια ώρα για «ακαταλληλότητα». Υποχρεώνοντας, πιθανόν, τους ενηλίκους «κάτι» να πρέπει να εξηγήσουν στο παιδί, το άβολο χιούμορ του μοιάζει δυσκολότερα διαπραγματεύσιμο από το ντελίριο «κατινιάς» της «Πάτι». Πολιτισμικά ήθη που θα συναντούσε κανείς άλλοτε σε λούμπεν πληθυσμούς παρηκμασμένων βιομηχανικών κέντρων διατρέχουν πλέον κάθετα τα παραζαλισμένα μεσαία ελληνικά στρώματα.
Ως μη ειδικός συνοψίζω τρία υποκειμενικά - εμπειρικά κριτήρια περί καταλληλότητας των παιδικών θεαμάτων. Το πρώτο, αμιγώς ψυχαγωγικό – το «τερπνόν»· το δεύτερο, το παλαιό «ωφέλιμο», ενώ το τρίτο ας το καλέσουμε κριτήριο εισαγωγής σε μια κριτική σχέση με την ποιοτική τέχνη.
Ευχαριστιέται το παιδί από το θέαμα («περνάει καλά»); Ωφελείται (μαθαίνει; Αναπτύσσει δεξιότητες νοητικές ή ψυχοκοινωνικές); Εισάγεται, τέλος, στην επαφή με την τέχνη ως κριτικός και απαιτητικός μέτοχος (όχι ως καταναλωτής–έρμαιο); Η εφαρμογή οποιουδήποτε εκ των τριών κριτηρίων θα «έκαιγε» αναμφίβολα και την «Πάτι»: κυνική ως «μήνυμα», βλακώδης ως «σενάριο», φτηνιάρικη ως «μιούζικαλ». Για νεαρά παιδιά είναι απλώς μια κακή ιδέα. Για τα πολύ μικρότερα, είναι απαράδεκτη. Ολοι εθιζόμαστε. Μόνο που στην περίπτωση των παιδιών είναι υπεύθυνοι οι ενήλικοι για να αποτρέψουν τον εθισμό, θέτοντας όρια. Η καθημερινή «Πάτι» αποτελεί ευκολία ανάλογη προς την κατανάλωση συσκευασμένων γλυκών και σνακ από το περίπτερο της γειτονιάς: ένα σούπερ μάρκετ θα συνιστούσε ήδη ανώτερη, συγκριτικά, κατηγορία…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Philip Glass - Songs From Liquid Days (Live) : Όταν ο μουσικός μινιμαλισμός ερωτεύτηκε την Ποίηση

Το Songs from Liquid Days(1986 είναι μια συλλογή τραγουδιών που συνέθεσε ο συνθέτης Philip Glass σε στίχους των Paul Simon, Suzanne Vega, ...