Δευτέρα, Ιουνίου 05, 2023

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος: Ο δικός μας Homo ludens

 

Ηλίας Παπαδημητρακόπουλος, Homo ludens

Ο Calderon de la Barca μάς κληρονόμησε στο θέατρο πως η ζωή είναι όνειρο. Ο Rabelais μάς απέδειξε στον Γαργαντούα πως η ζωή είναι γέλιο, επειδή «το γέλιο είναι γνώρισμα τ’ ανθρώπου μόνο». Ο Ιωάννης Σεβαστιανός Μπαχ μάς εξήγησε πως καλές οι υπερβατικές ενατενίσεις, αλλά η καντάτα του καφέ χρειάζεται για να διακονείται και να υμνείται η γήινη απόλαυση. Και οι ανώνυμοι καμποτίνοι, ακροβάτες, ταχυδακτυλουργοί, μουζικάντηδες,ιεροκήρυκες και πορνοβοσκοί, θεούσες και ελευθεριάζουσες, πυροτεχνήματα της σάρκας, λευτέρωσαν το παιχνίδι της ζωής.Υπάρχουν παιχνίδια που παίζονται απόμερα, τη νύχτα, στα μουλωχτά, με ανατριχίλες, ψιθύρους και γελάκια. Αυτά τα λεγόμενα αμαρτωλά, όταν τα χέρια ψάχνουν, τα δάχτυλα ταράζονται, τα σώματα πλησιάζουν, η ανάσα κόβεται. Υπάρχουν τα παιχνίδια της μέρας, από ανατολής Ηλίου μέχρι δύσεως Σελήνης, τα γνωστά και συνήθη, ανταλλαγές βλεμμάτων, υπονοούμενα, αγγίγματα, στριμώγματα, αναμονές, προσκλήσεις για δείπνο, λογαριάζοντας την σαρκική πανήγυρι μετά την κατανάλωση κράσου και ηδυπότων.

Δεν απαιτούνται επιστημονικές γνώσεις για να πει κανείς πως το παιχνίδι, όποιο και αν είναι, δεν έχει τέλος, ενώ έχει κανόνες κάθε φορά που αρχίζει, σταματάει για λίγο να διορθώσει ή να δεχτεί ζαβολιές, διακόπτεται κάποια στιγμή για να αρχίσει πάλι συντόμως από εκεί όπου σταμάτησε, από εκεί όπου αρχίζει εκ νέου. Δεν χρειάζονται συμβουλές, επειδή κανένα παιχνίδι δεν παίζεται με έναν και μόνο παίκτη. Παίζεται από δύο παίκτες τουλάχιστον, από μικρές ή μεγάλες ομάδες, από κοντά ή εξ επαφής. Μεσολαβεί σύντομη ή μακρά περίοδος αναμονής, ώστε να γίνει προετοιμασία, να οριστούν οι στόχοι, οι κανονισμοί. Τίποτα από αυτά μπορεί να μην ισχύσει, επειδή το παιχνίδι έχει τη δική του εξέλιξη και δεν αφήνει νικητές και ηττημένους: την επόμενη φορά όλα ξεκινούν εξαρχής, όλα αλλάζουν. Το σπουδαίο είναι πως έτσι και αρχίσει το παιχνίδι, ανθίζουν οι μυρουδιές του ιδρώτα, του σάλιου, μεγαλύνονται η όσφρηση και η αφή, ευλογείται η όραση, εκρήγνυται η φωνή, που λέει και σημαίνει.

Κανείς δεν υπηρέτησε το παιχνίδι καλύτερα, πληρέστερα, αθωότερα, από τον Ηλία Παπαδημητρακόπουλο. Το υπηρέτησε παιδιάστικα, πάει να πει με σοβαρότητα που λανθάνει μετά την ενηλικίωση. Όλα τα κείμενά του, σύντομα, αλλά ευθύβολα, δίχως να περισσεύει καμία λέξη, κανένα σημείο στίξης, είναι διατυπώσεις κανόνων παιχνιδιού, περιγραφές παιχνιδιών, παρασπονδίες, καθώς και εντιμότητα παικτών, αναπάντεχα γυρίσματα τραγωδίας και κωμωδίας, ζαριές που έφεραν κέρδη και χασούρες, προαναγγελθέντες θανάτοι και αδόκητοι χαμοί. Όλα αυτά ως ύμνος της ζωής, γιατί το παιχνίδι είναι ομολογία ζωής, αποθέωση της διαδρομής του βίου, χαρά αυτής της διαδρομής, δέος πορείας. Homo ludens κατ’ εξοχήν, ήτοι «παίζων άνθρωπος» είναι ο Ηλίας. Έρρωσο, Ηλία!

Ο Ηλίας έπαιξε με τους φίλους του: τον Τάκη, τον Πρόδρομο, τον Γιώργη, στρατιωτικός γιατρός με στρατιωτικούς γιατρούς, με τη γραφειοκρατία, με τον θείο, τον πατέρα, τη μάνα, τους γνωστούς και συγγενείς. Δεν θα έπαιζε επιτυχώς αν δεν είχε τη Νιόβη, αφέτη, τροχονόμο, συνοδοιπόρο. Δεν θα έπαιζε με τη σοβαρότητα του παιδιού αν δεν είχε τις γάτες του, το μποστάνι του, στην Πάρο. Η ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας ας ανοίξει το τεφτέρι της για να υμνήσει το παιχνίδι του Ηλία. Homo ludens, είπαμε. Προς ανάγνωση. Και μίμηση!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1. Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος (1930)- Βικιπαίδεια

 

Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος από τον Αλέκο Παπαδάτο.
Αλέκος Παπαδάτος / The Books' Journal
Ο Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος από τον Αλέκο Παπαδάτο.

2. O Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος και η τέχνη του μικρού

3. Ηλίας X. Παπαδημητρακόπουλος (Συνέντευξη  στην Αυγή Καλογιάννη στο /parola-paros-freepress.gr)

**************

ΔΕΙΓΜΑ ΓΡΑΦΗΣ

Βιβλία του συγγραφέα Παπαδημητρακόπουλος Ηλίας Χ. 1930 στο Bibliohora gr -  Προβολή πρώτης σελίδας, αύξουσα ταξινόμηση βάση έτους έκδοσης (πενήντα  τίτλοι ανά σελίδα)Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου, «Ο οβολός»Ο ΟΒΟΛΟΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ / ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΗΛΙΑΣ[πηγή: Ηλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος, Ο οβολός και άλλα διηγήματα, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2004, σ. 115-120]

Η μάνα μου σήκωσε τα άδεια πιάτα από το τραπέζι.

— Σου άρεσε το φαγητό; με ρώτησε.

— Παίρνεις πάντα το ωραιότερο μέρος, της είπα.

— Τηλεφωνώ στον Κώστα, απέναντι, κι όταν έχει κατσικάκι μου στέλνει το λαιμό και τη σπάλα.

Την ώρα που την αποχαιρετούσα στην εξώπορτα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της ρόμπας της — ακριβώς όπως παληά, όταν εξοικονομούσε λίγα χρήματα και μας έδινε για χαρτζηλίκι.

— Παρ' τα αυτά, μου λέει με χαμηλωμένο κεφάλι, εσύ χρησιμοποιείς λεωφορεία.

Ήταν τρία εισιτήρια των αστικών συγκοινωνιών. Κατάλαβα τη σημασία της προσφοράς: η μάνα μου μού δήλωνε πως δεν μπορούσε, πλέον, να ανέβει σε λεωφορείο.

Πράγματι, την ίδια εκείνη άνοιξη αρρώστησε και, ξαφνικά, πέθανε τα ξημερώματα.

— Εγώ φεύγω, μου είχε πει την παραμονή το βράδυ στο νοσοκομείο.

Κατεβήκαμε όλοι στον Πύργο, όπου και ο οικογενειακός μας τάφος. Προηγείτο το φέρετρο και ακολουθούσαμε εμείς.

Μέχρις ότου έρθει η ώρα της κηδείας, άρχισα να τριγυρνώ στα πέριξ του νεκροταφείου. Στις άκρες των ελαιώνων, δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, έβλεπα με έκπληξη κόκκινες ανεμώνες, που δεν θυμόμουν να υπήρχαν, όταν παιδιά ζούσαμε στο κοντινό χτήμα.

Έφθασα και σε αυτό. Δεν είχε απομείνει, φυσικά, τίποτα. Το πουλήσαμε στην Κατοχή — και τώρα είχε καταντήσει ένας γύφτικος οικισμός, εντός σχεδίου πια. Μια μπουλντόζα άνοιγε έναν ακόμη δρόμο.

Προχώρησα προς το μέρος όπου βρισκόταν το πατρικό μου. Ήταν μεσημεράκι, και επικρατούσε μια περίεργη ερημιά, ίσως γιατί όλοι κοιμόντουσαν, ή απουσίαζαν. Βρήκα το παληό μου σπίτι αγνώριστο, με προσθήκες από τσιμεντόλιθους και αλουμινένιες πόρτες. Από τα δέντρα και τον κήπο δεν είχε μείνει ούτε δείγμα.

Ξαφνικά είδα τη μανταρινιά! Μέσα σε όλον αυτό το χαλασμό, είχε καταφέρει να επιβιώσει. Γέρικη, σχεδόν αιωνόβια, με καταφαγωμένον τον κορμό και τα κλαδιά της χωρίς φύλλα, διατηρούσε ακόμη αρκετούς καρπούς, κάτι πολύ μικρά μανταρίνια, ίδια με εκείνα που έκανε και τότε, όταν σκαρφάλωνα επάνω της την άνοιξη κι έκοβα τα φρούτα της.

Τα καλοκαίρια με τις ζέστες υπέφερε πολύ. Αγωνιζόμουν να την διατηρήσω στη ζωή: δεν είχαμε αρκετό νερό, αλλά όταν μπορούσα της κουβαλούσα έναν δυο τενεκέδες να ξεδιψάσει.

Πλησίασα με συγκίνηση, ένιωθα σχεδόν τύψεις για τα χρόνια της δίψας της. Πώς επέζησε, έτσι εγκαταλελειμμένη, τόσα καλοκαίρια; Είχα να την δω μισόν αιώνα ακριβώς και ουδέποτε την είχα θυμηθεί.

Έφαγα δυο τρία μανταρίνια, έβαλα μερικά στην τσέπη μου, την χάιδεψα και έφυγα. Έσπευσα στο νεκροταφείο, όπου ήδη χτυπούσε πένθιμα η καμπάνα.

Κατά τη διάρκεια της ακολουθίας, παρατηρώντας το πρόσωπο της μητέρας μου, σκεφτόμουν όλα εκείνα τα παρελθόντα. Αφαιρέθηκα, κι ήταν η γυναίκα μου που με προέτρεψε:

— Πήγαινε να φιλήσεις πρώτος τη μητέρα σου.

Πλησίασα. Της άφησα το ματσάκι με τις κόκκινες ανεμώνες, της γλίστρησα στα χέρια τα τρία εισιτήρια του λεωφορείου και, χαϊδεύοντάς της το κρύο μάγουλο, της ψιθύρισα στο αυτί:

— Μάνα, η μανταρινιά μας ζει!

[1999]

______________


ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ & ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ !

Γιάννης Αντωνιάδης
 

Ένα μεσημεράκι, στα μέσα Μαΐου του 1974, βρεθήκαμε η ίδια παρέα στο  Τουρκολίμανο, για να τον ξεπροβοδίσουμε. Ο Καββαδίας, με το ίδιο τριμμένο μονόπετο σακάκι κι ένα εξίσου παλιό καβουράκι, καθόταν λίγο μελαγχολικός: αναχωρούσε στις τέσσερις το απόγευμα με το κρουαζερόπλοιο «Aquarius», όπου (φυσικά) υπηρετούσε ως ασυρματιστής. Τον συνόδευσα μέχρι το πλοίο: ό,τι κουβαλούσε, τα είχε βολέψει σε ένα μικρό, φθαρμένο πλαστικό βαλιτσάκι της «Air France». Κάποια στιγμή με πήρε παράμερα, και μου εξέθεσε το σχέδιό του: Έπρεπε να τα καταφέρω να φύγω από τον στρατό (ήμουν τότε αρχίατρος), ώστε να μπαρκάρουμε στο «Aquarius» – εκείνος πάντα ως μαρκονίστας, εγώ ως γιατρός, οπότε… κ.λπ., κ.λπ. Συνάντησα για τελευταία φορά τον Καββαδία το πρωί της 23ης Νοεμβρίου 1974, στο διαμέρισμα της αδελφής του Τζένιας, στην Δεινοκράτους 5.

Αναχωρούσα εκείνη την ημέρα για το στρατιωτικό νοσοκομείο της Πάτρας, και πέρασα να τον δω. Παρά την σιγουριά που ένιωθε κοντά στους δικούς του (την αδελφή του και τα ανίψια του, την Έλγκα κυριολεκτικά την λάτρευε), φαινόταν λίγο ανήσυχος, κάπως αβέβαιος, σαν μελαγχολικός. Με κράτησε σχεδόν ώς το μεσημέρι, μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, και επιδεικνύοντάς μου διάφορα (απόκρυφα και μη) της προσωπικής του συλλογής, αλλά και κοινά χαρτιά – όπως το πιστοποιητικό του γεννήσεως, το 1910, στην Μαντζουρία, ένα δελτίο ταυτότητος που έβγαλε το 1928 στον Πειραιά (τη χρονιά που μπήκε στην Ιατρική,παρέα με έναν γνωστό μου ψυχίατρο στην Καβάλα, τον Ρένο Βαμβακούση, ήδη μακαρίτη) κ.ά.

Το κλίμα βάραινε. Έπρεπε να ξεκινήσω για την Πάτρα. Με συνόδευσε μέχρι το αμάξι. Ξαφνικά, την ώρα που ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω, γυρίζει και μου λέει:

— Όταν πεθάνω, να με πάτε οι δυο σας, εσύ και ο Πετρόπουλος: έτσι θα γέρνω, όπως στη θάλασσα…
Κατάλαβα το καλαμπούρι, που βασιζόταν στη διαφορά του ύψους των δυο μας – αλλά απόμεινα αποσβολωμένος. Ο Καββαδίας με χτύπησε τρυφερά στην πλάτη:
— Μην τα παίρνεις τοις μετρητοίς, μου λέει, έτσι τα λέω – τώρα που δεν έχω δουλειά…
Και, χαμηλώνοντας τη φωνή, ενώ το πρόσωπό του έπαιρνε εκείνο το αθώο, σχεδόν παιδικό ύφος κάποιας επερχόμενης ελευθεροστομίας, με ξεπροβόδισε με ένα από τα αμίμητά του:
— Λια μου, μου ψιθύρισε, δουλειά δεν είχε το μ…. και μάθαινε τσαγκάρης…
 

Δυόμισι μήνες ακριβώς αργότερα, στις δέκα Φεβρουαρίου 1975, βρισκόμουν στο Συμβούλιο Επιλογής Οπλιτών στον τόπο καταγωγής του Καββαδία, στο Αργοστόλι. Εκεί πληροφορήθηκα τον αιφνίδιο θάνατό του: άλλοι τον πήγαν, λοιπόν, στον κάτω κόσμο…

Αρχική Πηγή:ΗΛΙΑΣ Χ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
28.02.1999


__Η επιστροφή του Ηλία Χ. Παπαδημητρακόπουλου | Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΗλίας Χ. Παπαδημητρακόπουλος - Όλα τα Βιβλία | Skroutz.gr____ΠΡΟΣΩΠΟ – Βιβλιοnet________Αποτελέσματα αναζήτησης_________

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΥΡΓΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ού ΑΙΩΝΑ ΕΩΣ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1960

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητά με τον Τάσο Αποστολίδη για το νέο του graphic novel «Αριστοτέλης» με εικονογράφηση Αλέκου Παπαδάτου

Tάσος Αποστολίδης:«Η φιλοσοφία του Αριστοτέλη έχει να κάνει με την πραγματική ζωή, με το τώρα» Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον Τάσο Απ...