Ο Σνόουντεν... τα έλεγε, εμείς δεν ακούσαμε!
Μία δεκαετία πέρασε από τότε που ο κόσμος συνταράχθηκε από τις θαρραλέες αποκαλύψεις του Εντουαρντ Σνόουντεν, ο οποίος έβαλε την ηθική πάνω από τη βολή του, για να μας προειδοποιήσει πως οι μυστικές υπηρεσίες -των ΗΠΑ και της Βρετανίας εν προκειμένω- παραβιάζουν κάθε ιδιωτικότητά μας ● Σήμερα, το φαινόμενο των παρακολουθήσεων -από κράτη αλλά και ψηφιακούς κολοσσούς- έχει μεγιστοποιηθεί, ξεφεύγοντας από κάθε έλεγχο!
Ημασταν ακόμα… γατάκια τον Ιούνιο του 2013, όταν ο Εντουαρντ Σνόουντεν προκαλούσε παγκόσμιο σεισμό αποκαλύπτοντας, με τη συνδρομή δημοσιογράφων της Guardian και της Washington Post, την τρομερή έκταση του ηλεκτρονικού φακελώματος προσωπικών δεδομένων και της μυστικής παρακολούθησης των επικοινωνιών λίγο πολύ των πάντων -ακόμα και της Ανγκελα Μέρκελ- από την πανίσχυρη Εθνική Υπηρεσία Ασφαλείας των ΗΠΑ (NSA, National Security Agency) αλλά και την «ξαδερφούλα» της, τη βρετανική GCHQ (Government Communications Headquarters). Δέκα χρόνια μετά, ο οργουελικός μηχανισμός ενός «Μεγάλου Αδερφού» που εξακολουθούν να ενισχύουν οι κυβερνήσεις σε Δύση και Ανατολή -πάντα για το καλό μας υποτίθεται- έχει πάρει ακόμα πιο δυστοπικές διαστάσεις, μέσα από την απίστευτη εξέλιξη της τεχνολογίας και του ψηφιακού σύμπαντος. Τόσο δυστοπικές, ώστε πολλές και πολλοί από μας να καταφεύγουμε στο σουρεαλιστικό σύνθημα: Κάντε τον Οργουελ μυθοπλασία ξανά - Make Orwell fiction again…
Απαισιοδοξία αποπνέει κι ο ίδιος ο Αμερικανός καταζητούμενος: από τους σπάνιους ήρωες της εποχής μας, που επέλεξε με αυταπάρνηση να γίνει μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος και να θυσιάσει την προνομιούχα ζωή του στη Χαβάη ως εργολάβος αναλυτής της NSA και παλιότερα της CIA, για να ξεσκεπάσει σε όλον τον κόσμο τις μαζικές και ανεξέλεγκτες παραβιάσεις δικαιωμάτων και ελευθεριών μέσα από άκρως απόρρητα, δαιδαλώδη και συχνά παράνομα προγράμματα ηλεκτρονικής κατασκοπείας, κυρίως της αμερικανικής κυβέρνησης αλλά όχι μόνο. Η λέξη «σκάνδαλο» δεν επαρκεί για να περιγράψει τη σαρωτική κλίμακα των συστηματικών υποκλοπών και παρακολουθήσεων που έχουν γιγαντωθεί ακόμα περισσότερο σήμερα, απλά κρύβονται πιο αποτελεσματικά από τις κυβερνήσεις και τις μυστικές υπηρεσίες. Υπό αυτό το πρίσμα, η επίκληση του «κράτους δικαίου» ακούγεται σαν ανέκδοτο, αν όχι σαν κοροϊδία.
Ο Σνόουντεν δραπέτευσε κινηματογραφικά στο Χονγκ Κονγκ και μετά στη Ρωσία -ελλείψει εναλλακτικής-, όπου συνεχίζει να ζει αυτοεξόριστος, μαζί με τη γυναίκα του πλέον και τους δύο γιους τους, έχοντας πάρει άσυλο και ρωσική υπηκοότητα. Εξαρχής, ο αυταρχικός Βλαντίμιρ Πούτιν τον αντιμετώπισε πονηρά ως τρόπαιο, αφού εναντίον του 40χρονου φυγά είχαν απαγγελθεί αστραπιαία βαρύτατες κατηγορίες για κλοπή κυβερνητικών αρχείων και κατασκοπεία στη φιλελεύθερη και δημοκρατική, κατά τα άλλα, πατρίδα του. Πρόεδρός της τότε ήταν ο Μπαράκ Ομπάμα, με τις μυστικές υπηρεσίες να στηλιτεύουν τον Σνόουντεν ότι βοήθησε προδοτικά τους εχθρούς των Ηνωμένων Πολιτειών, βγάζοντας στη φόρα πολλά από τα απόρρητα κατασκοπευτικά προγράμματα που λειτουργούσαν με βολικό πρόσχημα τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας».
Ντροπιαστική παραδοχή
Λίγα χρόνια αργότερα, βέβαια, οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι έλεγαν ξεδιάντροπα ψέματα, όταν διέψευδαν δημόσια ότι δεν παρακολουθούσαν μαζικά τους πολίτες της χώρας και δεν παραβίαζαν την ιδιωτικότητά τους, καταπατώντας το Σύνταγμα και τους νόμους. Ομολόγησαν, μάλιστα, τη βασικότερη ζημιά που τους έκανε ο Σνόουντεν: δυσκόλεψε το έργο τους, ωθώντας τους παρόχους τηλεπικοινωνιών, τις εταιρείες τεχνολογίας και τους κατασκευαστές εφαρμογών, μεταξύ άλλων, να κρυπτογραφήσουν τις υπηρεσίες και τα προϊόντα τους.
Παρά τη διεθνή κατακραυγή που πυροδοτήθηκε πάντως, η κατάσταση έχει γίνει ακόμα χειρότερη, καθώς οι κολοσσοί του διαδικτύου συνεχίζουν με ανεξάντλητους τρόπους και «παραθυράκια» τη συλλογή προσωπικών δεδομένων των χρηστών τους, οι δε κυβερνητικές μέθοδοι ηλεκτρονικής κατασκοπείας γίνονται ολοένα πιο ευφάνταστες με τα κατάλληλα και διαρκώς εξελισσόμενα τεχνολογικά εργαλεία. Απλώς τα πράγματα γίνονται πιο συγκαλυμμένα κι αυτό τα κάνει ακόμα πιο επικίνδυνα. «Η τεχνολογία αναπτύχθηκε, ώστε να έχει τεράστια επιρροή. Αν σκεφτούμε τι είδαμε το 2013 και τις δυνατότητες των κυβερνήσεων σήμερα, το 2013 μοιάζει με παιδικό παιχνίδι», επισήμανε ο Σνόουντεν, δίνοντας επετειακή συνέντευξη στον Γιούεν ΜακΑσκιλ της Guardian: έναν από τους μόλις τρεις δημοσιογράφους που -τέτοιες μέρες, μια δεκαετία πριν- τον συναντούσαν υπό άκρα μυστικότητα στο Χονγκ Κονγκ, παίζοντας κομβικό ρόλο στη ριψοκίνδυνη δημοσιοποίηση τμημάτων από τον θησαυρό ηλεκτρονικών ντοκουμέντων της NSA για τα επίμαχα προγράμματα υποκλοπών και παρακολουθήσεων που είχε καταφέρει να βγάλει «στη λούφα» από τις ΗΠΑ.
Επιγραμματικά, όπως αποκάλυψε ο Σνόουντεν, οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες συνεργάζονταν με την GCHQ και άλλες υπηρεσίες πληροφοριών συμμαχικών τους χωρών ώστε να συλλέγουν και να αποθηκεύουν στοιχεία για δισεκατομμύρια ανθρώπους, χωρίς να συντρέχουν λόγοι υποψίας και, φυσικά, εν αγνοία τους. Οι ΗΠΑ ήταν σε θέση να παρακολουθούν τα τηλέφωνα συμμαχικών ηγετών. Με το πρόγραμμα Prism της NSA συλλέγονταν προσωπικά δεδομένα αναρίθμητων χρηστών από διαδικτυακούς γίγαντες, όπως η Google και το Facebook, με ή χωρίς τη συγκατάθεση των κολοσσών. Eνα άλλο πρόγραμμα της NSA, το XKeyscore, επέτρεπε στην κυβέρνηση να σαρώνει το πρόσφατο ιστορικό χρηστών στο ίντερνετ. Η NSA συνέλεγε δεδομένα κλήσεων και από την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας Verizon, ενώ ψάρευε στοιχεία από εταιρείες του Δημοσίου, νοσοκομεία και πανεπιστήμια. Η GCHQ, με τη βοήθεια της NSA, «ρούφαγε» όλη την κίνηση δεδομένων που μεταφέρονταν μέσω μεγάλων παγκόσμιων υποθαλάσσιων καλωδίων επικοινωνίας. Η GCHQ τραβούσε επίσης κρυφά εκατομμύρια φωτογραφίες από κάμερες υπολογιστών, όταν οι χρήστες βρίσκονταν σε βιντεοδιάσκεψη μέσω του Yahoo.
Χαμένη εμπιστοσύνη
Μέχρι το 2013, «εμπιστευόμασταν την κυβέρνηση ότι δεν θα μας τη φέρει. Αλλά το έκανε. Εμπιστευόμασταν τις εταιρείες τεχνολογίας ότι δεν θα μας εκμεταλλευτούν. Αλλά το έκαναν», σημείωσε ο Σνόουντεν. «Αυτό θα συμβεί ξανά, επειδή αυτή είναι η φύση της εξουσίας». Εξέφρασε δε ανησυχία «όχι μόνο για τους κινδύνους που εγκυμονούν οι κυβερνήσεις και οι Big Tech» που συνεργούν μαζί τους, έγραφε ο ΜακΑσκιλ, «αλλά και για τις εμπορικά διαθέσιμες κάμερες βιντεο-επιτήρησης, την αναγνώριση προσώπου, την τεχνητή νοημοσύνη και το διεισδυτικό κατασκοπευτικό λογισμικό, όπως το Pegasus, που χρησιμοποιείται εναντίον αντιφρονούντων και δημοσιογράφων». Το δε Predator, που όχι απλά χρησιμοποίησε αλλά και εξήγαγε σε άλλες χώρες η Ελλάδα επί κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη, εμπίπτει φυσικά στην ίδια κατηγορία. «Η ιδέα ότι, μετά τις αποκαλύψεις του 2013, θα έβγαιναν ουράνια τόξα και μονόκεροι την επόμενη μέρα, δεν είναι ρεαλιστική», ανέφερε ο πρώην αναλυτής. «Πρόκειται για μια διαδικασία σε διαρκή εξέλιξη. Και θα πρέπει να δουλεύουμε γι’ αυτό για το υπόλοιπο της ζωής μας και της ζωής των παιδιών μας και πέρα από αυτή».
«Δεν μετανιώνω», επέμεινε, παρότι αντιμετωπίζει 30 χρόνια φυλακή αν συλληφθεί και δικαστεί στις ΗΠΑ. Ακόμα και η κραυγαλέα αντι-ρωσική Guardian τού αναγνωρίζει ότι είναι καλύτερα που κατέφυγε στη Ρωσία του Πούτιν, από το να σαπίζει άδικα σε κάποιο κελί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι σοκαριστικές πληροφορίες που εξέθεσε για λόγους δημοσίου συμφέροντος έβαλαν για τα καλά στη ζωή μας την κρυπτογραφία για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία της ιδιωτικότητάς μας. Συνέβαλαν στη θέσπιση του ευρωπαϊκού κανονισμού GDPR (General Data Protection Regulation), ο οποίος έχει κάνει σαφώς δυσκολότερη τη ζωή των αμερικανικών Big Tech που δραστηριοποιούνται στην Ε.Ε. Ανάγκασαν επίσης τον Λευκό Οίκο, το Κογκρέσο και τα αμερικανικά δικαστήρια να περιορίσουν κάπως τις θρασύτατες κατασκοπευτικές δραστηριότητες που είχαν εγκρίνει τότε κρυφά και τώρα νομιμοποιούν πάλι σιωπηρά. Μας έκαναν δε (ακόμα) πιο ψυλλιασμένους για τις ασταμάτητες παραβιάσεις των ελευθεριών και των δικαιωμάτων μας.
«Η κυβέρνηση των ΗΠΑ εξακολουθεί να κατασκοπεύει με τρόπους που, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι χειρότεροι ή πιο ακραίοι από αυτούς που μπορέσαμε να βγάλουμε στη δημοσιότητα με τις αποκαλύψεις του Σνόουντεν», τονίζει από την πλευρά του ο Γκλεν Γκρίνγουολντ, ο άλλος δημοσιογράφος της Guardian που είχε σπεύσει στο Χονγκ Κονγκ για να τον συναντήσει. «Η τεχνολογία έχει βελτιωθεί και ένα από τα πράγματα στα οποία το αμερικανικό κράτος ασφαλείας είναι ειδικός -και είναι (ειδικός) από τότε που δημιουργήθηκε, στο τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου- είναι να διασφαλίζει ότι οι Αμερικανοί έχουν πάντα έναν νέο εχθρό να φοβούνται και έχουν πάντα έναν λόγο να πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο η κυβέρνηση να μπορεί να λειτουργεί μυστικά, να κατασκοπεύει και να έχει απεριόριστες εξουσίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου