ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ
Ως προς την δευτέραν Στέργαιναν, δυστυχώς δεν ηλήθευσε το ρητόν, «η πρώτη δούλα, η δεύτερη κυρά». Η Θοδωριά, η πτωχή, υπέφερεν όλας τας αγγαρείας, όσας τής επέβαλλεν ο σύζυγός της. Ασβεστάς εκείνος, φουρνάρισσα αυτή. Το πτωχόν νήπιον, ο Ελευθέρης, δεν είχε χορτάσει το γάλα της μητρός του. Εφαίνετο γηράσασα ήδη, αν και μόλις είχεν υπερβεί το τριακοστόν πέμπτον έτος. Ο μπάρμπα-Στέργιος, δεκαπέντε έτη μεγαλύτερός της, την είχε πάρει εις δεύτερον γάμον, και μάλιστα με το σπαθί του˙ την έκλεψε. Ο μικρός Ελευθέριος, τετραέτης ήδη, ήτο ζαρωμένος, χλωμός, ζουριασμένος και η μήτηρ του ούτε να τον θρέψει ήτο ικανή ούτε να τον «αποκόψει» ηδύνατο. Οι μαζοί της, ως να είχαν παραψηθεί από την αντιλαμπήν του φούρνου, εκρέμαντο μαραμμένοι υπό την τραχηλιάν, και ο μικρός δυσκόλως εύρισκεν εκεί σταγόνα γάλακτος.
Της είχαν πεθάνει τα δύο πρώτα παιδιά της, το εν θήλυ, το άλλο μικρόν αγόρι, και τώρα όλαι αι ελπίδες της εκρέμαντο εις τον Λευθέρην. Αλλά μέγας φόβος την είχε κυριεύσει, διότι και αυτό της το παιδί ήτον άρρωστον. Α! η καρδούλα της ήτον καμένη! Καλύτερα να μη ’μβαίνει στον κόσμο άνθρωπος. Ενθυμείτο μετά σπαραγμού την στιγμήν, όταν «αγγελιάστηκε» το μικρόν κοράσιόν της. Πηγαίνει και το βρίσκει στην κούνια του, ξερό, μελανό, μισοπεθαμένο. Βάζει μια φωνή. Τρέχουν δυο γειτόνισσες. «Τι έχεις; Τι είναι;» «Το παιδί μου! Το παιδί μου!» Φωνάζουν το γιατρό. Όσο να ’ρθει ο γιατρός, το κορίτσι «έσωσε». Σε μια ώρα, μια ωρίτσα! Ήρθεν η γειτόνισσα η Κατερίνα η Μπροστινή, το σαβάνωσε˙ η Θοδωριά έψαξε και ηύρε τα ρουχάκια του˙ έσκυφτε μες στην κασσέλα να τα εύρει, κ’ εμοιρολογούσε σιγανά! Η Κατερίνα την εμάλωνε, λέγουσα ότι δεν μοιρολογούν τον νεκρόν, πριν τον ενδύσουν. Το στόλισαν όμορφα-όμορφα, το ξάπλωσαν στο κιλίμι, και το σκέπασαν να μην το βλέπει ο μικρός και κλαίει. Ο Χαραλαμπάκης ήτον δυο χρόνια μεγαλύτερος, κ’ ένοιωθε, τον επήραν οι γειτόνισσες και τον απεμάκρυναν, έως να γίνει η εκφορά. Ύστερα το βράδυ, όταν ο Χαραλαμπάκης ερωτούσε: «Πού ’ναι το Χρυσώ, μάννα, που πάει το Χρυσώ;» του απήντησαν ότι επήγε να κοιμηθή «στα λουλούδια». Κι η Κατερίνα η Μπροστινή του είπε ότι πάει «Στου παπά τ’ αλώνι – κι στο περιβόλι». Και ο μικρός εξηκολούθει να ερωτά: «Πότε θα ’ρθει, μάννα, πίσω το Χρυσώ μας;» έως ότου επέρασαν τρεις ημέραι και το εξέχασε.
Ά! ποίος το ήξευρε ότι τόσον γρήγορα έμελλε να υπάγει να την ανταμώσει. Στο χρόνο απάνου, ο Χαραλαμπάκης πέφτει άρρωστος. Το γιατρό, ευθύς, το γιατρό να μη ξαναπάθουν τα ίδια. Έρχεται ο γιατρός, το βλέπει. «Δεν έχει τίποτε», τους στέλνει ένα γιατρικό, άλλο γιατρικό. Όσο έπαιρνε τα γιατρικά, τόσο άναβεν η ζέστη κι η φλόγα που είχε. Έρχεται το ξαναβλέπει, «Μετά τρεις ημέρας θα είναι καλά». Μετά τρεις ημέρας ήτον αποθαμένο. Αχ! με τι καρδιά να ψάξει να βρει τα ρουχάκια του, και με τι χέρια να το στολίσει; Ευτυχώς ήτον εκεί η Κατερίνα η Μπροστινή, με την ακούραστον προθυμίαν της, με το λευκόν τουλπάνι υπό την πολίτικην μανδήλα, με τους ελαφρώς διαγραφομένους μύστακάς της, και την απήλλαξε του κόπου. Με τι στόμα να το μοιρολογήσει; Τι τραγούδια να του πει; Ήλθαν οι παπάδες και το επήραν κι αυτό, και το ετραγούδησαν και το επήγαν «στα λουλούδια», εκεί που είχαν υπάγει και την μικράν Χρυσώ προ ενός έτους,
Τώρα, αυτό το παιδάκι, ο Ελευθέρης, της έμενε. Ήτον εξαπλωμένη πλησίον του, ανέχουσα την κεφαλήν διά του βραχίονος υπέρ το προσκέφαλον του παιδίου, έχουσα την κεφαλήν του παιδίου υπό την αριστεράν μασχάλην της. Τα ενθυμείτο όλα όσα υπέφερε, και δεν είχεν ύπνον. Εις την εστίαν, οι ολίγοι μείναντες άνθρακες, χωμένοι εις την στάκτην, ετυφλόκαιαν ακόμη. Υπεράνω της κεφαλής της έκαιε το κανδήλι εμπρός εις τα εικονίσματα, σημειούν με φωτεινήν γραμμήν τας μελαγχολικάς μορφάς των Αγίων. Ο σύζυγος της εξηπλωμένος εκ δεξιών της, έρρεγχε προ πολλού, από της ενάτης ώρας. Είχε γυρίσει δις ήδη και από τα δύο πλευρά, και ανέπνεε δυνατά, και κάτι εμορμύριζε, κ’ ενίοτε εμυκάτο εις τον ύπνον του. Ο καημένος ο μπαρμπα-Στέργιος δεν ήτο και πολύ κακός, αν και ηγάπα να τρώγη το ψωμί του από τα «φουρνιάτικα». Έλεγεν ότι, με το να κολλά τον φούρνον εις την γειτονιάν, η γυναίκα του, έβγαινεν από ένα κόπον, τού να ζυμώνει. Κλαδιά της εκουβαλούσεν άφθονα, με το ονάριον του, όσα επερίσσευαν από το καμίνι. Ήτο εν τούτοις εργατικός, και δεν την εβασάνιζε και πολύ, την γυναίκα του. Μόνον όταν ετύχαινε να πωλήσει μαζωμένον ασβέστην, κι έπαιρνε τίποτε λεπτά, ποτέ δεν εγύριζε στο σπίτι με τα θυλάκια πλήρη ή με τον στόμαχον κενόν. Συνήθως «τα άναβε τα καντήλια». Και αν μάλιστα ήτον Σάββατον βράδυ, «εβαστούσε τρίμερο», καθώς έλεγεν η Θοδωριά, και ήτον «εν τη δόξη του» έως το πρωί της Δευτέρας. Αλλ’ αυτή το ήξευρε το σύστημά του, και όταν τον έβλεπε να είναι «στα πράματα», δεν του ωμιλούσε, διότι τότε ήτον φόβος μην «τες φάει». Μόνον την Δευτέραν, πρωί, πριν αναχωρήσει διά να υπάγει στο καμίνι, του εζήτει να της αφήσει τίποτε λεπτά, αν του είχαν περισσεύσει, κι εκείνος τότε ήρχετο κάπως εις αίσθησιν.
Τας προλαβούσας ημέρας των Χριστουγέννων, το είχεν «αλαλάξ τω Κυρίω», διότι είχε πωλήσει πολλά καντάρια ασβέστην, κι επήρεν ολίγα τάλληρα. Τώρα, τα Χριστούγεννα πέρασαν, ήρχετο Άις Βασίλης, κι επειδή εν τω μεταξύ ήτο και Κυριακή, δεν είχε μαζωχθεί ακόμη. Την εσπέραν ταύτην πάλιν ήτο ολίγον «στο φίλο, στο χορό», αλλ’ ευτυχώς είχεν έλθει ενωρίς απόψε, κι εντεύθεν η Θοδωριά εσυμπέρανεν ότι τα τάλληρα θα εσώθηκαν, από την τελευταίαν πώλησιν. Ό,τι όμως ηγνόει είναι ότι, εντός της ημέρας, ο μπάρμπα-Στέργιος επώλησε και άλλον ασβέστην. Και ο λόγος δι’ όν είχεν έλθει ενωρίς ήτο ότι είχε βαρυνθεί κάπως την κραιπάλην, και ησθάνετο και σφοδρόν πονοκέφαλον. Εν τούτοις η Θοδωριά ευχαριστήθη, διότι αφού έβλεπε το παιδί της άρρωστον, θα είχε τουλάχιστον σύντροφον, έστω και κοιμώμενον, και ο ρογχασμός του ανδρός της ήτο ως παρηγορία τις διά την ανησυχίαν της.
Εν τούτοις το παιδίον εχειροτέρευεν. Η Θοδωριά, ήτις δεν ηδύνατο να κλείσει όμμα επιβλέπουσα αγρύπνως το άρρωστον, είδεν αίφνης ότι το τεκνίον ηγωνία και επνευστία, βήχον ξηρώς. Ωχρόν ήτο το μέτωπόν του, απεξηραμμένα τα χείλη του, τα όμματά του θολά, και ελαφρά ερυθρότης ανέβαινεν από τας παρειάς του εις τους κροτάφους. Η γυνή ενθυμείτο τα συμπτώματα από τα δύο άλλα παιδιά της και ήτο έντρομος και περιδεής.
Τότε έσπευσε να εξυπνίσει αποτόμως τον σύζυγόν της.
— Σήκω, Στέργιο! … κοιμάσαι, άνδρα μου;
Ο μπάρμπα-Στέργιος, μισοκοιμισμένος, εξηροτανύσθη κι εχασμήθη.
— Τι είναι; … Τι θέλεις; … Δεν κοιμάσαι, Θοδωριά;
Κι εγύρισεν από το άλλο πλευρόν.
Η γυνή τον έσεισε σφοδρώς.
— Δεν ακούς, άνδρα; Ξανακοιμήθηκες; Σε καλό σου!
— Τι λες, μωρή γυναίκα;
— Σήκω, δεν μπορεί το παιδί μας.
— Και τι να σ’ κάμω εγώ; … Σα δεν μπορεί, ας γιάνει …
Και ήδη επέπλεεν ως υπεράνω αβύσσου χασκούσης να τον καταπίει κάτωθεν, οίαν εφαντάζετο το στόμα της συζύγου του, και προσεκολλάτο εις το προσκεφάλαιον, ως εις το χείλος μαλακής, ηδυπαθούς αιώρας, οποία τού εφαίνετο ο ύπνος˙ και ως ο κολυμβητής ο ετοιμαζόμενος εις κατάδυσιν, ητοιμάζετο να βυθισθεί εκ νέου εις τον ύπνον.
— Θα σηκωθείς, πατέρα;
Το πατέρα τούτο το είπε με τρόπον η Θοδωριά, ως εκ μέρους δήθεν του νοσούντος τέκνου. Είτα μη δυνηθείσα να κρατήσει τα δάκρυα επανέλαβε:
— Θα σηκωθείς, πατέρα, ή θα μ’ αφήσεις να πεθάνω κι εγώ, καθώς πέθανε το Χρυσώ μας κι ο Χαραλαμπάκης μας; Εκείνα τα δυο, πατέρα, είναι «στα λουλούδια», στον άλλο κόσμο, στην αληθινή ζωή, εκεί όπου όλα τα μικρά έχουν ένα πατέρα … Σ’ αυτόν τον κόσμο, εδώ, εγώ άλλον πατέρα από σένα δεν έχω, και συ άλλο παιδί από μένα δεν έχεις …
Ο μπάρμπα-Στέργιος, ακούσας το παράπονον τούτο συνεκινήθη και απωθήσας το εφάπλωμα, ανεκάθισεν επί της στρωμνής του, κι έστρεψε λημώντας τους οφθαλμούς προς την κοιτίδα του παιδίου. Η γυνή του έφερεν αγγείον πλήρες ύδατος, κι έβρεξε τους οφθαλμούς του.
— Δεν πας να φωνάξεις το γιατρό, Στέργιο μου;
— Τι γιατρό και γιατρό; … Έχουν τώρα αυτοί πίστη και σπλάχνα; … Θαρρείς πως λυπούνται, μωρή γυναίκα; Θα πάω, θα τον φωνάξω, θα ρίξω πέτρες στο παραθύρι, και θα κάμει τον κουφό, ή θα σηκωθεί να με βρίσει και να με διώξει. «Δεν ηξέρατε από πιο νωρίς να ’ρθήτε; Τώρα, μεσάνυχτα, ήρθες να ξυπνίσεις το γιατρό;» Άχ! να ήξερες τι σκληροί είναι, γυναίκα!
— Δεν πειράζει, σύρε συ, και ρίξε τ’ άδικα σ’ εμένα. Πες, η γυναίκα σου δεν σού’ πε αποβραδύς πως ήτον το παιδί άρρωστο.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ηγέρθη, εφόρεσε την βράκα του, την τσάκα του, εζώσθη το κίτρινον, πλατύ και φουντωτόν ζωνάρι του, υπέδησε τα πέδιλα εις τους πόδας, έλαβε το φέσι του το ξασπρισμένον με την κοντήν μαδημένην φούνταν, εφορτώθη την κάπαν του, επήρε το φανάρι, οπού του ήναψεν η γυναίκα του, κι εξήλθεν. Έξω ήτο σκότος βαθύ, ολίγα άστρα έλαμπαν τήδε κακείσε, και ο ουρανός εφαίνετο ωμιχλιασμένος. Είχε κοπάσει προ μιας ώρας ο μαινόμενος από τριών ημερών χιονιστής βορράς, κ’ έκαμνε παράξενην γλύκαν, την οποίαν ο μπαρμπα-Στέργιος αμέσως ενόησεν, ούσαν προάγγελον χιόνος στρωτής, ης αι πρώται αραιαί νιφάδες είχαν αρχίσει ήδη να πίπτωσι. «Ά! κι η Θοδωριά γυρεύει να φέρω το γιατρό, εψιθύρισε χασμώμενος ο ασβεστάς˙ θα θελήσει ο γιατρός να ’ρθει μεσάνυχτα με το χιόνι!»
Εντοσούτω εστράφη δεξιά, εβάδισεν έως διακόσια βήματα από συνοικίας εις συνοικίαν, και τέλος φθάσας υπό την οικίαν του ιατρού, έκαμεν ως είπε, κατά γράμμα. Έκρουσε μάτην την θύραν. Είτα έρριψε χαλίκια εις εν παράθυρον, όπου ήξευρεν ότι ήτο ο κοιτών του ιατρού. Ουδεμίαν απάντησιν έλαβε. Τέλος ηνοίχθη κατά το ήμισυ εν παραθυρόφυλλον κάτω του ισογείου, και η υπηρέτρια, με ένα βόστρυχον από τα ξέπλεκα μαλλιά της προβάλλοντα και κρεμάμενον έξω του παραθύρου, είπε:
— Δεν είναι εδώ ο γιατρός.
— Πού είναι; ηρώτησεν ο μπάρμπα-Στέργιος.
— Είναι όξου.
— Πού, όξου;
— Δεν ήρθε ακόμα. Θα πήγε σε κανέναν άρρωστο.
— Τέτοια ώρα;
— Όπως τον γυρεύεις και τουλόγου σου, τέτοια ώρα, έτσι μπορεί να τον εγύρεψαν κι άλλοι.
Ο μπάρμπα-Στέργιος ίστατο αναποφάσιστος. Αίφνης η θεραπαινίς, ως να ήθελε να δείξη πλείονα του συνήθους εμπιστοσύνην, προσέθηκε:
— Κοίταξε μην είναι κανένα μαγαζί ανοιχτό στην πιάτσα, μην παίζουνε πουθενά τα χαρτάκια. Μην πεις πως σ’ το είπα εγώ.
Και αμέσως έκλεισε το παραθυρόφυλλον κ’ έγινεν άφαντος.
Ο μπάρμπα-Στέργιος υπώπτευσεν ότι η πονηρά υπηρέτρια θα τον «εγέλασεν μες στα μάτια». «Βέβαια, βέβαια, έλεγεν, έτσι μας γελούν τώρα ημάς τους γέρους, αυτές οι δούλες, που μας βλέπουν και δεν αξίζουμε τίποτα. Ως τόσο, εγώ δεν είμαι και πολύ γέρος, και δεν υπανδρεύθηκα παραπάν’ από δυο φορές, κι αν τυχόν μου πέθαινε η Θοδωριά …» Δεν ετελείωσε τον στοχασμόν του, όστις ήτο οιονεί τελευταία τις υποτροπή τής από ημερών κραιπάλης του, και η εικών του χλωμού παιδίου με την ασθενή αναπνοήν και της μητρός, με τα δάκρυα, ήλθε και επάγωσε την αιφνιδίαν νεανικήν θέρμην του. Επανήλθε τότε εις την μνήμην του η φράσις της υπηρετρίας «μη παίζουν πουθενά τα χαρτάκια». Και επειδή είχε ξενυστάξει, κι εντρέπετο να γυρίσει άπρακτος εις την οικίαν, απεφάσισε να επιστρέψει διά της αγοράς, όπως ίδει μη τυχόν συναντήσει που τον ιατρόν.[............................]
Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΙΣ ΤΟ ΧΩΡΙΟΝ - Παπαδιαμάντης - Sarantakos
*****************
ΓΛΩΣΣΑΡΙ
ζουριασμένος = ασθενικός, καχεκτικός
τσάκα, τζάκα = ζακέτα, επενδύτης
τέρτσο τίρο. Στο γλωσσάρι των Απάντων εξηγείται ως «κατώτερο είδος χαρτοπαιγνίου, μάλλον παπατζίδικο». Να το ψάξουμε.
πάει κι απαγάι: Στο γλωσσάρι των Απάντων εξηγείται ως «χαρτοπαικτικός όρος που σημαίνει: βάζω τα κέρδη μου ξανά μέσα και ή τα χάνω ή τα διπλασιάζω». Αλλά αυτός ο ορισμός δίνεται και για το πάρολι. Στο μεταξύ, το απαγάδι, απαγαδίζω στο λεξικό Δημητράκου αλλά και στον Ηπίτη δίνεται με τη σημασία «πάτσι, πατσίζω». Να το ψάξουμε, αλλά πιστεύω ότι το απαγάι θα ήταν ίσως η επανάληψη της μίζας από τη μεριά του χαμένου, που παίζει για να ρεφάρει.
πάρολι: χαρτοπαικτικός όρος που σημαίνει ότι ο παίκτης που κέρδισε δεν αποσύρει το κέρδος αλλά το διακυβεύει ξανά.
πλασένια: ζυμωμένη με πλάση, δηλ. πολύ λεπτό αλεύρι.
λαμπένια: που λάμπει
στραφτένια: που αστράφτει
ειδίσματα: κοσμήματα
κουϊμτζής, κουγιουμτζής: ο χρυσοχόος
τσαπράκια: πόρπες ασημένιες ή επίχρυσες με διάκοσμο, από τουρκ. çapraz
κερμεσούτι: φουστάνι από ειδικό μεταξωτό ύφασμα, σε χρώμα κόκκινο
λαχουρί: λεπτό μάλλινο αργυροχρυσοκέντητο ύφασμα, μάλλινη χρωματιστή μαντήλα
μπαμπουκλί: είδος γυναικείου ενδύματος
*******************
ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου