«Οι τρεις ζωές του Γιόζεφ Κλάιν» της Ούλλα Λέντσε (κριτική)
Για το μυθιστόρημα της Ulla Lenze «Οι τρεις ζωές του Γιόζεφ Κλάιν» (μτφρ. Πελαγία Τσινάρη, εκδ. Πατάκη).
Της Χριστίνας Μουκούλη
Ποια είναι τα ελάχιστα που χρειάζεται κάποιος για να είναι ευτυχισμένος; Υγεία, επαγγελματικές ευκαιρίες για να εξασφαλίζει τα προς το ζην, επαφή με τους γύρω, ελευθερία έκφρασης και επιλογών γενικότερα. Κι αν αυτά σήμερα θεωρούνται ως ένα βαθμό δεδομένα, έναν αιώνα πριν, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά.
Ο Γερμανός Γιόζεφ Κλάιν, τον Ιανουάριο του 1925 φεύγει από την πατρίδα του, όπου δεν έχει καμιά επαγγελματική προοπτική, για να ζήσει το Αμερικάνικο Όνειρο. Το αρχικό σχέδιο ήταν να πάει στην Αμερική με τον αδελφό του, όμως τελικά πηγαίνει μόνος, αφού ένα εργατικό ατύχημα στερεί από τον αδελφό του την όραση από το ένα μάτι και ταυτόχρονα του στερεί τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Αμερική, η οποία δέχεται αυστηρά, καθ’ όλα αρτιμελείς μετανάστες. Η καινούργια ζωή του Γιόζεφ μόνο εύκολη δεν είναι. Ξεκινάει από το μηδέν με την ελπίδα ή μάλλον με τη βεβαιότητα ότι μια μέρα θα γίνει κάποιος. Απολαμβάνει την ελευθερία του, ασχολείται περιστασιακά με διάφορες δουλειές, αλλά καμιά δεν είναι αυτό που θέλει. Στη συνέχεια βρίσκει σταθερή δουλειά σε ένα τυπογραφείο και πλέον αφιερώνει τον ελεύθερο χρόνο του στον ραδιερασιτεχνισμό. Μέσα από τις συχνότητες του ασυρμάτου επικοινωνεί με ανθρώπους που βρίσκονται μακριά, μαθαίνει τι συμβαίνει στην άλλη άκρη της γης, «απολαμβάνει την αίσθηση ότι αφήνει όλο τον κόσμο να έρθει προς το μέρος του σε μια αδιάκοπη ροή».
Το βάρος μιας ανεπιθύμητης εθνικής ταυτότητας
Έπειτα από δεκαπέντε χρόνια που μένει στη Νέα Υόρκη, ο Γιόζεφ έχει πολιτογραφηθεί και νιώθει Αμερικανός. Αποφεύγει να δηλώνει την καταγωγή του, γιατί οι Γερμανοί δεν χαίρουν ιδιαίτερης συμπάθειας εκείνη την εποχή. Στην Ευρώπη ο Χίτλερ έχει καταργήσει το Σύνταγμα της χώρας του, οι γενικότερες προθέσεις του είναι εμφανείς, οι Εβραίοι διώκονται, οι αντιφρονούντες κινδυνεύουν. Στη Νέα Υόρκη οργανώνονται συχνά προπαγανδιστικές συγκεντρώσεις των ναζιστών, οι οποίοι προβάλλουν τον Χίτλερ ως σωτήρα και προσπαθούν να προσελκύσουν οπαδούς. Παράλληλα οργανώνονται και πολλές πορείες διαμαρτυρίας από εκείνους που νιώθουν τον κίνδυνο από την επικράτηση του ναζισμού που πλησιάζει. Τα επεισόδια μεταξύ των δύο ομάδων είναι αναπόφευκτα.
Όταν συνειδητοποιεί σε τι έχει μπλέξει, προσπαθεί να αποχωρήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Εκβιαστικά, πείθεται να συνεχίσει τη συνεργασία με τις ναζιστικές μυστικές υπηρεσίες και να είναι παρών σε συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις που του προκαλούν απέχθεια.
Ο Γιόζεφ προσπαθεί να κρατάει αποστάσεις από αυτή την πόλωση, και αποφεύγει τις πολλές κοινωνικές συναναστροφές. Όταν όμως οι ικανότητές του στον ασύρματο γίνονται γνωστές, κάποιοι της Γερμανικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών τον προσεγγίζουν, τού συστήνονται ως επιχειρηματίες κλωστοϋφαντουργίας και του ζητάνε να συνεργαστεί μαζί τους. Εκείνος το μόνο που θα έχει σαν υποχρέωση είναι το να στέλνει κρυπτογραφημένα μηνύματα στους συνεργάτες τους. Ο Γιόζεφ δέχεται, θεωρώντας το ως μια καλή επαγγελματική συνεργασία, και, χωρίς να το γνωρίζει, μεταδίδει μυστικές πληροφορίες για τη βιομηχανία και τον στρατό της Αμερικής, σε ανθρώπους στη Γερμανία. Όταν συνειδητοποιεί σε τι έχει μπλέξει, προσπαθεί να αποχωρήσει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Εκβιαστικά, πείθεται να συνεχίσει τη συνεργασία με τις ναζιστικές μυστικές υπηρεσίες και να είναι παρών σε συγκεντρώσεις και εκδηλώσεις που του προκαλούν απέχθεια.
Έρχεται η εποχή που η Γερμανία κηρύττει τον πόλεμο στην Αμερική. Ο Γιόζεφ τότε συλλαμβάνεται από το FBI και φυλακίζεται στο Σαντστόουν, σαν κοινός εγκληματίας, γιατί πλέον και μόνο το να είσαι Γερμανός, είναι έγκλημα. Πέντε χρόνια αργότερα μεταφέρεται στη νήσο Έλις, η οποία παλιά ήταν το σημείο εισόδου και ελέγχου των μεταναστών, ενώ από την αρχή του πολέμου έγινε κέντρο κράτησης εχθρικών αλλοδαπών. Μένει φυλακισμένος συνολικά οκτώ χρόνια. Οκτώ χρόνια «στην υπνωτιστική μονοτονία της αιχμαλωσίας, σε μια ζωή χωρίς αποφάσεις. Μόνο χρόνος υπήρχε, ο χρόνος ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της ζωής του, ο χρόνος ως τιμωρία».
Οκτώ χρόνια «στην υπνωτιστική μονοτονία της αιχμαλωσίας, σε μια ζωή χωρίς αποφάσεις. Μόνο χρόνος υπήρχε, ο χρόνος ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος της ζωής του, ο χρόνος ως τιμωρία».
Τον Ιούνιο του 1949 απελαύνεται. Επιστρέφει στη Γερμανία, η οποία προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της, και φιλοξενείται από τον αδελφό του και την οικογένειά του. Όμως, τα είκοσι πέντε χρόνια που έχουν μεσολαβήσει, κάνουν πολύ δύσκολη τη συνύπαρξη. Θα καταφέρει ο Γιόζεφ να πλησιάσει τον αδελφό του και να επανακτήσει τη χαμένη οικειότητα; Θα μπορέσει να πραγματοποιήσει το όνειρό του, να φύγει ξανά και να πάει σε μια χώρα όπου η καταγωγή του δεν θα παίζει κανένα ρόλο; «Πόσες και πόσες φορές έχει φτάσει κάπου και έχει προσποιηθεί ότι είναι το σπίτι του…» Θα έρθει ποτέ ο καιρός που δεν θα χρειάζεται πια να προσποιείται;
H Ούλλα Λέντσε γεννήθηκε το 1973 στο Μενχενγκλάντµπαχ, σπούδασε µουσική και φιλοσοφία στην Κολονία και σήµερα ζει στο Βερολίνο. Έχει γράψει τέσσερα µυθιστορήµατα και έχει τιµηθεί µε πολλά βραβεία, µεταξύ άλλων, το 2016, µε το Λογοτεχνικό Βραβείο του Πολιτιστικού Κύκλου της Γερµανικής Οικονοµίας για το σύνολο του έργου της. |
Τρεις ζωές
Ένα από τα ελάχιστα πράγματα που πήρε μαζί του στην Αμερική ο Γιόζεφ είναι ένα βιβλίο του Θορό. Αγαπημένη του φράση από το συγκεκριμένο βιβλίο είναι: «Ο πλούτος ενός ανθρώπου μετριέται από το πόσα μπορεί να στερηθεί χωρίς να χάσει την καλή του διάθεση». Αυτή την καλή του διάθεση παλεύει κι εκείνος να διατηρήσει, όταν χάνει το σπίτι, την καθημερινότητά του, τη δουλειά του, όταν χάνει τη γυναίκα που ερωτεύτηκε. Στη φράση αυτή προσπαθεί να βρει στήριγμα στις αντιξοότητες που αντιμετωπίζει. Λαχταρά να ζει ελεύθερος, κοντά στη φύση και να κάνει πράγματα που τον ευχαριστούν. Επιθυμεί να μην χρειάζεται να δίνει λόγο σε κανέναν και για τίποτα, ιδιαίτερα για πράγματα τα οποία δεν αφορούν προσωπική του επιλογή, όπως είναι η χώρα καταγωγής του.
«Ο πλούτος ενός ανθρώπου μετριέται από το πόσα μπορεί να στερηθεί χωρίς να χάσει την καλή του διάθεση».
Στο βιβλίο παρατίθενται στιγμιότυπα από τις τρεις ζωές του Γιόζεφ, οι οποίες είναι τόσο διαφορετικές μεταξύ τους. Η ζωή στη Γερμανία, όπου δεν υπήρχαν προοπτικές και από την οποία ήθελε να ξεφύγει. Η ζωή στη Νέα Υόρκη, την οποία δεν μπόρεσε να ζήσει όπως την ήθελε. Η ζωή στη φυλακή, την οποία προσπαθεί να ξεχάσει. Υπάρχει και μια ακόμα ζωή: εκείνη που ονειρεύεται να ζήσει, κάπου όπου δεν θα ξέρει κανείς ούτε τον ίδιο, κι ίσως ούτε τη Γερμανία και τον καταστροφικό της ρόλο στην παγκόσμια ιστορία. Κάπου όπου θα νιώθει ότι βρίσκεται στο σπίτι του.
Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο πρόσωπο, και είναι εστιασμένη στον Γιόζεφ. Δεν ακολουθεί γραμμική πορεία καταγραφής των γεγονότων. Ξεκινάει από το 1953, χρονιά που αποτελεί και το αφηγηματικό παρόν του μυθιστορήματος, και, με πολλές χρονικές αναδρομές, παρακολουθούμε στιγμιότυπα από τη ζωή του στην Αμερική, στη Γερμανία, στην Κόστα Ρίκα. Σε κάθε μικρό κεφάλαιο –όλα έχουν ως τίτλο μια πόλη και μια χρονολογία– μαθαίνουμε κάτι καινούργιο για τον ήρωα. Η συγγραφέας παρέχει τις πληροφορίες με εξαιρετική φειδώ, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που επιτείνουν την αγωνία και το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να ενώσει τα αποσπάσματα της αφήγησης, να προσθέσει τα κομμάτια που λείπουν, να φανταστεί εκείνα που αποσιωπώνται και να υποθέσει εκείνα που απλά υπαινίσσονται.
Το μυθιστόρημα είναι μεν προϊόν μυθοπλασίας, βασίζεται όμως στην ιστορία του αδελφού του παππού της συγγραφέως. Μέσα από την αφήγηση αντλούμε πληροφορίες για τις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών, που έβλεπαν την Αμερική σαν γη της επαγγελίας, αλλά πολλές φορές η πραγματικότητα διέψευδε τους πόθους τους, για το τεταμένο κλίμα που επικρατούσε στη Νέα Υόρκη πριν την εμπλοκή της Αμερικής στον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, για τις προπαγανδιστικές συγκεντρώσεις των ναζιστών, την ένταση, τον διάχυτο φόβο και την αγωνία για το αύριο. Η συγγραφέας αποτυπώνει τις ολέθριες επιπτώσεις του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όχι μόνο σε αυτούς που υπήρξαν θύματα ή θρήνησαν τον χαμό δικών τους ανθρώπων, αλλά και σε κείνους που είχαν την ατυχία της κοινής καταγωγής με τον Χίτλερ.
Η μετάφραση της Πελαγίας Τσινάρη μεταδίδει με επιτυχία το κλίμα αναβρασμού και την γενικότερη ανησυχία που επικρατούσε λίγο πριν ξεκινήσει ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, την ένταση, τις συγκρούσεις και τον διχασμό της κοινής γνώμης, τις δυσκολίες εκείνων που, χωρίς να το θέλουν, βρέθηκαν στη λάθος πλευρά της ιστορίας.
* Η ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΜΟΥΚΟΥΛΗ είναι εκπαιδευτικός.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Ήξερε πως κάποτε θα έπρεπε να γίνει κάποιος, αλλά είχε χρόνο ακόμα. Μπορούσε να ξεκινήσει από το μηδέν – μάλιστα αυτό έκανε, ξεκινούσε από το μηδέν. Περιπλανιόταν στους δρόμους με μια αίσθηση ότι είναι άτρωτος. Άτρωτος σαν να μην είχε ακόμα γεννηθεί. […]
Να είσαι απλώς άνθρωπος, σκέφτεται. Ένας άνθρωπος που τρώει, αναπνέει, κοιμάται, δουλεύει, καμιά φορά φλερτάρει γυναίκες. Απλώς να υπάρχεις. Κάποια στιγμή κατάλαβε ότι απλώς το να υπάρχεις είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα. Όλοι ήθελαν να προσδώσουν μια ιδιότητα σε κάποιον. Ακόμα κι αν αυτό ήταν να κάνουν έναν Γερμανό, που δεν έφταιγε για την εθνικότητά του, να είναι Γερμανός».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου