Μια διανοούμενη της πράξης
Της Κωστούλας Μάκη*
ΤΖΙΝΑ ΠΟΛΙΤΗ**, Περί μυθιστορίας, διαφθοράς και άλλων τινών, εκδόσεις νήσος, σελ. 139
Η
Τζίνα Πολίτη, σε όλη την πολιτική και κοινωνική της τροχιά, ρηξικέλευθα
επικαιροποιεί τη διαχρονικότητα του ιστορικού και πολιτικού χρόνου.
Χρησιμοποιεί μια συνθετική κριτική θεωρία χωρίς «-ισμούς» και κοινότοπες
αναμοχλεύσεις, με «εργαλεία» τη λογοτεχνία, την ιστορία, την
ψυχανάλυση, και τον φεμινισμό.
Στις διαδρομές του δημόσιου βίου της,
τεκμηριωμένα γεφυρώνει θεωρία και πράξη, επίτευγμα το οποίο δεν
απαντάται συχνά στον χώρο της διανόησης. Η ακαδημαϊκή της εμβρίθεια στο
πεδίο της Ιστορίας και θεωρίας της Λογοτεχνίας ενίσχυσε την πολιτική της
φωνή. Διαρκώς η Πολίτη με αμεσότητα τοποθετείται πρωτοπρόσωπα στη
βιωμένη εμπειρία των συμβάντων.
Υποστηρίζει με συνέπεια την ταυτότητα
της αριστερής κριτικής σκέψης και την πολιτικότητα του ενεργού βίου σε
όλες τις εκφάνσεις του. Συνθετική και πολύτροπη, τα γραπτά της ορίζονται
από την παρρησία ενός λόγου πολιτικού, ενώ η ίδια με άλματα επιτήδειας
ισορροπίστριας είναι σε θέση να συνδέσει την παγκόσμια τέχνη των
προηγούμενων αιώνων με τις σημερινές τροπικότητες των γεγονότων.
Μιλάμε
λοιπόν εδώ για μια ιστορικότητα, η οποία διαπερνά όχι μόνο την κειμενική
επιχειρηματολογία, αλλά όλες τις διαφορετικές φωνές της συγγραφέα,
αποφεύγοντας μάλιστα την πλαστή ουδετερότητα της αποστασιοποιημένης
παρατηρήτριας και επιλέγοντας να προτάξει τη φωνή της και με όρους
σπλαχνικούς. Πιθανότατα γιατί γνωρίζει καλά πως τίποτα δεν υπάρχει εν
κενώ και πως το πολιτικό συγκροτείται μέσα από την κινητοποίηση
πολλαπλών στιγμών και τοποθετήσεων.
Έτσι, κατασκευάζει «δραστικά»
δοκίμια που δημιουργούν υπερβάσεις και προκλήσεις, προσκαλώντας τους
αναγνώστες να αναλάβουν τις ευθύνες τους ως προς τη λειτουργία της
ανάγνωσης και της σύγχρονης εννοιολόγησης του ενεργού πολιτικού
υποκειμένου.
Στο
νέο της βιβλίο περιέχονται κείμενα διαφορετικής θεματολογίας:
παρουσιάσεις βιβλίων, ερευνητικά και ποιητικά δοκίμια, καθώς και δύο
λογοτεχνικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν στις «Αναγνώσεις» της Αυγής.
Η
Πολίτη, γνώστρια του «ανελέητου ιστορικού χρόνου» (σ. 66) σχολιάζει τις
διασαλεύσεις του πραγματικού σε όλες τις εκφάνσεις του: πανδημία,
διαφθορά, αποχαλίνωση του καπιταλισμού, οικονομική κρίση, και τη βίαιη
δολοφονία του Ζακ, επισημαίνοντας πως «ο θρίαμβος του απρόοπτου είναι
δεδομένος» (σ. 114). Τα κείμενα αυτά προφανώς ξεφεύγουν από τον τυπικό
καταγγελτικό λόγο, που συχνά καταλήγει σε μια αβαθή μελοδραματική
μοιρολατρία. Αντιθέτως, αξιοποιώντας τα κριτικά της σχήματα, προβαίνει
σε μια νηφάλια αποτίμηση του ιστορικού παρόντος. Τα κριτικά της κείμενα
συμπλέκουν το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον, υπερβαίνοντας κάθε
γραμμική διδακτική αφήγηση με ψήγματα θετικισμού.
Παράλληλα,
αν και έχει βιώσει όλες τις καμπές και τις κρίσεις της νεοελληνικής
ιστορίας (γεννήθηκε το 1930), η ενεργητική δράση της στον δημόσιο χώρο
αποφεύγει τους δογματισμούς που μπορεί να ελλοχεύουν σε μια
«στρατευμένη» πορεία στον χώρο της σύγχρονης αριστεράς. Διανοίγονται
διαρκώς νέες προοπτικές καθώς ιστορικοποιεί τη λογοτεχνία.
Επανερχόμενη
για παράδειγμα στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, η Πολίτη περιγράφει τα δύο
αντιθετικά πλαίσια του αφηγηματικού χωροχρόνου: η επέλαση της πανώλης
και ο αποκλεισμός της Φλωρεντίας, και ο «χωροχρόνος του ουτοπικού
ειδυλλίου» (σ. 11), στο οποίο σατιρικά αρθρώνεται η υποκρισία και η
πτώση των ισχυρών, αλλά και «η ιδεαλιστική φαντασίωση του απόλυτου
έρωτα».
Η μυθοπλαστική ελευθερία που αναγνωρίζει η Πολίτη στο
«Δεκαήμερο» λειτουργεί και ως ανάγνωση της σημερινής πανδημικής
συνθήκης. Εδώ η λογοτεχνία δεν είναι ένα παροδικό ανακουφιστικό
παυσίλυπο. Φωτίζει τα σύγχρονα διακυβεύματα και τις διλημματικές
ακολουθίες της κρίσης και, όπως η ίδια λέει, ισοδυναμεί «με το Σχέδιο
Ελευθερίας του πολυπόθητου εμβολίου των ημερών μας» (σ. 11).
Μελετώντας
την πολιτική και ποιητική τής διαφθοράς στην Αγγλία, από τον 16ο μέχρι
τον 18ο αιώνα, η Πολίτη συνεχίζει να αντλεί παραδείγματα για να
εξετάσει τα ταξικά και κοινωνικοικονομικά χαρακτηριστικά στις τεχνικές
διακυβέρνησης και ελέγχου.
Οι εκάστοτε κρίσεις στους ιστορικούς χρόνους
και η διαφθορά αποκαλύπτουν «μια διαχρονική τυπολογία σκανδάλων» (σ. 19)
που εγγράφεται στην ίδρυση του έθνους-κράτους και στις άνισες σχέσεις
εξουσίας. Τοιουτοτρόπως, η διαφθορά από το χθες στο σήμερα, και από την
Αγγλία στην Ελλάδα, απαντάται συστηματικά, όχι όμως με ισοπεδωτικές
απλουστεύσεις.
Στη μελέτη της αυτή η Πολίτη υποδεικνύει πώς η διαφθορά
οδήγησε αρχικά στην έναρξη της ριζοσπαστικής ιδεολογίας και σταδιακά
στην εγκαθίδρυση της ιδεολογίας της προόδου και την έννοια της
διαπραγμάτευσης. Στο κείμενο γίνεται το πέρασμα από την πολιτική ιστορία
στη μυθοπλασία και το αντίστροφο.
Οι περιδινήσεις ιστορίας και
λογοτεχνίας οδηγούν στην αναγνωστική αναγνώριση της επίμονης επιβίωσης
των εντόπιων λόγων και ρεπερτορίων για τη διαφθορά. Καταληκτικά,
διαπιστώνεται πως όσο αυξάνεται ο λόγος περί διαφθοράς, τόσο
ελαχιστοποιούνται και οι πιθανότητες μείωσης του φαινομένου, ενώ την
ίδια στιγμή επιμένουν οι λόγοι τού «όλοι ίδιοι είναι».
Οι
πολλαπλές κριτικές συνθέσεις συνεχίζονται και στο δοκίμιο για τον
Καβάφη, όπου «η ποιητική της μετάβασης μετατρέπει τον ιστορικό χρόνο σε
ένα παρόν διαρκείας» (σ. 46), (χαρακτηριστικό κατά τη γνώμη μου και του
έργου της Πολίτη). Είναι εδώ που υπογραμμίζεται όχι μόνο η μετατόπιση
από τον παντοδύναμο αφηγητή στις φωνές του παρελθόντος, αλλά επίσης, στο
πλαίσιο αυτής της πολυφωνικότητας, οι τρόποι που συνδιαλέγονται αυτές
οι φωνές και το τι παράγουν.
Στα κείμενα του βιβλίου η συγγραφέας
προσκαλεί τους αναγνώστες διακριτικά να επιλέξουν με ποιες φωνές θα
συνταχθούν, εφόσον οι συνθήκες πάντα μεταβάλλονται, όντας
πολυπρισματικές και αμφίσημες. Επομένως, «σε εποχές κρίσης και
μετάβασης, τίθεται πάντα το ερώτημα αν η νέα κοσμοαντίληψη, που
ανατρέπει την παλιά, χειραφετεί ή χειραγωγεί» (σ. 46).
Σε
εποχές βίας και πολλαπλών ματαιώσεων δημόσιων και ιδιωτικών, η Τζίνα
Πολίτη μνημονεύει την Ρόζα Λούξεμπουργκ, η οποία μέσα από τη φυλακή σε
ευχαριστήριο γράμμα σε φίλη έγραφε πως «μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο, το
μυθοπλαστικό κοσμοείδωλο της μοχθηρίας, και της βαρβαρότητας […] παράγει
μια ρεαλιστική εικόνα του σήμερα». «Εμείς», ωστόσο καταλήγει, «πρέπει
να καλλιεργήσουμε τον κήπο μας». «Τη δολοφόνησαν», υπογραμμίζει η Πολίτη
(σελ. 85-86).
Εξετάζοντας την περιβόητη «αριστερή μελαγχολία» στην
κριτική της για το βιβλίο του Αριστείδη Μπαλτά, «Ονόματα του
κομμουνισμού», η κριτικός επισημαίνει τη λυτρωτική διαδικασία του
πένθους που οδηγεί σταδιακά το υποκείμενο να παραδεχτεί «το τελεσίδικο
της απώλειας» (σ. 89). Το όραμα του εν εξελίξει κήπου διευρύνεται,
παρόλες τις απώλειες, μέσα από την ανάδειξη της ενδεχομενικότητας του
ιστορικού χρόνου που παραμένει διαρκώς ανοιχτός «σε αναθεώρηση και
αμφισβήτηση» (σ. 91). Εδώ η Πολίτη κάνει χρήση της προτροπής του Μπέκετ:
«Πρέπει να συνεχίσεις, δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω» (σ. 89).
Ακόμα λοιπόν και «όταν οι λέξεις και τα πράγματα παύουν να συνομιλούν»,
το έργο της Πολίτη λειτουργεί σαν ένα ανοιχτό αρχειακό υλικό το οποίο
καλεί τους αναγνώστες να επιλέξουν «ανάμεσα σε κρίσιμα διλήμματα
πολιτικής, ηθικής, ακόμα και αισθητικής τάξης» (σ. 98).
*Η Κωστούλα Μάκη είναι κοινωνική ψυχολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου