Δευτέρα, Απριλίου 18, 2022

Κυριάκος Χαραλαμπίδης , "Για ένα επίγραμμα της Ανύτης"

Κυριάκος Χαραλαμπίδης

Για ένα επίγραμμα της Ανύτης 

 hartismag.gr

 Στον Χρι­στό­φο­ρο Χα­ρα­λα­μπά­κη που μου έδω­σε την αφορ­μή

Ένα επί­γραμ­μα της Ανύ­της, η οποία κα­τα­γό­ταν από την Τε­γέα και έζη­σε τον 3ο αι. π.Χ., με προ­κά­λε­σε να σκύ­ψω πά­νω από την εγκρά­τεια του λό­γου της και να προ­σπα­θή­σω να γνω­ρί­σω πτυ­χώ­σεις και κλει­δώ­σεις του. Δεν υπάρ­χει κα­λύ­τε­ρος τρό­πος «γνω­ρι­μί­ας» από την ίδια τη με­τά­φρα­ση, που εί­ναι στο βά­θος μια «με­τα­φο­ρά» (κα­τ’ ακρί­βεια με­τάγ­γι­ση) αί­μα­τος και ψυ­χής. Ο με­τα­φρα­στής θα πρέ­πει να προ­σέ­χει τα πα­τή­μα­τά του στη με­τα­φο­ρά του ευ­πα­θούς πο­λύ­τι­μου υλι­κού. Χω­ρίς επί­γνω­ση του εγ­χει­ρή­μα­τος, η πρά­ξη πα­ρα­μέ­νει ατε­λής και επί­πε­δη. Θέ­λω με τού­το να πω ότι η με­τά­φρα­ση δεν εί­ναι υπό­θε­ση… με­τά­φρα­σης, δη­λα­δή απλής και πα­ρα­τα­κτι­κής εξή­γη­σης λέ­ξε­ων ως προς το νό­η­μα και μό­νο, ού­τε και πρέ­πει να πε­ριο­ρί­ζει τον ποι­η­τι­κό ορί­ζο­ντα του κει­μέ­νου. Η με­τά­φρα­ση ενός αρ­χαί­ου κει­μέ­νου, και μά­λι­στα ποι­η­τι­κού, εί­ναι ανά­λη­ψη ευ­θύ­νης που απαι­τεί σχε­δόν μια ισο­δύ­να­μη με το πρω­τό­τυ­πο αρε­τή.
Πα­ρα­θέ­τω το επί­γραμ­μα της Ανύ­της και στη συ­νέ­χεια τη με­τά­φρα­σή του, μα­ζί με κά­ποια σχό­λια σχε­τι­κά με αυ­τήν:

 

Πολλάκις τῷδ’ ὁλοφυδνά κόρας ἐπί σάματι Κλείνα
μάτηρ ὠκύμορον παῑδ΄ ἐβόασε φίλαν,
ψυχάν ἀγκαλέουσα Φιλαινίδος, ἅ πρό γάμοιο
χλωρόν ὑπέρ ποταμοῡ χεῡμ’ Άχέροντος ἔβα.

 

Έσυρε θρήνο η Κλείνα κλείνοντας βαθιά
στα σωθικά της μέσα τάφο θυγατρός
που ο θάνατος την πρόφταξε, κι ανακαλούσε
της Φιλαινίδος την ψυχή γοερά,
που πριν του γάμου το στεφάνι βάλει
χλωρού Αχέροντα το ρέμα δρασκελά.

Η ανά­γκη να δια­τη­ρη­θεί ο ποι­η­τι­κός κρα­δα­σμός του πρω­το­τύ­που απο­τε­λεί κύ­ριο χρέ­ος του με­τα­φρα­στή. Αυ­τός ο κρα­δα­σμός μπο­ρεί επί­σης να με­τα­φρα­στεί στα κα­θ’ ημάς, χω­ρίς να απο­μα­κρύ­νε­ται από τη λαϊ­κή αί­σθη­ση των πραγ­μά­των. Η φρά­ση «έσυ­ρε θρή­νο» κα­θι­στά τον ολο­φυρ­μό λαϊ­κό­τε­ρο, και πιο κο­ντά στην ατο­μι­κή του αλή­θεια. Η μά­να Κλεί­να μπο­ρεί να κλεί­νει – και τού­το απο­τε­λεί συ­νει­δη­τά ένα λο­γο­παί­γνιο που υπο­γραμ­μί­ζει τον εγ­γε­νή καη­μό– τον τά­φο της κο­ρού­λας της στα ίδια τα σω­θι­κά της. Έτσι η ει­κό­να με­τα­φέ­ρε­ται από τον συ­γκε­κρι­μέ­νο τά­φο (που απά­νω του η μά­να χύ­νει τα δά­κρυά της) στον τά­φο που χω­ρούν τα σω­θι­κά της, με τον οποίο αυ­τά γί­νο­νται ένα. Ύστε­ρα εί­ναι εκεί­νο το «ὠκύ­μο­ρον», που μου θύ­μι­σε το ομη­ρι­κό «ὠκύ­πους» (η λέ­ξη δια­τη­ρεί­ται ακό­μα στην κυ­πρια­κή ντο­πιο­λα­λιά ως «τζ̂υπό­διν», με την έν­νοια της κυρ­τής αγκλί­τσας που χρη­σι­μο­ποιεί ο βο­σκός για να αρ­πά­ξει από τα πό­δια τα γρή­γο­ρα πρό­βα­τα). Γρή­γο­ρη και η Φι­λαι­νί­δα, που ξε­γλί­στρη­σε από την αγκα­λιά της μά­νας της και τη­νε πή­ρε ο θά­να­τος. Στη με­τά­φρα­ση η ει­κό­να παί­ζει με­τα­ξύ της κό­ρης που χι­μά προς τον χα­μό της και του θα­νά­του που την προ­φταί­νει – μια έν­δει­ξη δι­πλού χα­μού και δι­πλής, κα­τ’ επέ­κτα­ση, έντα­σης. Η δε φρά­ση «ψυ­χάν ἀγκα­λέ­ου­σα» πα­ρέ­χει την ευ­και­ρία να πα­ρα­μεί­νου­με πι­στοί σ’ αυ­τήν, όχι με την επί­κλη­ση του ονό­μα­τος (το ρή­μα «ἀγκα­λέ­ου­σα»), πα­ρά με το ανα­κά­λη­μα –αλ­λιώς ανα­κά­λε­μαν, ανα­κα­λιόν, νε­κά­λη­μα, ανα­κα­λη­τόν– τον γο­ε­ρό της μά­νας επι­τά­φιο θρή­νο. Η φρά­ση «προ γά­μοιο» στο­λί­ζει πε­ρισ­σό­τε­ρο τη νύ­φη του θα­νά­του, αν πε­ρι­πλέ­ξου­με στο κε­φά­λι της ένα στε­φά­νι (στέ­φα­να γά­μου με το θά­να­το). Και ακό­μα, ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός του Αχέ­ρο­ντα με το «χλω­ρό χεῡμα» του, πα­ρέ­χει ευ­και­ρία να κρα­τή­σου­με την ει­κό­να από τον ιπ­πό­τη της Απο­κά­λυ­ψης («καί εἷδον καί ἰδού ἵππος χλω­ρός καί ὁ κα­θή­με­νος ἐπά­νω αὐτοῡ, ὂνο­μα αὐτῷ ὁ θά­να­τος»), προσ­δί­δο­ντας στη λέ­ξη «χλω­ρός» τα δι­πλά της δι­καιώ­μα­τα: όχι μο­νά­χα το χλο­μό του θα­νά­του αλ­λά και το θα­λε­ρό του χλω­ρού φύ­τρου που αν­θεί πά­νω απ’ το θά­να­το. Η κό­ρη, πρέ­πει να υπο­θέ­σου­με, πέ­θα­νε χλω­ρή, στο άν­θος της ηλι­κί­ας της, και τού­το η ποι­ή­τρια Ανύ­τη το υπο­βάλ­λει με μια λέ­ξη που εμπε­ριέ­χει ταυ­τό­χρο­να την έν­νοια του θα­νά­του και της ζω­ής. Αν εί­ναι αυ­τό πα­ρη­γο­ριά ή δι­πλός επί­σης καη­μός, δεν ξέ­ρου­με. Η ποί­η­ση όμως ξέ­ρει να επι­βε­βαιώ­νει τη ζωή μες από τον πό­νο που μας δί­νει ο θά­να­τος. Και τού­το εί­ναι στο χρέ­ος του με­τα­φρα­στή να το δια­τη­ρή­σει αλώ­βη­το. Ο Αχέ­ρο­ντας γί­νε­ται χλω­ρός με βά­ση και την αντι­κει­με­νι­κή αλή­θεια του θάλ­λο­ντος το­πί­ου. Οι όχθες του βρί­θουν από χλω­ρό χορ­τά­ρι και «ἵππον χλω­ρόν» θα­να­τε­ρού ιπ­πό­τη.

.

Δεν υπάρχουν σχόλια: