«Όλυμπος Νάουσα»: Η επιστροφή ενός μύθου στην Θεσσαλονίκη
Το θρυλικό εστιατόριο ανοίγει τις πόρτες του στην παραλία της Θεσσαλονίκης μετά από 28 χρόνια αναμονής. Αυτή τη φορά μαζί με ένα πολυτελές ξενοδοχείο που φιλοδοξεί να αλλάξει τον τουριστικό χάρτη της πόλης.
Το μεσημεριανό φως έμπαινε από τη μεγάλη τζαμαρία και έλουζε το εστιατόριο Όλυμπος Νάουσα, στην αρχή της λεωφόρου Νίκης. Επικρατούσε μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Η ψηλοτάβανη αίθουσα θα υποδεχόταν ξανά κόσμο ύστερα από το οριστικό κλείσιμό της στις 24 Ιουνίου του 1994. Καλεσμένοι σε αυτή την πρόβα τζενεράλε ήταν τέσσερις παλιοί θαμώνες: η Ξανθίππη Χόιπελ, πρόεδρος του Ιδρύματος Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ο πρώην δήμαρχος Γιάννης Μπουτάρης και ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Μαζί τους και η Ισμήνη Τορνιβούκα, μητέρα του Κωνσταντίνου Τορνιβούκα, του διευθύνοντος συμβούλου του ξενοδοχειακού Ομίλου Tor, που μαζί με την Grivalia Hospitality επένδυσαν 20 εκατομμύρια ευρώ στην αποκατάσταση της πρόσοψης του εστιατορίου και στην ανέγερση του ON Residence, ενός πολυτελούς ξενοδοχείου εξήντα δωματίων.
Αναβίωση μιας εποχής
Όσο στρώνονταν τα σερβίτσια στην κεντρική ροτόντα, παρατηρούσα τον χώρο· έναν χώρο συνυφασμένο με την ιστορία της αστικής Θεσσαλονίκης. «Για να μπορέσουμε να αναβιώσουμε την αισθητική εκείνης της εποχής, ήταν σημαντικό να επιλέξουμε έπιπλα από ιστορικές εταιρείες που έχουν στην κουλτούρα τους τη δεξιοτεχνία», εξηγεί η Γαλλίδα διακοσμήτρια Φαμπιέν Σπαν, που ανέλαβε το εσωτερικό ντιζάιν, και συνεχίζει. «Οι μαύρες μπόντιστουλ (Bodysthul) καρέκλες με την ψάθινη πλάτη είναι της Wiener GTV Design, που ιδρύθηκε το 1819 από τον Μάικλ Τονέτ. H εταιρεία είναι γνωστή για την ικανότητά της να εξελίσσει την τεχνική της για να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες. Επίσης, η επιλογή των υφασμάτων έγινε πολύ προσεκτικά. Aγαπημένο μου είναι το Elitis Effigie, ένα πολύχρωμο ζακάρ με το οποίο ντύσαμε τις πλάτες των καναπέδων».
Καθοριστικά στην αναπαραγωγή του στιλ «νέο αρ ντεκό» που είχε το Όλυμπος Νάουσα είναι και τα στρογγυλά φωτιστικά της γαλλικής εταιρείας Magic Circus Editions, που σε ταξιδεύουν στη δεκαετία του 1930. «Λες και περιπλανιέσαι στην ταινία Grand Budapest Hotel, σε έναν κόσμο φαντασίας και κομψότητας όπου σμίγουν οι εποχές. Κάθε φωτιστικό είναι φτιαγμένο στο χέρι, σαν κόσμημα, ενώ το γυαλί είναι φυσητό», λέει η Φαμπιέν. Ακριβώς αυτό το σμίξιμο των εποχών αισθάνθηκα κι εγώ περπατώντας στο χυτό πλακάκι με τις χαρακτηριστικές κεραμιδί πλεκτές γραμμές, πιστή κόπια του παλιού πατώματος, και ακούγοντας τις πρώτες ιστορίες από τους καλεσμένους. Το εστιατόριο γι’ αυτούς αποτελεί μια αληθινή κιβωτό πολύτιμων αναμνήσεων, όπου μπλέκονται η νοσταλγία της νεότητας με τις όμορφες στιγμές που έζησαν στα τραπέζια του.
Κιβωτός αναμνήσεων
«Το 1966 επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Όλυμπος Νάουσα, με είχε καλέσει σε γεύμα η εκδότρια Μάγδα Κοτζιά. Μόλις είχα επιστρέψει από τις σπουδές μου στη Γερμανία και αναζητούσα μάταια τις εμπειρίες του εξωτερικού. Τότε, στη Θεσσαλονίκη έβοσκαν πρόβατα έξω από τα στενά όρια του κέντρου. Η αισθητική και η ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα εκείνου του μαγαζιού ήταν βάλσαμο για μένα», θυμάται η Ξανθίππη Χόιπελ. Κομβικό ρόλο στη φιλόξενη αύρα του εστιατορίου έπαιζαν οι ατσαλάκωτοι σερβιτόροι με το μαύρο παπιγιόν και το λευκό σακάκι. «Ήξεραν τους πελάτες και τα γούστα τους. Αλλά το πιο σπουδαίο ήταν η ανεπιτήδευτη ευγένειά τους· πριν παραγγείλεις, σε ρωτούσαν πώς είσαι και πόσο πεινάς, για να σου προτείνουν αναλόγως πιάτο από το τυπωμένο μενού», διηγείται ο Γιάννης Μπουτάρης.
«Η κουζίνα ήταν κυρίως ελληνική και πεντανόστιμη, καμία σχέση με τη
μοντέρνα. Έτρωγες γευστικές σούπες, αρνάκι φρικασέ και καταπληκτικό
χουνκιάρ μπεγεντί», αναπολεί ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης, που μοιράστηκε μια
άγνωστη ιστορία από το 1958 για έναν εύπορο πελάτη, αντιβασιλικό
αξιωματικό, που απαιτούσε να γευματίσει στα ίδια σερβίτσια με εκείνα που
είχαν επιστρατευτεί για τον βασιλιά Παύλο. Η 92 χρονών Ισμήνη
Τορνιβούκα παρακολουθούσε τη συζήτηση εμφανώς συγκινημένη.
Το
1978, ο καταστροφικός σεισμός είχε υποχρεώσει εκείνη και τον σύζυγό της
Γιώργο να κλείσουν οριστικά το Μεντιτερανέ, το πρώτο πολυτελές
ξενοδοχείο της πόλης, που βρισκόταν ένα κτίριο παραπλεύρως του Όλυμπος
Νάουσα. Είχε χτιστεί το 1922 από τον καπνέμπορο πεθερό της, Κωνσταντίνο,
με σκοπό να φιλοξενεί τους καλούς του πελάτες. Μάλιστα, ανεγέρθηκε στη
θέση του Σπλέντιτ, του καμένου ξενοδοχείου από την πυρκαγιά του 1917.
Σήμερα, που έναν αιώνα αργότερα η οικογένειά της συνεχίζει την περήφανη
παράδοση της ανακατασκευής συμβόλων της Θεσσαλονίκης, νιώθει ότι κλείνει
οριστικά η πληγή του κοσμοπολίτικου Μεντιτερανέ.
Προπολεμικό σύμβολο
Η ιστορία του προπολεμικού συμβόλου, το οποίο χαρακτηρίστηκε διατηρητέο από το ΥΠΕΧΩΔΕ το 1983 και έργο τέχνης από το Υπουργείο Πολιτισμού το 1993, ξεκινάει ουσιαστικά το 1920 με την ένωση των ζυθοποιείων Όλυμπος ΑΕ και Νάουσα Γεωργιάδης & ΣΙΑ. Οι δύο εταιρείες, που εντέλει εξαγοράστηκαν από την Κάρολος Φιξ, συμμάχησαν για να αντιμετωπίσουν το μονοπώλιο των Αθηνών. Το 1926, στη θέση του κινηματογράφου Ολύμπια, έχτισαν σε σχέδια του Ζακ Μοσσέ το διώροφο κτίριο για να στεγάσουν τα γραφεία τους.
Σύμφωνα με το βιβλίο του Βασίλη Κολώνα Θεσσαλονίκη 1912-2012: Η αρχιτεκτονική μιας εκατονταετίας, για το κτίριο είχαν εκδοθεί δύο οικοδομικές άδειες, μία το 1923 για διώροφη αστική κατοικία και μία το 1925 για πενταώροφο μέγαρο πολλαπλών χρήσεων. Αν και χρησιμοποιήθηκε η δεύτερη, δεν εξαντλήθηκε η οικοδομική δυνατότητα. Αρχικά, ένας εκ των βασικών μετόχων, ο Ιορδάνης Γεωργιάδης, σκέφτηκε στις δύο αίθουσες του ισογείου, την Όλυμπος και τη Νάουσα, να δημιουργήσει μια μπιραρία-δοκιμαστήριο, μόδα της εποχής. Παραχώρησε την εκμετάλλευσή του σε έναν εστιάτορα έναντι 30 λεπτών για κάθε ένα λίτρο μπίρας που καταναλωνόταν. Αργότερα, το 1927, οι Θωμάς Τσελίδης, Εμμανουήλ Εμμανουηλίδης, Αντώνης Γεωργακόπουλος και Αριστοτέλης Σφήκας συνενώνουν τις δύο αίθουσες και εγκαινιάζουν το εστιατόριο, διατηρώντας την ίδια επωνυμία και τη γαλλική επιγραφή: Olympos Naoussa Restaurant.
Η επιχείρηση περνάει από διάφορες φάσεις στην πορεία του χρόνου. Επιταγμένη από τους Γερμανούς στην Κατοχή, μετατρέπεται σε καμπαρέ-μιούζικ χολ, με ορχήστρα και τραγουδίστριες όπως η Μαίρη Σοΐδου, ενώ το 1957 σε διαφημιστική καταχώριση προβάλλεται ως «τουριστικόν εστιατόριον». Έκτοτε, εδραιώνεται ως ένα αστικό εστιατόριο με προσιτές τιμές που χρησιμοποιεί αγνά υλικά, κάτι που επιβεβαιώνει και η βράβευση για την ποιότητά του από την Ένωση Καλοφαγάδων Παρισιού το 1961, συνδέεται με την κοινωνική και επιχειρηματική ζωή της πόλης, φιλοξενεί διάσημες προσωπικότητες, όπως οι Ελευθέριος Βενιζέλος και Ζισκάρ ντ’ Εστέν, και μεγαλώνει τη φήμη του μέρα με τη μέρα.
«Μετά τον σεισμό δεν δουλεύαμε τα βράδια και ύστερα από την εφαρμογή του πενθημέρου, αρχές του 1980, κλείναμε και τα Σαββατοκύριακα», αφηγείται ο Στέλιος Μυλωνάς, ο οποίος ως φοιτητής τοπογραφίας προσλήφθηκε το 1977 ως βοηθός σερβιτόρου. Όταν προβιβάστηκε σε σερβιτόρο, κληρονόμησε μια στολή από έναν συνταξιούχο του καταστήματος και έμαθε το σύστημα πληρωμής των πιάτων. «Πληρώναμε τα φαγητά στον μαρκαδόρο με μάρκες καζίνου που χρεωνόμασταν στην αρχή του μήνα και μετά εισπράτταμε τον λογαριασμό», περιγράφει. Ο ίδιος μετά τον θάνατο του Αριστοτέλη Σφήκα, το 1993, που εν τω μεταξύ είχε αγοράσει τα μερίδια των υπόλοιπων συνεταίρων, διαχειριζόταν το εστιατόριο μαζί με άλλους σερβιτόρους την τελευταία διετία.
Μπροστάρης η γαστρονομία
Αυτό το άδοξο τέλος του μύθου αιχμαλώτισε ο αρχιτέκτονας – φωτογράφος Άρις Γεωργίου, τρεις μέρες πριν σβήσουν τα φώτα του Όλυμπος Νάουσα. Στο ομώνυμο βιβλίο του διασώζονται φωτογραφίες και από το 2003, όταν τρύπωσε στο εγκαταλελειμμένο κτίριο από έναν σπασμένο υαλοπίνακα για να ελέγξει «το αποτύπωμα της προέλασης του χρόνου». Ένα εξάμηνο νωρίτερα, πριν από τα Χριστούγεννα του 2002, ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε πραγματοποιήσει στο ερειπωμένο κουφάρι γυρίσματα για την ταινία Το λιβάδι που δακρύζει.
Σε ταινία ένιωθε πως συμμετείχε και ο σεφ Δημήτρης Τασιούλας τη στιγμή που χαμογελαστός προετοίμαζε τα πιάτα. Επιφορτισμένος με το απαιτητικό εγχείρημα της αναβίωσης της μαγειρικής αίγλης του Όλυμπος Νάουσα, ο άνθρωπος που ταύτισε το όνομά του με το Σέμπρικο, μια συνεργατική γαστροκολεκτίβα που επαναπροσέγγισε τη σαλονικιώτικη γαστρονομία και έδωσε έμφαση στους μικρούς παραγωγούς, έχει να διαχειριστεί κυρίως τις προσδοκίες των παλιών θαμώνων. «Σήμερα, δεν έχει νόημα να αντιγράψω το παλιό μενού, οι διατροφικές ανάγκες έχουν αλλάξει.
Βασικός στόχος είναι οι πελάτες να θυμηθούν τις γεύσεις των κυριακάτικων σπιτικών τραπεζιών, του χουνκιάρ που έτρωγαν στη γιαγιά τους», εξηγεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου