Παρασκευή, Απριλίου 22, 2022

Έν αριστουργηματικό μυθιστόρημα για το βασανισμένο βίο και την ταραγμένη ψυχή του μοναχικού και πλάνητα συγγραφέα Ρόμπερτ Βάλζερ

Η επινόηση της αθωότητας

«Στα δεκατέσσερά μου, ήμουν εσωτερική σ’ ένα οικοτροφείο στο Άππεντσελ. Στα μέρη όπου ο Ρόμπερτ Βάλζερ* έκανε πολλούς περιπάτους, τον καιρό που βρισκόταν στο φρενοκομείο, στο Χέριζαου, όχι πολύ μακριά από το δικό μας ίδρυμα. Πέθανε μέσα στο χιόνι. Υπάρχουν φωτογραφίες που δείχνουν τις πατημασιές του και τη θέση του κορμιού του στο χιόνι. Εμείς δεν γνωρίζαμε τον συγγραφέα. Ούτε καν η φιλόλογός μας δεν τον γνώριζε. Καμιά φορά σκέφτομαι πως είναι ωραίο να πεθαίνεις έτσι, μετά από έναν περίπατο, να σωριάζεσαι μέσα σ’ έναν φυσικό τάφο, μέσα στο χιόνι του Άππεντσελ, μετά από τριάντα σχεδόν χρόνια φρενοκομείου, στο Χέριζαου. Είναι πραγματικά κρίμα που δεν γνωρίζαμε την ύπαρξη του Βάλζερ, θα κόβαμε ένα λουλούδι για εκείνον. Και ο Καντ άλλωστε, προτού πεθάνει, ένιωσε συγκίνηση, όταν κάποια άγνωστη του πρόσφερε ένα ρόδο. Στο Άππεντσελ δεν μπορεί κανείς παρά να κάνει περιπάτους. Αν κοιτάξεις τα μικρά παράθυρα με τα λευκά πλαίσια και τα ολοζώντανα, φανταχτερά λουλούδια στα περβάζια, νιώθεις μια τροπική αποτελμάτωση, μια παρεμποδισμένη ανάπτυξη, έχεις την αίσθηση πως εκεί μέσα συμβαίνει κάτι γαλήνια ζοφερό και κάπως αρρωστημένο. Η Αρκαδία της αρρώστιας. Εκεί, μέσα σε όλη αυτή τη φωτεινότητα, φαίνεται πως υπάρχει μια ειδυλλιακή γαλήνη θανάτου. Μια πανδαισία ασβέστη και λουλουδιών. Έξω από τα παράθυρα το τοπίο σε καλεί, δεν πρόκειται για οφθαλμαπάτη, αλλά για Zwang, όπως λέγαμε στο σχολείο, για ψυχαναγκασμό.»

Ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1956, στο Χέριζαου της ανατολικής Ελβετίας, μια παρέα παιδιών εντοπίζει το παγωμένο πτώμα ενός άντρα. Όπως φαίνεται στην φωτογραφία που κάποιος είχε την ψυχραιμία να τραβήξει, ανεπαίσθητα ίχνη πάνω στο χιόνι οδηγούν σ’ έναν ψηλό άντρα ο οποίος κείτεται με το ένα χέρι σηκωμένο πάνω από το κεφάλι. Είναι ο εβδομηνταοκτάχρονος συγγραφέας Ρόμπερτ Βάλζερ, ο οποίος νοσηλευόταν σε κοντινό άσυλο φρενοβλαβών. Είχε πεθάνει από καρδιακή ανακοπή κατά τη διάρκεια ενός από τους συνηθισμένους περιπάτους του. Η δράση του ολιγοσέλιδου αριστουργηματικού μυθιστορήματος «Τα μακάρια χρόνια της τιμωρίας», της Ελβετής ιταλόφωνης συγγραφέα Fleur Jaeggy**, διαδραματίζεται στο ίδιο σκηνικό, με την αναφορά στον Βάλζερ, στην πρώτη κιόλας σελίδα, να υφαίνει ένα αόρατο νήμα που ενώνει τις ηρωίδες της με το φάσμα της τρέλας, η οποία καθόρισε τόσο τη ζωή όσο και τον θάνατο, μετά από χρόνια εγκλεισμού, του συγγραφέα που είχε προκαλέσει τον θαυμασμό του Κανέτι, του Μπένγιαμιν, του Κάφκα και έκανε τον Χέρμαν Έσσε να πει γι’ αυτόν: «Αν διέθετε εκατό χιλιάδες αναγνώστες, ο κόσμος θα ήταν ένα καλύτερο μέρος».

Στο χιόνι

Το μυθιστόρημα της Γιέγκυ, το οποίο κυκλοφόρησε το 1989 στα ιταλικά για να πρωτομεταφραστεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χατζηνικολή το 1995 και να κυκλοφορήσει εκ νέου, σε θαυμάσια μετάφραση του Σταύρου Παπασταύρου, από τις εκδόσεις Άγρα, ξεκινάει ως εξής: «Στα δεκατέσσερά μου, ήμουν εσωτερική σ’ ένα οικοτροφείο στο Άππεντσελ. Στα μέρη όπου ο Ρόμπερτ Βάλζερ έκανε πολλούς περιπάτους, τον καιρό που βρισκόταν στο φρενοκομείο, στο Χέριζαου, όχι πολύ μακριά από το δικό μας ίδρυμα. Πέθανε μέσα στο χιόνι. Υπάρχουν φωτογραφίες που δείχνουν τις πατημασιές του και τη θέση του κορμιού του στο χιόνι. https://i.pinimg.com/474x/34/d0/4b/34d04baba89be266e1ec8ec7456fbbca--robert-walser-writers.jpgΕμείς δεν γνωρίζαμε τον συγγραφέα, ούτε καν η φιλόλογός μας δεν τον γνώριζε. Καμιά φορά σκέφτομαι πως είναι ωραίο να πεθαίνεις έτσι, μετά από έναν περίπατο, να σωριάζεσαι μέσα σ’ έναν φυσικό τάφο, μέσα στο χιόνι του Άππεντσελ, μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια φρενοκομείου, στο Χέριζαου».Τα μακάρια χρόνια της τιμωρίας», της Φλερ Γιέγκυ

Αθωότητα

Στον φευγαλέο, απόκοσμο, αισθησιακό, απειλητικό κόσμο της Γιέγκυ, και δη σε αυτόν της απρόβλεπτης εφηβείας, καταλύεται εντελώς και διαρκώς η έννοια της αθωότητας. Ή μάλλον η έννοια αθωότητα φαντάζει σαν δυσνόητη επινόηση. «Χαμηλά, πάνω από τα κακοτράχαλα λιβάδια, πετούσαν τα κοράκια, δύσμορφα, ματαιόδοξα, αδίστακτα. Τα παρομοίαζα με την εφηβεία μας, έτσι καθώς έψαχναν, στη γη γύρω από το σχολείο, για να χώσουν τα νύχια τους». Μακάρια χρόνια δεν υπάρχουν και η τιμωρία μοιάζει να είναι το αξεδιάλυτο κουβάρι της ύπαρξη. Στον κόσμο της Γιέγκυ, η κάθε κίνηση, η κάθε χειρονομία είναι διφορούμενη και τα συναισθήματα βιώνονται τόσο με το μυαλό όσο και με το σώμα. Η αφηγήτρια, από ένα απροσδιόριστο μέλλον, ανακαλεί τη ζωή της σε ένα οικοτροφείο της Ελβετίας, έχοντας περάσει σε οικοτροφεία τα καλύτερα χρόνια της ζωής της. «Ήταν φανερό πως έπρεπε να περάσω τα καλύτερά μου χρόνια στο οικοτροφείο. Από τα οχτώ ώς τα δεκαεφτά».

Ο θάνατος

Ανακαλεί την γνωριμία και τον έρωτά της για τη μυστηριώδη, απλησίαστη Φρεντερίκ, η οποία ακροβατεί πάνω σε ένα σύνορο που διαχωρίζει τη λογική από την τρέλα, γέρνοντας αβίαστα πότε από τη μία και πότε από την άλλη πλευρά, παρασύροντας μαζί της την αφηγήτρια. Παρασύροντάς την σε έναν κόσμο που τρέχει με τα φρένα σπασμένα, όσο και αν βασανίζεται από το πικρό αίσθημα της ακινησίας. Σε έναν κόσμο έρωτα και θανάτου, όπου ο ερωτισμός υποβόσκει και αντιμάχεται έννοιες όπως «αυστηρότητα», «πειθαρχία», «υπακοή». Και ο θάνατος είναι παντού. Κρύβεται πίσω από τα πρόσωπα των κοριτσιών, πίσω από τις πτυχώσεις, πίσω από το απαλό φύσημα του ανέμου. «Κατά κάποιον τρόπο, υπάρχει μια φυσιογνωμία νεκροτομείου στα πρόσωπα των οικοτρόφων. Ή κάποια οσμή νεκροτομείου, ακόμα και στα πιο νέα και ελκυστικά κοριτσόπουλα». Ο θάνατος ως δυνατότητα και ως προοπτική, όταν όλα τα άλλα μοιάζουν ανέφικτα. Ο θάνατος που, ενίοτε, έχει τη μορφή του αποχαιρετισμού. «Τα αντίο έχουν μακρινή καταγωγή και τα τοπία τα σκεπάζουν με ξερόχορτα και σκόνη». Η μελαγχολία προκύπτει και είναι μονόδρομος. Γιατί το φευγαλέο, το τέλος και ο θάνατος κυριεύουν τα πάντα.

Η Γιέγκυ είναι απαράμιλλη στιλίστρια. Η πένα της είναι η πεμπτουσία του διφορούμενου και του απρόσιτου. Λιτή, πυκνή, κοφτή, κρυστάλλινη. Ό,τι και να πεις για τη γραφή της είναι λίγο. Κι αυτό γιατί παίζει τις λέξεις στα δάχτυλα. Τις αποδομεί. Δίνει στις λέξεις όποιο σχήμα θέλει, όποια υφή, όποιο υλικό. Άλλοτε είναι από βαμβάκι κι άλλοτε από γυαλί, αλλά πάντα σφάζουν, πάντα καρφώνονται σαν πρόκες, πάντα βρίσκουν τον στόχο: την υπονόμευση της όποιας βεβαιότητας.

 Le Promeneur Solitaire: W. G. Sebald on Robert Walser | The New Yorker

Ρόμπερτ Βάλζερ (1878-1956) - Βικιπαίδεια

 

Fleur Jaeggy | And Other Stories**Fleur Jaeggy (1940) - Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια: