Γιατί η Γερμανία έγινε «καρπαζοεισπράκτορας»
Ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ ήταν ο μόνος (πρώην) πολιτικός που τόλμησε να αντισταθεί στο κύμα. Ο σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ στο υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, όταν ο τελευταίος «μετακινήθηκε» στην προεδρία της χώρας, τόλμησε να αμφισβητήσει για τη χώρα του το ρόλο του «καρπαζοεισπράκτορα», όπως πολύ γλαφυρά το περιέγραψε μέσα στη βδομάδα η Deutsche Welle.
Oι αιτιάσεις κατά της πολιτικής του Βερολίνου εκτοξεύονται από την ουκρανική πλευρά, ακολουθώντας το «ρεύμα» που έχει δημιουργήσει ο «αγγλόφωνος» Τύπος, αναπαράγονται όμως και από πολλά γερμανικά ΜΜΕ και αναλυτές που προσπαθούν να στοιχηθούν πίσω από την αμερικανική γραμμή. Η Γερμανία παρουσιάζεται ως η μοναδική σχεδόν υπεύθυνη για την γιγάντωση της ρωσικής επιθετικότητας που οδήγησε στον πόλεμο.
Ένας «συνήθης ύποπτος»
Οι σκοπιμότητες αυτής της στρατηγικής είναι προφανείς. Πολλές χώρες έχουν έτσι την ευκαιρία να κρύψουν τις δικές τους ευθύνες πίσω από το μέγεθος της Γερμανίας. Για παράδειγμα, ο αγωγός Nord Stream 2 δεν ήταν αποκλειστικά γερμανικών συμφερόντων. Συμμετείχαν σε αυτόν εταιρίες από τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Αυστρία και άλλες μικρότερες από άλλες χώρες της ΕΕ. Το σήμα της εκκίνησής του δόθηκε μετά τον πόλεμο του 2014 στην Κριμαία και στο Ντονμπάς, όταν δηλαδή η Μόσχα είχε ήδη δώσει δείγματα γραφής για το πόσο σέβεται τα σύνορα και το διεθνές δίκαιο.
Οι μόνοι που πραγματικά εναντιώθηκαν σε αυτό το έργο, αλλά όχι από ευγενή κίνητρα, ήταν οι Αμερικάνοι, οι οποίοι τώρα συνεχίζουν να ενισχύουν με όπλα και χρήμα τον ουκρανικό στρατό, αλλά κυρίως να συντηρούν την πεποίθηση του προέδρου Ζελένσκι ότι αυτός ο πόλεμος μπορεί να κερδηθεί ανεξαρτήτως κόστους. Η αποστασιοποίηση της ΕΕ από την λογική μιας διαπραγμάτευσης δεν είναι δική της επιλογή, αλλά έχει να κάνει με την πλήρη υποταγή της στο αμερικανικό άρμα.
Όσο συνεχίζεται ο πόλεμος, η «ενότητα» της Δύσης φαινομενικά θα διατηρείται, η Γερμανία θα παραμένει πολιτικά και ηθικά απαξιωμένη ως «αφελής» απέναντι στον Πούτιν ή ακόμα και συνένοχή του κατά κάποιο τρόπο.
Από την άλλη, θα εντείνεται και η πίεση για πλήρη διακοπή των σχέσεων Βερολίνου Μόσχας, ειδικά στον τομέα της ενέργειας με καταστροφικές συνέπειες για την γερμανική οικονομία, που ήδη έχει μπει σε μια πορεία επιβράδυνσης. Είναι σίγουρο ότι αν κλείσουν οι στρόφιγγες του φυσικού αερίου θα γλιστρήσει στην ύφεση με εκατοντάδες χιλιάδες νέων ανέργων και απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον. Κανείς δεν μοιάζει να σκέφτεται ότι ακόμα και το «ευγενές» έργο της ανοικοδόμησης κάποια στιγμή της Ουκρανίας θα απαιτήσει μια σχετικά στιβαρή ευρωπαϊκή και φυσικά γερμανική οικονομία. Και εννοείται κανείς δεν προβληματίζεται για το αν θα μπορούσαμε να βιώσουμε καταστάσεις που θα θυμίζουν όσα συνέβησαν ακριβώς έναν αιώνα πριν, στην περίοδο του Μεσοπολέμου.
Είναι αρκετοί αυτοί πλέον που αναρωτιούνται γιατί το «αμερικανοτραφές» Politico εκτοξεύει κάθε λίγες μέρες και ένα «κόλαφο» εναντίον της πολιτικής του Βερολίνου. Αυτοί που αναζητούν απάντηση στο ερώτημα αν πίσω από τις ακραίες φραστικές επιθέσεις του Τζο Μπάιντεν βρίσκεται σύσσωμο το πολιτικό, οικονομικό και στρατιωτικό κατεστημένο των ΗΠΑ ή αν η στάση του είναι αποτέλεσμα εσωτερικών αντιθέσεων σε μια κουρασμένη και αγκομαχούσα μέχρι πρότινος «υπερδύναμη».
Πίσω από τη ρητορική «ανθρωπισμού»
Ίσως λοιπόν ο Γκάμπριελ να ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος, επειδή ακριβώς δεν είναι εν ενεργεία πολιτικός να υπονοήσει ότι πίσω από τον φανατικό, ψευδοανθρωπιστικό αντιγερμανισμό μπορεί να κρύβονται και άλλα κίνητρα. Σημειώνει, για παράδειγμα, ότι αυτοί που έχουν μπει σήμερα στο στόχαστρο των επιθέσεων είναι κυρίως το δίδυμο Μέρκελ-Μακρόν που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη συμφωνία ειρήνευσης του Μινσκ, μια συμφωνία, που η ουκρανική πλευρά δεν έδειξε ποτέ διάθεση να την τηρήσει. Μάλιστα στην Ουκρανία, όποιος την είχε υποστηρίξει, με πιο κραυγαλέο παράδειγμα τον τότε πρόεδρο Ποροσένκο, αντιμετωπίζεται ως προδότης.
Ο πρώην Γερμανός ΥΠΕΞ παραδέχεται βεβαίως ότι πολλοί στην Γερμανία, και όχι μόνο, έκαναν το λάθος να θεωρούν τη σημερινή αναθεωρητική Ρωσία εξίσου αξιόπιστη και προβλέψιμη με την άλλοτε Σοβιετική Ένωση, η οποία επεδίωκε και συντηρούσε ένα παγιωμένο «στάτους κβο». Γράφει χαρακτηριστικά: «Η Ρωσία, από την άλλη πλευρά, έχει γίνει εδώ και πολύ καιρό μια ρεβιζιονιστική δύναμη, έτοιμη να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της με τη βία αν χρειαστεί. Το ότι δεν παρατηρήσαμε αυτή την αλλαγή στην Ρωσία και δεν πήραμε στα σοβαρά τους φόβους και τις προειδοποιήσεις των ανατολικοευρωπαίων γειτόνων μας είναι μια δικαιολογημένη κριτική, που οι περισσότεροι από εμάς στην πολιτική πρέπει να ανεχθούμε».
Ωστόσο, απαντά σε θεωρίες συνωμοσίας που διακινούν διάφοροι με κορυφαίο τον λαλίστατο, ουκρανό πρέσβη στο Βερολίνο, Αντρέι Μέλνικ, ο οποίος δεν έχει διστάσει να προσβάλει την πολιτική ηγεσία της χώρας και τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φρανκ Βάλτερ Στάινμαϊερ. Ο Γκάμπριελ μίλησε για αναληθείς και κακοήθεις κατηγορίες και διασπορά επικίνδυνων «θεωριών συνωμοσίας είναι ο ισχυρισμός του Ουκρανού πρεσβευτή στην Γερμανία, Αντρέι Μέλνικ, ότι ο Γερμανός Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Στάινμαϊερ, κατά τη διάρκεια της ενεργού περιόδου του ως πολιτικός, εδώ και δεκαετίες δημιουργούσε έναν ιστό αράχνης επαφών με την Ρωσία, που συνεχίστηκε και από την τρέχουσα κυβέρνηση».
Θυμίζει ότι η Γερμανία και ο Στάινμαϊερ ως ΥΠΕΞ στήριξαν οικονομικά τη χώρα περισσότερο από κάθε άλλη, την βοήθησαν να αποφύγει τη χρεωκοπία, προώθησαν τη συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ, στήριξαν το καθεστώς που προέκυψε μετά το Euromaidan, προσπάθησαν να ενισχύσουν προσπάθειες για την αντιμετώπιση της διαφθοράς.
«Όποιος χρειάζεται έναν βασικό μάρτυρα για αυτό, πρέπει απλώς να ρωτήσει τον σημερινό πρόεδρο της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι, αν οφείλει το αξίωμά του στην οργή και την απογοήτευση των Ουκρανών πολιτών για τις διεφθαρμένες πολιτικές και οικονομικές ελίτ τους» υπενθυμίζει ο Γκάμπριελ.
Θα σκεφτεί κανείς την επόμενη μέρα;
Ο άλλοτε πρόεδρος του SPD δεν διστάζει να θίξει και το ζήτημα της επόμενης μέρας στις σχέσεις ΕΕ-Ρωσίας και να απαντήσει σε εκείνους που προσπαθούν να δαιμονοποιήσουν οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης με την Μόσχα.
«Η απλή φόρμουλα είναι: όποιος διαπραγματεύτηκε με την Ρωσία φταίει για αυτόν τον πόλεμο. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι η εξωτερική πολιτική και η διπλωματία δεν μπορούν μόνιμα να αντικατασταθούν από άρματα μάχης και πυραύλους. Και ότι στην αναζήτηση μη βίαιων λύσεων στις συγκρούσεις πρέπει κανείς να κάνει το πολύ άβολο και συνήθως πολύ αντιδημοφιλές βήμα να μπει στη θέση του αντιπάλου. Όχι για να φορέσει τα παπούτσια του, αλλά για να μετρήσει τον χώρο για λογικές συνεννοήσεις».
Είναι κι αυτό ένα ζήτημα που η ΕΕ μοιάζει να αγνοεί επιδεικτικά, τηρώντας σιωπή, την ώρα που ο Τζο Μπάιντεν επιμένει για μια πολυετή διεθνή απομόνωση της Ρωσίας, ακόμα και μετά τη λήξη του πολέμου και πιέζει τρίτες χώρες προς αυτή την κατεύθυνση.
Βεβαίως θα ήταν ουτοπικό να περιμένει κανείς μια «μακρόπνοη» αντιμετώπιση των πραγμάτων από πολιτικούς του... μεγέθους της φον ντερ Λάιεν ή του Μπορέλ. Αυτό είναι εδώ και χρόνια το μεγάλο «κουσούρι» της Ευρώπης. Ισως τα πράγματα να ξεκαθαρίσουν ως ένα βαθμό μετά τις γαλλικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση, τις απαντήσεις απέναντι στη μονομέρεια με την οποία αντιμετωπίζουν την κατάσταση στην Ευρώπη τα γεράκια της Ουάσιγκτον και τα φερέφωνα τους στην ΕΕ δεν αρκεί να την δώσουν «συνταξιοδοτηθέντες« πολιτικοί όπως ο Γκάμπριελ. Το ζητούμενο είναι η σημερινή γερμανική κυβέρνηση να ανασκουμπωθεί, να παραδεχτεί μεν τα λάθη της από το παρελθόν, αλλά και να μιλήσει για ευρωπαϊκές λύσεις, που θα ξεπερνούν τα όρια κοντόφθαλμων εθνικών συμφερόντων. Βλέποντας κανείς το σημερινό τρικομματικό συνασπισμό στο Βερολίνο αισθάνεται ότι μια τέτοια προσδοκία είναι μάλλον αβάσιμη. Με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, τόσο για την ίδια τη Γερμανία όσο και για την Ευρώπη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου