Πώς απολάμβαναν το φαγητό οι κάτοικοι της Σαντορίνης της Εποχής του Χαλκού
Συμβαίνει κάτι παράδοξο με τις αρχαίες πόλεις: όσο περισσότερα είναι τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που αφήνουν, τόσο περισσότερο εξάπτουν τη φαντασία μας. Αυτό το αίσθημα επιτείνεται με τις πόλεις που καταστράφηκαν από ηφαιστειακή έκρηξη, δημιουργώντας τις συνθήκες διατήρησης μοναδικών αρχαιολογικών ευρημάτων, σαν κάποιος να πάτησε το pause επιθυμώντας να απαθανατίσει μια συγκεκριμένη στιγμή στον χρόνο, αφήνοντάς την στους επόμενους «κτήμα ες αεί», όπως έλεγε και ο Θουκυδίδης, μιλώντας για το ιστορικό παρελθόν της εποχής του. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση είναι η προϊστορική πόλη του Ακρωτηρίου στη Σαντορίνη, η Πομπηία του Αιγαίου, όπως την έχει χαρακτηρίσει ο ανασκαφέας της, καθηγητής Χρήστος Ντούμας. Οι συνθήκες της καταστροφής της –πρώτα καταστράφηκε από σεισμό και μετά θάφτηκε στην ηφαιστειακή τέφρα (στάχτη)– δημιούργησαν τις καλύτερες δυνατές συνθήκες διατήρησης υλικών που χάνονται σε άλλες ανασκαφές, ειδικά στο Αιγαίο, λόγω κλιματολογικών συνθηκών.
Πολυώροφα κτίρια, δρόμοι, εντυπωσιακότατες τοιχογραφίες, φαντεζί αγγεία κατάστικτα από διακοσμητικά θέματα που δίνουν μια μοναδική αίσθηση εξωτισμού, έπιπλα αλλά και δομές, όπως το αποχετευτικό σύστημα της πόλης, έχουν δώσει ένα πλήθος πληροφοριών για την καθημερινή ζωή σε μια σημαντική πόλη του Αιγαίου, στο τέλος της Εποχής του Χαλκού. Μια νέα μελέτη, ωστόσο, που δημοσιεύθηκε αυτές τις μέρες με την υποστήριξη του Δήμου Θήρας και φέρει την υπογραφή του ίδιου του ανασκαφέα της πόλης του Ακρωτηρίου, Χρήστου Ντούμα, προσεγγίζει την καθημερινή ζωή στο Ακρωτήρι μέσα από τα κατάλοιπα τροφής που βρέθηκαν στην ανασκαφή. Μέχρι σήμερα, οι περισσότερες πληροφορίες που έχουμε για τη γαστρονομία στο Αιγαίο προέρχονται από τις κατά πολύ μεταγενέστερες πηγές της ύστερης αρχαιότητας (π.χ. τους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου) και από τις υποθέσεις των αρχαιολόγων για τη χρήση των αγγείων που βρέθηκαν στις ανασκαφές. Η μελέτη του Χρήστου Ντούμα Από την ανάγκη στην απόλαυση. Οι διατροφικές συνήθειες στο Ακρωτήρι της Εποχής του Χαλκού (3200-1600 π.Χ.) είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αρχαιολογικά κατάλοιπα είναι οι ίδιες οι τροφές που κατανάλωναν οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου: σπόροι κάθε είδους, καρποί, οστά ζώων και ψαριών, κερήθρες για την παραγωγή μελιού και ειδικοί πίθοι για τη φύλαξη και τη μεταφορά του κρασιού μάς αφηγούνται την ακριβέστερη, μέχρι σήμερα, ιστορία για την καθημερινή ζωή στο αρχαίο Αιγαίο. Οι Ανασκαφές Ακρωτηρίου Θήρας βρίσκονται υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Από αυτήν τη μελέτη που μας παραχωρήθηκε ταυτόχρονα με τη δημοσίευσή της αντλούμε όλα τα στοιχεία που θα παρουσιάσουμε παρακάτω.
Η μαγειρική και η γαστρονομία, το σύνολο δηλαδή των αντιλήψεων και των πρακτικών για την κατανάλωση της τροφής, είναι παιδιά της ανάγκης. Γεννήθηκαν στους τόπους εκείνους όπου το νερό ήταν λιγοστό και τα προϊόντα συλλέγονταν από τη φύση σε μικρές ποσότητες και με δυσκολία, οπότε οι άνθρωποι, για να καλύψουν τις βασικές ανάγκες επιβίωσής τους, έπρεπε να επινοήσουν πολλούς και διαφορετικούς τρόπους να τα διατηρήσουν και να τα καταναλώσουν. Η βασική αυτή αρχή που ίσχυε κατεξοχήν για το προϊστορικό Αιγαίο, όπως αναφέρει και ο Χρήστος Ντούμας στην εισαγωγή της μελέτης, δεν σταμάτησε ποτέ να είναι μια πραγματικότητα για τη χώρα μας μέχρι και τη δεκαετία του 1950 και μας τη θύμιζε διαρκώς η ερευνήτρια της ελληνικής γαστρονομίας Εύη Βουτσινά στα βιβλία της, όταν αναφερόταν στις νοικοκυρές που ανέστησαν οικογένειες με μία κατσαρόλα, ένα κολοκυθάκι, τρία σέσκουλα, δύο πατάτες κι ένα κρεμμύδι, όπως έλεγε χαρακτηριστικά.
Παιδί της ανάγκης η μαγειρική, λοιπόν, αλλά στην περίπτωση του Ακρωτηρίου, λίγο πριν από την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, είχε αφήσει πίσω το στάδιο της επιβίωσης και είχε περάσει στο στάδιο της απόλαυσης και της πολυτέλειας ως καθημερινής συνθήκης με τον τρόπο που μόνον η τροφή μπορεί να δημιουργήσει.
Η ζωή στο Ακρωτήρι της Θήρας ξεκινάει στα μέσα της 6ης χιλιετίας π.Χ., δηλαδή ήδη κατά τη Νεολιθική Εποχή. Η επιλογή της θέσης για τον οικισμό προφανώς ορίστηκε από τις ανάγκες των πρώτων ακόμα κατοίκων: ο όρμος του Ακρωτηρίου, η εικόνα του οποίου ήταν πολύ διαφορετική πριν από την έκρηξη, πρόσφερε ασφάλεια στα πλοία και έκανε εφικτή την εύκολη επικοινωνία με τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου. Τα αρχαιολογικά ευρήματα της πρώτης φάσης κατοίκησης δεν περιλαμβάνουν υπολείμματα τροφών, αλλά δεν είναι δύσκολο να μαντέψουμε τη διατροφή των νεολιθικών ανθρώπων, αφού αυτές τις πληροφορίες μάς τις δίνουν όμοιοι, παραθαλάσσιοι οικισμοί της ίδιας περιόδου σε άλλα νησιά των Κυκλάδων, όπως ο Σάλιαγκος στην Αντίπαρο. Οι κάτοικοι αυτών των παράκτιων οικισμών, λοιπόν, κατανάλωναν κριθάρι και σιτάρι αλεσμένα στους λιθόμυλους και ως πηγή πρωτεΐνης είχαν τα ψάρια, τα αιγοπρόβατα, τα χοιρινά και σπανιότερα τα βοοειδή. Η κατάσταση αυτή δεν αλλάζει δραματικά μέχρι και το πρώτο μισό της 3ης χιλιετίας. Ούτε από αυτή την περίοδο έχουμε κατάλοιπα τροφών, αλλά έχουμε ένα πλήθος από ενδιαφέροντα κεραμικά σκεύη κουζίνας που φέρουν πολύ έντονα ίχνη φωτιάς. Τα σκεύη αυτά δηλώνουν την ύπαρξη πολλών και διαφορετικών τρόπων μαγειρέματος. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ανοιχτά, ρηχά σκεύη (κάτι σαν ταψιά) με στιλβωμένη (γυαλισμένη) την εσωτερική τους επιφάνεια. Αυτά θα έπρεπε να τα χρησιμοποιούν για να ψήνουν πίτες, ζύμες και λεπτές φέτες κρέατος. Ένα πλήθος από διαφορετικά αγγεία ποτού, δηλαδή ποτήρια, μας πείθουν ότι το νερό δεν πρέπει να ήταν το μόνο υγρό που κατανάλωναν οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου κατά τη Μέση Εποχή του Χαλκού.
Σε αυτό το σημείο κάνουμε μια στάση για δύο σημαντικά γεγονότα: την εισαγωγή στη Σαντορίνη των προϊόντων της αμπέλου και της ροδιάς. Η άμπελος, ως γνωστόν, εξημερώθηκε κατά την 4η χιλιετία π.Χ στην περιοχή του Καυκάσου και σύμφωνα με τον μύθο, είναι ο θεός Διόνυσος που τη μετέφερε στο Αιγαίο. Το παλαιότερο εύρημα από το Ακρωτήρι που σχετίζεται με το κρασί χρονολογείται γύρω στο 2.500 π.Χ. και είναι ένα μικρό πιθάρι με κρουνό (δηλαδή μια μικρή βρύση). Οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις στο Ακρωτήρι άλλαξαν και τη χρονολογία που πιστεύαμε ότι εισήχθη η καλλιέργεια της ροδιάς στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα καρβουνάκια από κλαδί ροδιάς που βρέθηκαν στην ανασκαφή αποδεικνύουν ότι το δέντρο άρχισε να καλλιεργείται στη Μεσόγειο ίσως και δύο αιώνες νωρίτερα απ' ό,τι πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Πάντως, το ρόδι γίνεται τόσο δημοφιλές, ώστε αργότερα θα αποτελέσει το αποκλειστικό διακοσμητικό θέμα σε μια κατηγορία αγγείων!
Από τη Μέση Εποχή του Χαλκού και μετά, η ζωή στο Ακρωτήρι της Θήρας θα αποκτήσει έναν ευδιάκριτα κοσμοπολίτικο και καταναλωτικό χαρακτήρα, κάτι που μαρτυρά ένα πλήθος εισηγμένων αγγείων, με στιλβωμένη εσωτερική επιφάνεια. Τα κύπελλα παρουσιάζουν επίσης μεγάλη ποικιλία σε σχήματα και διακόσμηση και είναι βέβαιο ότι και κάποια από αυτά θα ήταν εισηγμένα, αφού ήδη οι κάτοικοι του Ακρωτηρίου είχαν αναπτύξει εμπορικές σχέσεις με όλο τον αιγαιακό κόσμο.
Τα ευρήματα που πλέον είναι υπολείμματα τροφών είναι πολλά. Έχουμε και λέμε, λοιπόν:
Σιτηρά, όσπρια (λαθούρι, μπιζέλια, φάβα και φακές) ήταν βασικά στοιχεία της διατροφής, τα οποία μετέφεραν και φύλαγαν στις αποθήκες. Με τα λίθινα εργαλεία που έχουν βρεθεί γινόταν η επεξεργασία των τροφών αυτών σε ένα δεύτερο στάδιο και εντός των σπιτιών. Τα σιτηρά αποθηκεύονταν σε μεγάλες ποσότητες, ενώ τα όσπρια παρασκευάζονταν σε μικρότερες ποσότητες ανά ημέρα, δείχνοντας την ποικιλία που υπήρχε σε αυτά.
Σύκα καταναλώνονταν αρκετά και από καρπούς μπορούμε να μιλήσουμε με βεβαιότητα για τα αμύγδαλα, γιατί βρέθηκαν αποτυπώματά τους σε δοχεία που ήταν φυλαγμένα.
Σημαντική ήταν η καλλιέργεια της ελιάς, όπως επιβεβαιώνουν οι πρόσφατες ανακαλύψεις κορμών και φύλλων του δέντρου, εγκλωβισμένων σε ελαφρόπετρα στις παρυφές της καλντέρας. Η ύπαρξη θρυμματισμένων ελαιοπυρήνων και όχι ολόκληρων των κουκουτσιών μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι ελιές χρησιμοποιούνταν κυρίως για την παραγωγή λαδιού. Το λίθινο λιοτρίβι που βρέθηκε σε αρχαίο ορυχείο της Σαντορίνης δηλώνει παραγωγή λαδιού σε αξιοσημείωτη κλίμακα. Στην εικόνα ανεπτυγμένου εμπορίου λαδιού συντείνει και το πλήθος των λεγόμενων ψευδόστομων αμφορέων που είχαν σχεδιαστεί ακριβώς για τη μεταφορά λαδιού. «Στο Ακρωτήρι οι ψευδόστομοι αυτοί αμφορείς αντιπροσωπεύουν τα 2/3 του συνόλου τέτοιων αγγείων στο Αιγαίο, ενώ η έκταση του εξαγωγικού εμπορίου λαδιού επιβεβαιώνεται από αναφορά του σε μία από τις δύο πινακίδες της Γραμμικής Α που βρέθηκαν εκεί».
Εκτός από τους καρπούς, υπάρχει πλήθος δεδομένων για κατανάλωση ζώων και ειδικά αιγοπροβάτων, χοιρινών αλλά και πολλών ψαριών και θαλασσινών. Μάλιστα, στα αγγεία υπάρχουν διατηρημένα ψάρια σε δύο μορφές: παστά, χωρίς το κόκαλο, και ολόκληρα, με τα κόκαλά τους πιθανότατα στην άλμη, ίσως για να δημιουργήσουν τη διάσημη σάλτσα που στην ύστερη αρχαιότητα γνωρίζουμε από τις πηγές ως «γάρο» και πολλοί μελετητές αρέσκονται να ταυτίζουν με τη σάλτσα από σόγια που είναι βασικό χαρακτηριστικό της ασιατικής κουζίνας. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Χρίστος Ντούμας: «Αν και ο τρόπος αυτός διατήρησης ψαριών δεν αναφέρεται στις γραπτές πηγές, η εύρεση πάστας στο Ακρωτήρι μας βάζει στη σκέψη ότι οι απαρχές του πιθανώς ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού».
Το υψηλό επίπεδο της γαστρονομικής κουλτούρας του Ακρωτηρίου κατά την Εποχή του Χαλκού γίνεται καλύτερα αντιληπτό από την ανεπτυγμένη εκμετάλλευση του μελιού και την παραγωγή του κρασιού. Η μελισσοκομική είναι, βέβαια, πολύ παλιά ενασχόληση που ανάγεται στη Νεολιθική Εποχή, όμως στην ανασκαφή του Ακρωτηρίου, χάρη στις σύγχρονες τεχνικές, ανιχνεύθηκαν ίχνη κεριού από μέλισσες σε μεγάλα πιθάρια. Το κερί είχε χρησιμοποιηθεί ως μονωτικό και η ποσότητα που απαιτείται για να καλύψει ένα μεγάλο πιθάρι δηλώνει την ύπαρξη οργανωμένης μελισσοκομίας. Κάποια κυλινδρικά πιθάρια με διάτρητο πυθμένα πάνω από τη βάση του και φυτική διακόσμηση έχουν ταυτιστεί με κυψέλες μελισσών.
Η παραγωγή κρασιού αποτελούσε σημαντικό κλάδο της οικονομίας στην τελευταία φάση της ζωής στο Ακρωτήρι. Έχουν βρεθεί κουκούτσια και γίγαρτα σταφυλιών καθώς και ληνός (πατητήρι) και κάδος συλλογής μούστου. Ανάλογες εγκαταστάσεις έχουν βρεθεί στην Κρήτη. Η πρωτοτυπία της Σαντορίνης, ωστόσο, όπως επισημαίνει ο ανασκαφέας της, βρίσκεται στο ότι εκεί βρέθηκε ένα κοφίνι γεμάτο ασβέστη μέσα στον ληνό. Οι ανασκαφείς σκέφτηκαν ότι ο ασβέστης μπορεί να λειτουργούσε ως ένα είδος φίλτρου για τον καθαρισμό του μούστου. Έχει βρεθεί ακόμα ένα πλήθος αγγείων με έναν μικρό κρουνό (βρύση) στη βάση τους, τα οποία προορίζονταν για τη φύλαξη του οίνου, ενώ πολλά άλλα αγγεία χρησίμευαν για τη μεταφορά και το εμπόριο του κρασιού.
Συνταγές μαγειρικής δεν έχουν βέβαια διασωθεί, όμως μια σειρά από εξειδικευμένα αγγεία αλλά και πήλινες κατασκευές για το ψήσιμο κρέατος δηλώνει ότι η μαγειρική στην τελευταία φάση του Ακρωτηρίου θα ήταν αρκετά εξειδικευμένη και περίπλοκη και θα περιλάμβανε αρκετές διαφορετικές τεχνικές. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ζήτημα του πόσιμου νερού. Το εντυπωσιακό αποχετευτικό σύστημα προϋποθέτει αρκετές ποσότητες νερού. Αυτό το νερό πιθανώς να το κάλυπτε η θάλασσα ή οι ποσότητες υφάλμυρου νερού που υπήρχαν στα πηγάδια της περιοχής. Η συλλογή βρόχινου νερού από τις στέγες των σπιτιών στις στέρνες, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα σε αρκετά νησιά του Αιγαίου, θα μπορούσε να εξασφαλίζει κάποιες ποσότητες πόσιμου νερού, όμως κάτι τέτοιο δεν έχει ακόμα τεκμηριωθεί ανασκαφικά. Ωστόσο, μια λεπτομέρεια σκηνής σε τοιχογραφία και ένα αποσπασματικό εύρημα (ένας κομμάτι σωλήνα ύδρευσης) αφήνουν ανοιχτό το ενδεχόμενο οι κάτοικοι της Εποχής του Χαλκού να είχαν κατασκευάσει ένα σύστημα ύδρευσης με υδραγωγείο και δίκτυο διανομής που θα ξεκινούσε από τις πηγές του γειτονικού Προφήτη Ηλία.
Ο καθηγητής Χρήστος Ντούμας κάνει μια ακόμα τολμηρή σκέψη: οι στενές σχέσεις μεταξύ Σαντορίνης και Αιγύπτου που δηλώνονται μέσα από αρκετές τυπολογικές ομοιότητες στις αναπαραστάσεις των μορφών στις τοιχογραφίες των δύο τόπων δεν αποκλείει το ενδεχόμενο οι αρχαίοι κάτοικοι της Σαντορίνης να είχαν εισαγάγει από τους Αιγύπτιους ακόμα και την παραγωγή της μπίρας.
Σε κάθε περίπτωση, οι έρευνες στο Ακρωτήρι της Θήρας συνεχίζονται. Ένα πρόγραμμα για την ανάλυση και μελέτη των υπολειμμάτων τροφών στους πυθμένες των αγγείων αναμένεται να δώσει νέες πληροφορίες για τις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων του προϊστορικού Αιγαίου. Όλα, όμως, τα στοιχεία δείχνουν μια κοινωνία ανοιχτή, κοσμοπολίτικη, που είχε καταφέρει να μετατρέψει την καθημερινή ανάγκη για επιβίωση σε απόλαυση. Η καθημερινή ζωή στο Ακρωτήρι της Θήρας την Εποχή του Χαλκού θα ήταν τόσο πολύχρωμη όσο και οι τοιχογραφίες που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.
Αν επιθυμείτε να ακούσετε τη δημοσίευση, πατήστε εδώ.
Εκφώνηση: Μαρία Δρουκοπούλου
Πηγή: Μ. Δρουκοπούλου, LiFO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου