1922: η χρονιά που άλλαξε την παγκόσμια λογοτεχνία
Στην Ιστορία υπάρχουν χρονιές που δεν σημαίνουν τίποτα. Ολόκληρες δεκαετίες όπου η σημασία τους, τα γεγονότα τους, η πραγματικότητά τους μένουν σφραγισμένα στη λήθη. Σαν μια άδεια παρένθεση σφηνωμένη ανάμεσα σε δυο λέξεις μέσα σε κάποιο πυκνό κείμενο.
Ο πραγματικός χρόνος είναι πάντοτε σχετικός. Δεν μετριέται με αριθμούς αλλά με βάρος. Με τους όρους αυτούς με τους οποίους η σημασία του ταξιδεύει από μέλλον σε μέλλον μέσα σε διαδοχικές χρονιές, ορίζοντας κάθε φορά εκ νέου το όποιο παρόν. Υπάρχουν μέρες, μέρες πυκνές, οι οποίες καλύπτουν την έκταση μιας εβδομάδας. Μέρες που στην πραγματικότητα ποτέ δεν τελειώνουν.
Το ίδιο συμβαίνει και με τη λογοτεχνία. Με τρόπο μάλιστα αρκετά πιο απόλυτο. Μπορεί να υπάρξει ένας αιώνας όπου μια γλώσσα να μη μας αφήσει τίποτα άξιο αναφοράς. Και στη συνέχεια χρονιές με τις οποίες είμαστε καταδικασμένοι να συνομιλούμε για όσο υπάρχει λογοτεχνία.
Μια τέτοια περίοδος ήταν ο Μεσοπόλεμος. Μια περίοδος όπου το συλλογικό πνεύμα –ίσως αντιδρώντας στη φρίκη του Πρώτου Μεγάλου Πολέμου– δημιούργησε αλλαγές και αριστουργήματα, νέες οπτικές και τολμηρές λογοτεχνικές καταθέσεις, νέους δρόμους και εκθαμβωτικά επιτεύγματα. Πριν να χαθεί οριστικά στη φρίκη του Δεύτερου Μεγάλου Πολέμου και να αναγκαστεί να ξεκινήσει από την αρχή. Και ανάμεσα σε όλες τις χρονιές του Μεσοπολέμου καμία δεν έχει μεγαλύτερη πυκνότητα από το 1922.
Το 1922 είναι η χρονιά που ο Τζόις δημοσιεύει τον «Οδυσσέα», το μυθιστόρημα που θα αλλάξει με τον πιο εμφατικό και απόλυτο τρόπο τους όρους της γραφής. Και μαζί τους όρους με τους οποίους αντιλαμβανόμαστε την πυκνότητα του χρόνου, τη λειτουργία των κειμένων, την ταυτότητα και πολλά ακόμη. Την ίδια χρονιά στην ποίηση, ο Τ. Σ. Ελιοτ καταφέρνει ένα παρόμοιο αποτέλεσμα εκδίδοντας την «Ερημη Χώρα».
Τα δυο αυτά έργα του αγγλόφωνου μοντερνισμού δεν αποτελούν απλώς κορυφώσεις μιας τάσης. Σε μεγάλο βαθμό αποτελούν αλλαγή παραδείγματος. Ταυτόχρονα ο Ρίλκε γράφει τις «Ελεγείες του Ντουίνο» και τα «Σονέτα του Ορφέα», για πολλούς τα δυο σημαντικότερα έργα του. Το «Ταμπούρλα τη νύχτα» γίνεται το πρώτο έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ που ανεβαίνει στο θέατρο σηματοδοτώντας την αρχή μιας πυρετώδους δραματουργικής αναζήτησης που θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το θέατρο.
Στον ιταλικό Νότο, ο Λουίτζι Πιραντέλο τελειώνει το γράψιμο του «Ερίκου του IV» και του «Να ντύσουμε τους γυμνούς». Ο Καίσαρας Βαγέχο εκδίδει το «Τρίλθε», ο Φιτζέραλντ το «Όμορφοι και καταραμένοι» και τα σημαντικότερα διηγήματά του. Ο Κάφκα ξεκινά να γράφει τον «Πύργο», ο Προυστ συνεχίζοντας το «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» εκδίδει το δεύτερο μέρος από τα «Σόδομα και Γόμορρα» και ο Ευγένιος Ο’Νιλ κερδίζει το δεύτερό του Πούλιτζερ για την «Άννα Κρίστι».
Η απόστασή μας από το έτος αυτό δεν είναι εκατό επετειακά χρόνια. Είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Μια περίοδος όπου η γραφή, η τέχνη, ο ίδιος ο άνθρωπος λειτουργούσαν με διαφορετικούς όρους. Κάθε επέτειος είναι αφορμή. Όχι νοσταλγίας ή ανέξοδης παρελθοντολογίας. Αλλά αφορμή αναστοχασμού.
Μέσα από τις διαφορές και τις ομοιότητες, μέσα από τις ελλείψεις και τις παρακαταθήκες μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα τη δική μας πορεία. Και η λογοτεχνία δεν είναι απλώς μια αποτύπωση αλλά η ίδια η ουσία της εποχής της. Και καμία χρονιά στον εικοστό αιώνα δεν συνέλαβε την ουσία της πιο έντονα, πιο ουσιαστικά και ξεκάθαρα από το –τόσο μακρινό– 1922.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου