Θα σας πω μια ιστορία που έγινε στο παρελθόν κι ενδεχομένως είναι χρήσιμη για το μέλλον. Αναφέρομαι στη σχολική χρονιά 1967-68. Υπηρετούσα τότε ως φιλόλογος στο Α΄ Γυμνάσιο Αμμοχώστου και θυμάμαι που συνηθίζαμε κάπου - κάπου να δίνουμε στους μαθητές ευκαιρία για χαλάρωση, χαρίζοντάς τους ένα τρίωρο περίπατο στην παραλία – το Γυμνάσιο άλλωστε ήταν κοντά στην θάλασσα. Μια τέτοια μέρα, κι ενώ οι συνάδελφοι καθόμασταν στο κέντρο «Ακταίον», έτρεξαν κοντά μου μερικοί μαθητές, κρατώντας τεραστίων διαστάσεων τουρκική σημαία, και μου είπαν: «Κύριε, δείτε τι βρήκαμε σαν σκάβαμε στην άμμο!» Η σημαία, που τυχαία ξεθάψανε οι μαθητές, ήταν, όπως εκ των υστέρων διαπίστωσα, χωσμένη εκεί επί σκοπού, για να χρησιμεύσει ως δείκτης σε πιθανή τουρκική απόβαση στο νησί μας!
Φαντάζει παραμύθι, και όμως δεν είναι. Προσέξτε, μιλάμε για το 1968! Θα αναρωτηθεί κανείς από πού αντλώ το φοβερό συμπέρασμα για προετοιμασίες εισβολής από τότε, και μάλιστα εισβολής από το σημείο όπου «ανοίχτηκε» πρόσφατα το παραλιακό μέτωπο της πόλης για έναν περίπατο εξοικείωσης, που τον συνόδευε η πλανεύτρα υποκριτική των ομοτέχνων του Αττίλα. Και όμως το ζήτημα έχει την εξήγησή του. Γιατί χρόνια μετά, αφού στο μεταξύ επήλθε η τουρκική εισβολή, έτυχε να δω στην κυπριακή τηλεόραση την ανατριχιαστική συνέντευξη ενός Άγγλου, που υπηρετούσε ως αυτοκινητοδηγός κάποιου μυστηριώδους Άγγλου αξιωματικού. Σε κείνη την συνέντευξη, ο οδηγός αποκάλυψε ότι τον έτρωγαν οι τύψεις και ομολογούσε ενοχή και μεταμέλεια, γιατί στο παρελθόν συμμετείχε σε κάτι πολύ άτιμο. Συνόδευε, είπε, τον Άγγλο αξιωματικό σε διάφορα παράλια της Κύπρου, με κρυφή αποστολή να επισημάνουν και να σηματοδοτήσουν κατάλληλα σημεία δυνητικής τουρκικής απόβασης. Έκρυβαν δηλαδή στην άμμο τεράστιες τουρκικές σημαίες, έτσι ώστε να δηλώνεται το σημείο και να διακρίνονται αυτές από μακριά, όταν θα το έφερνε η στιγμή! Την συνέντευξη την είχε πάρει ο βετεράνος δημοσιογράφος Κώστας Γεννάρης. Κάποια στιγμή μάλιστα, που έτυχε να τα πούμε από κοντά, ο Γεννάρης μου επιβεβαίωσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο πως είχε μαρτυρίες και αποδείξεις για συγκεκριμένα σημεία που κρύφτηκαν οι τουρκικές σημαίες, προς διευκόλυνση ενδεχόμενης εισβολής. Αυτά οι Άγγλοι, αυτά οι Τούρκοι! Όσο για εμάς, είναι καλό κάπου - κάπου να εγκαταλείπουμε την ευκολοπιστία ή την αφέλεια. Ίσως εν τέλει τούτο να είναι και το πλέον πατριωτικό: ο καθαρός οφθαλμός.
Επανερχόμαστε στον παραλιακό περίπατο, εκεί στο φιλέτο της κατεχόμενης πόλης, η οποία καθολικά συμβολίζει την συστενάζουσα πατρίδα. Πολλά θα γραφτούν και θα ειπωθούν, μέχρι την εξάντληση του αποθέματος, για την πόλη της Αμμοχώστου. Και τι μας μένει σε προσωπικό επίπεδο, τι μένει στον καθένα από εμάς ως φορέα της συνείδησης αυτού του τόπου και της ατομικής του ευθύνης; Περιδιαβάζω νοερά στην πολυπόθητη αμμουδιά της, ανακαλώ τα παιδικά μου –λαβωμένα τώρα– χρόνια. Είναι φρικτό να σου λεηλατούν τη μνήμη και να σε περιγελάνε κι από πάνω. Αλλά τι λέω; Το χειρότερο είναι να συμπράττεις σ’ αυτή τη λεηλασία, να γίνεσαι λαφυραγωγός της μνήμης σου. Την νιώθω την πικρή ειρωνεία φίλου και παλιού συμμαθητή: «Να μου το θυμηθείς, θα σπεύσουμε πρώτοι, θαμώνες των κέντρων που προγραμματίζει η Τουρκία στο παραλιακό μέτωπο της πόλης μας!» Έτσι κι αλλιώς η ιστορία στηρίζεται στην αλληλοπεριχώρηση της τραγωδίας με την κωμωδία και τον σαρκασμό.
Εδώ και 46 χρόνια το άνοιγμα της πόλης και η απόδοσή του στους νόμιμους κατοίκους του είναι καημός και λαχτάρα. Ωστόσο ο στόχος της Τουρκίας είναι αμετάθετος: ο πλήρης έλεγχος, και συνεπώς η πλήρης κατοχή της Κύπρου. Ανομολόγητα πράγματα, πλην όμως αναντίρρητα, εφόσον δεν αποκρύβουν εκείνο που από την πρώτη στιγμή θωρούσαμε όλοι. Το έλεγε και ο στίχος από την «Αμμόχωστο Βασιλεύουσα»: «Ολάκερη μια πόλη μες στο κρατητήριο». Ακόμα κι αν ανοίξουν τα οδοφράγματα και αποτραβηχτούν τ’ αγκαθωτά συρματοπλέγματα, ποιος θα μας σώσει από τα χωμένα στο σβέρκο μας νύχια του εισβολέα; Ποιος θα καταργήσει το βαθύτερο νοερό συρματόπλεγμα που περιζώνει την «ανοιγμένη» τάχα πόλη; Ποιος θα μπορέσει να την δει από ψηλά και από πλάγια κι από μέσα, ανασαίνοντάς την, με τη χάρη του σολωμικού φωτός, στον όμορφο αέρα της ανδρείας; Θαρρώ λοιπόν ότι θα χρειαστεί να ξαναγίνουμε παιδιά για να ακυρώσουμε το κακό πέρα μακριά, στο βάθος του οράματός μας, ώστε ν’ αξιωθούμε επιτέλους μια τέτοια πόλη. Αυτό υπαγορεύει και το ακροτελεύτιο τραγούδι, που ολοκληρώνει την συλλογή παιδικών ποιημάτων μου «Σαλιγκάρι και φεγγάρι». Υπάρχει βέβαια σ’ αυτό η ευπάθεια και το πένθος, αλλά προσέξτε και τη χαρά που αναδύεται μεσ’ από τούτο το πένθος, του οποίου ακριβώς η δύναμη είναι ότι παραμένει απαρηγόρητο.
ΠΑΝΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΛΗ
Πουλάκι πέταγε, πουλί πετούσε,/την πόλη έβλεπε και τη θωρούσε.//
Λαλούσε κι έλεγε και τραγουδούσε/όλα που ήξερε και που μπορούσε.//
Είναι πια κάτοικος της ιστορίας,/ δεν τρέφει σύννεφα μυθοπλασίας.//
Ποθεί να τρέξει, να περπατήσει,/ φοβάται πέτρα μη και ραγίσει.//
Κοιτά να μάθει από τα λάθη/ πόλης π’ αγάπησε πριν πάθει πάθη.//
Κι αν ονειρεύεται αυτήν που βλέπει,/ με τα φτερά του την πόλη σκέπει.//
Πουλί που δάκρυζε πώς ομορφαίνει/ στ’ απαρηγόρητο που τ’ ανασταίνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου