Πού θα κριθούν οι επόμενες εκλογές
kathinerini.gr
Πριν από μερικούς μήνες, στις 8
Σεπτεμβρίου 2019, σε άρθρο μου στην «Καθημερινή» εκτιμούσα πως οι πιο
ενθουσιώδεις από τους ψηφοφόρους της κυβέρνησης, αργά ή γρήγορα, θα
αντιληφθούν πως οι προσδοκίες τους για μια «νέα Ελλάδα» και άλλα
μεγαλεπήβολα θα ψαλιδιστούν.
Κατ’ αρχάς, σημείωνα, στα θέματα της οικονομίας, τα όνειρα για επενδυτική έκρηξη και αναπτυξιακή απογείωση δεν φαίνεται να πραγματοποιούνται. Υπερβολική σημασία δίνεται, υποστήριζα, στην υπόθεση του Ελληνικού, που μπορεί να εξελιχθεί σε μια απογοήτευση. Επιπροσθέτως, «οι Πρέσπες» και «το προσφυγικό» θα δοκιμάσουν γρήγορα την υπομονή κάποιων «υπερπατριωτών» και αφελών ψηφοφόρων της Ν.Δ.
Τελικά, συμπέρανα πως, με τη νέα διακυβέρνηση, κάποια πράγματα θα πάνε μπροστά, κάποια άλλα θα μείνουν σταθερά και ορισμένα θα κατευθυνθούν προς τα πίσω.
Κάπου εδώ βρισκόμαστε σήμερα, οκτώ μήνες μετά την εκλογική νίκη της Ν.Δ. τον Ιούλιο του 2019. Ο αρχικός ενθουσιασμός έχει μάλλον κοπάσει και έχει δώσει τη θέση του στον σκεπτικισμό και στην ανησυχία μήπως γίνει καμιά «στραβή», ιδιαίτερα στο πεδίο των ελληνοτουρκικών και του προσφυγικού. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, οι ψηφοφόροι μοιράζονται μεταξύ «συγκρατημένης αισιοδοξίας» και «συγκρατημένης απαισιοδοξίας». Βέβαια, ο κύκλος της σχέσης εμπιστοσύνης της κυβέρνησης με το εκλογικό σώμα δεν έχει κλείσει. Κάθε άλλο! Εξάλλου, ειδικά ο πρώτος χρόνος κάθε κυβέρνησης είναι ένας παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» με τους ψηφοφόρους.
Ακόμη και σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, κατά το παρελθόν, κυβερνήσεις κατάφεραν να έχουν την αποδοχή της κοινής γνώμης στις επιλογές τους για αρκετά μεγάλο διάστημα. Θυμίζω πως το ΠΑΣΟΚ τον Νοέμβριο του 2010, παρά την οικονομική κατάρρευση και το μνημόνιο, κέρδισε με άνεση δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.
Μετά τον πρώτο χρόνο, εφόσον οι προσδοκίες δεν επαληθευθούν, η δυσαρέσκεια θα αρχίσει να καταγράφεται. Οι γκρίνιες θα ενισχυθούν, το ίδιο και οι εσωκομματικές τριβές.
Σταδιακά, τα κόμματα θα αρχίσουν να προετοιμάζονται για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, που θα πραγματοποιηθεί σε χρόνο που θα βολεύει την κυβέρνηση, δηλαδή όταν θα αισθάνεται αρκετά ισχυρή για να κερδίσει τις εκλογές, αλλά όχι τόσο ισχυρή για να τις διεξαγάγει στο τέλος της τετραετίας.
Τα κόμματα θα στηθούν στην προεκλογική αφετηρία, όχι όμως από το ίδιο σημείο. Οι οκτώ ποσοστιαίες μονάδες και οι περίπου πεντακόσιες χιλιάδες ψήφοι διαφοράς μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ δεν καλύπτονται εύκολα. Στη Μεταπολίτευση μόλις δύο φορές συνέβη κόμμα, που κέρδισε εκλογές, να μην ξανακερδίσει τις επόμενες: το ΠΑΣΟΚ το 2012 και η Ν.Δ. το 2015. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, οι συνθήκες που επικρατούσαν καθιστούσαν τον στόχο της επανεκλογής, εξαρχής, δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο.
Ηδη διαμορφώνονται οι στρατηγικές των δύο μεγάλων κομμάτων. Αξιοποιώντας, την προσωπική και προς το παρόν αναντικατάστατη απήχηση του Αλέξη Τσίπρα στους ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς, η αντιπολιτευτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται στην καθημερινότητα του απλού πολίτη (συμπεριλαμβανομένου του προσφυγικού). Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά πως, με αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης, όποια κι αν είναι τα θετικά οικονομικά αποτελέσματα που μπορεί να προκύψουν, στην τετραετία, δεν θα γίνουν αισθητά σε μεγάλη κατηγορία του πληθυσμού.
Δίπλα, στη στρατηγική της καθημερινότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επενδύσει στο νέο προφίλ του, δηλαδή στην περαιτέρω διεύρυνσή του στην Κεντροαριστερά και στην ηγεμονική καθιέρωσή του στον χώρο αυτόν.
Προς το παρόν, οι αντιπολιτευτικοί τόνοι είναι σχετικά χαμηλοί και η εξωτερική πολιτική εξαιρείται από το αντιπολιτευτικό πεδίο. Δεν θα συνεχιστεί για πολύ καιρό αυτό. Μεταξύ άλλων, η ένταση στο ζήτημα της Novartis θα επηρεάσει τον αντιπολιτευτικό τόνο (ο πρωθυπουργός σύντομα θα χρειαστεί να επιλέξει αν θέλει συναίνεση από την αξιωματική αντιπολίτευση ή εσωκομματική ηρεμία, και φοβάμαι πως ήδη ξέρω την απάντηση).
Η Ν.Δ. θα αντιτάξει μια διπλή στρατηγική. Από τη μία θα τονίσει τα θετικά της διακυβέρνησης και από την άλλη θα οξύνει την αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρητορική επιχειρώντας να κρατήσει συναισθηματικά συσπειρωμένους τους ψηφοφόρους της. Υπό αυτήν την οπτική, η Ν.Δ. θα οδηγηθεί σε μια πολωτική στρατηγική, ιδιαιτέρως μόλις αισθανθεί μη απειλούμενη από εξωτερικά ζητήματα. Με απλά λόγια, οι επόμενες εκλογές θα κριθούν πρωτίστως στην ικανότητα της Ν.Δ. να κινητοποιήσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα και δευτερευόντως στην αποδοχή ή τη δυσαρέσκεια έναντι της κυβερνητικής πολιτικής. Τα κόμματα θα ετοιμαστούν για μια εκλογή «δύο γύρων», σε υψηλούς τόνους.
Δεν θα αναπτύξουν καμιά πραγματική επιθυμία σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Είναι προφανές πως η πόλωση των διπλών εκλογών θα επηρεάσει, για άλλη μία φορά, όχι μόνο το πολιτικό κλίμα αλλά και τις τύχες της χώρας, της οποίας το πολιτικό προσωπικό αρνείται να διδαχθεί από τα λάθη του.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Κατ’ αρχάς, σημείωνα, στα θέματα της οικονομίας, τα όνειρα για επενδυτική έκρηξη και αναπτυξιακή απογείωση δεν φαίνεται να πραγματοποιούνται. Υπερβολική σημασία δίνεται, υποστήριζα, στην υπόθεση του Ελληνικού, που μπορεί να εξελιχθεί σε μια απογοήτευση. Επιπροσθέτως, «οι Πρέσπες» και «το προσφυγικό» θα δοκιμάσουν γρήγορα την υπομονή κάποιων «υπερπατριωτών» και αφελών ψηφοφόρων της Ν.Δ.
Τελικά, συμπέρανα πως, με τη νέα διακυβέρνηση, κάποια πράγματα θα πάνε μπροστά, κάποια άλλα θα μείνουν σταθερά και ορισμένα θα κατευθυνθούν προς τα πίσω.
Κάπου εδώ βρισκόμαστε σήμερα, οκτώ μήνες μετά την εκλογική νίκη της Ν.Δ. τον Ιούλιο του 2019. Ο αρχικός ενθουσιασμός έχει μάλλον κοπάσει και έχει δώσει τη θέση του στον σκεπτικισμό και στην ανησυχία μήπως γίνει καμιά «στραβή», ιδιαίτερα στο πεδίο των ελληνοτουρκικών και του προσφυγικού. Στο κυβερνητικό στρατόπεδο, οι ψηφοφόροι μοιράζονται μεταξύ «συγκρατημένης αισιοδοξίας» και «συγκρατημένης απαισιοδοξίας». Βέβαια, ο κύκλος της σχέσης εμπιστοσύνης της κυβέρνησης με το εκλογικό σώμα δεν έχει κλείσει. Κάθε άλλο! Εξάλλου, ειδικά ο πρώτος χρόνος κάθε κυβέρνησης είναι ένας παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» με τους ψηφοφόρους.
Ακόμη και σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, κατά το παρελθόν, κυβερνήσεις κατάφεραν να έχουν την αποδοχή της κοινής γνώμης στις επιλογές τους για αρκετά μεγάλο διάστημα. Θυμίζω πως το ΠΑΣΟΚ τον Νοέμβριο του 2010, παρά την οικονομική κατάρρευση και το μνημόνιο, κέρδισε με άνεση δημοτικές και περιφερειακές εκλογές.
Μετά τον πρώτο χρόνο, εφόσον οι προσδοκίες δεν επαληθευθούν, η δυσαρέσκεια θα αρχίσει να καταγράφεται. Οι γκρίνιες θα ενισχυθούν, το ίδιο και οι εσωκομματικές τριβές.
Σταδιακά, τα κόμματα θα αρχίσουν να προετοιμάζονται για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, που θα πραγματοποιηθεί σε χρόνο που θα βολεύει την κυβέρνηση, δηλαδή όταν θα αισθάνεται αρκετά ισχυρή για να κερδίσει τις εκλογές, αλλά όχι τόσο ισχυρή για να τις διεξαγάγει στο τέλος της τετραετίας.
Τα κόμματα θα στηθούν στην προεκλογική αφετηρία, όχι όμως από το ίδιο σημείο. Οι οκτώ ποσοστιαίες μονάδες και οι περίπου πεντακόσιες χιλιάδες ψήφοι διαφοράς μεταξύ Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ δεν καλύπτονται εύκολα. Στη Μεταπολίτευση μόλις δύο φορές συνέβη κόμμα, που κέρδισε εκλογές, να μην ξανακερδίσει τις επόμενες: το ΠΑΣΟΚ το 2012 και η Ν.Δ. το 2015. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, οι συνθήκες που επικρατούσαν καθιστούσαν τον στόχο της επανεκλογής, εξαρχής, δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο.
Ηδη διαμορφώνονται οι στρατηγικές των δύο μεγάλων κομμάτων. Αξιοποιώντας, την προσωπική και προς το παρόν αναντικατάστατη απήχηση του Αλέξη Τσίπρα στους ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς, η αντιπολιτευτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ επικεντρώνεται στην καθημερινότητα του απλού πολίτη (συμπεριλαμβανομένου του προσφυγικού). Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκτιμά πως, με αυτούς τους ρυθμούς ανάπτυξης, όποια κι αν είναι τα θετικά οικονομικά αποτελέσματα που μπορεί να προκύψουν, στην τετραετία, δεν θα γίνουν αισθητά σε μεγάλη κατηγορία του πληθυσμού.
Δίπλα, στη στρατηγική της καθημερινότητας, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επενδύσει στο νέο προφίλ του, δηλαδή στην περαιτέρω διεύρυνσή του στην Κεντροαριστερά και στην ηγεμονική καθιέρωσή του στον χώρο αυτόν.
Προς το παρόν, οι αντιπολιτευτικοί τόνοι είναι σχετικά χαμηλοί και η εξωτερική πολιτική εξαιρείται από το αντιπολιτευτικό πεδίο. Δεν θα συνεχιστεί για πολύ καιρό αυτό. Μεταξύ άλλων, η ένταση στο ζήτημα της Novartis θα επηρεάσει τον αντιπολιτευτικό τόνο (ο πρωθυπουργός σύντομα θα χρειαστεί να επιλέξει αν θέλει συναίνεση από την αξιωματική αντιπολίτευση ή εσωκομματική ηρεμία, και φοβάμαι πως ήδη ξέρω την απάντηση).
Η Ν.Δ. θα αντιτάξει μια διπλή στρατηγική. Από τη μία θα τονίσει τα θετικά της διακυβέρνησης και από την άλλη θα οξύνει την αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρητορική επιχειρώντας να κρατήσει συναισθηματικά συσπειρωμένους τους ψηφοφόρους της. Υπό αυτήν την οπτική, η Ν.Δ. θα οδηγηθεί σε μια πολωτική στρατηγική, ιδιαιτέρως μόλις αισθανθεί μη απειλούμενη από εξωτερικά ζητήματα. Με απλά λόγια, οι επόμενες εκλογές θα κριθούν πρωτίστως στην ικανότητα της Ν.Δ. να κινητοποιήσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα και δευτερευόντως στην αποδοχή ή τη δυσαρέσκεια έναντι της κυβερνητικής πολιτικής. Τα κόμματα θα ετοιμαστούν για μια εκλογή «δύο γύρων», σε υψηλούς τόνους.
Δεν θα αναπτύξουν καμιά πραγματική επιθυμία σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας. Είναι προφανές πως η πόλωση των διπλών εκλογών θα επηρεάσει, για άλλη μία φορά, όχι μόνο το πολιτικό κλίμα αλλά και τις τύχες της χώρας, της οποίας το πολιτικό προσωπικό αρνείται να διδαχθεί από τα λάθη του.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου