Ο μαρτυρικός Φλεβάρης του ‘44 στην Κασσάνδρα
Κλεάνθης Πέγιος*, Αλεξάνδρα Πέγιου*
23
Φλεβάρη 1944. Μια μαύρη μέρα ξημέρωσε για τη χερσόνησο της Κασσάνδρας.
31 νέοι άνδρες, από 17 έως 35 ετών, οδηγούνται στο εκτελεστικό
απόσπασμα. Οι 3 απ’ αυτούς απαγχονίζονται στην πλατεία της Βάλτας, οι
υπόλοιποι τουφεκίζονται έξω από το χωριό σ’ ένα λάκκο και θάβονται επί
τόπου. Τις επόμενες ημέρες ακολουθεί πογκρόμ διώξεων σ’ ολόκληρη τη
χερσόνησο με άλλους 9 νεκρούς και δεκάδες συλληφθέντες, οι οποίοι
στέλνονται αρχικά στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, όπου εκτελούνται 5, και
στη συνέχεια προωθούνται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας.
Ήταν μόλις 4 μήνες πριν αρχίσουν οι Γερμανοί να εγκαταλείπουν τα Βαλκάνια για να αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους, καθώς η τελική νίκη έγερνε προς τη μεριά των συμμάχων από το 1943, μετά τις ήττες που υπέστη ο «άξονας» αρχικά από τους Σοβιετικούς και λίγο αργότερα από τους υπόλοιπους συμμάχους στο μέτωπο της Β. Αφρικής.
Ήταν λίγους μήνες πριν αρχίσουν να φεύγουν οι Γερμανοί και μόλις 8 μήνες πριν την απελευθέρωση που πάνω από 70 οικογένειες στην Κασσάνδρα βυθίζονται στον πόνο και το πένθος. Πόνος και πένθος που δεν τους δόθηκε καν το δικαίωμα να εκφραστούν. Πόνος και πένθος που βιώνονταν βουβά για πολλά χρόνια, καθώς ο φόβος συνέχιζε να υπάρχει και μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Απόδειξη του αποσιωπηθέντος και κρυμμένου πένθους, του άλαλου και καταπνιγμένου πόνου είναι το γεγονός πως πέρασαν πάνω από 40 χρόνια για να τελεστεί το πρώτο μνημόσυνο των εκτελεσθέντων. Όλα αυτά τα χρόνια μόνο κρυφά οι μάνες των δολοφονηθέντων μπορούσαν ν’ ανάβουν κερί στην εκκλησιά. Ούτε εξόδιος ακολουθία για τους νέους αυτούς στο τελευταίο τους ταξίδι μετά την τόσο σύντομη και συνάμα τόσο βίαια και άδικα τερματισθείσα ζωή τους… Ούτε ένα μνήμα για να κλάψει η χαροκαμένη μάνα τον ήλιο της που τόσο αναίσχυντα της έσβησαν. Τα πρώτα δάκρυα που κύλησαν φανερά για τους νέους αυτούς ήταν των αδερφών τους 40 χρόνια μετά τη δολοφονία τους. Οι μάνες δεν υπήρχαν πια. Κουβάλησαν ως το τέλος της ζωής τους κρυμμένο τον πόνο μέσα τους, σε «αχ» μισοσβησμένα με σκυμμένο το κεφάλι, σε δάκρυα που κύλησαν μόνο πίσω από κλειστές πόρτες.
Μα κι αν βρέθηκε ένας δήμαρχος, ο Ι. Σμυρλής, που με την αρωγή λίγων ανθρώπων, συμβούλων και μη, έπραξε κατά τη θητεία του τα δέοντα, ώστε να αναγνωριστεί το συμβάν και να γίνει ένα μνημείο στον μαρτυρικό τόπο τη δεκαετία του ‘80, αυτό δε σημαίνει πως ο κόσμος της Κασσάνδρας τίμησε τους νεκρούς του κατά το δέον. Πολύ νωρίς, από τη δεκαετία του ’90, η επιμνημόσυνη εκδήλωση απαξιώθηκε και έγινε εμφανής η προσπάθεια να λησμονηθεί το γεγονός.
Αυτό που διαφοροποιεί τη μαζική εκτέλεση στην Κασσάνδρα από τις εκτελέσεις σε άλλους μαρτυρικούς τόπους την ίδια χρονική περίοδο από τους Γερμανούς κατακτητές είναι πως η εκτέλεση στην Κασσάνδρα δεν έγινε ως αντίποινα των Γερμανών, εφόσον δεν προηγήθηκε θάνατος Γερμανού ή άλλη δολιοφθορά, για να μαζέψουν οι Γερμανοί αμάχους στα τυφλά και να τους εξοντώσουν ως αντίποινα. Ήταν, δυστυχώς, άνδρες των ταγμάτων ασφαλείας της Κασσάνδρας αυτοί που ζήτησαν την εκτέλεση και υπέδειξαν αυτούς που «έπρεπε» να εκτελεστούν.
Είναι, επομένως, από τη μια η ντροπή και από την άλλη ο φόβος, που κράτησαν το γεγονός αυτό τόσα χρόνια στην αφάνεια και προσπαθούν ακόμα και σήμερα να το απαξιώσουν. Η πληγή πίσω από το γεγονός των εκτελέσεων και του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι τα συναισθήματα που αυτό το ίδιο το γεγονός προκάλεσε και προκαλεί. Από τη μια η ντροπή και από την άλλη ο φόβος.
Ντροπή, γιατί ήταν Έλληνες αυτοί που οδήγησαν Έλληνες μπροστά από το γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα. Ντροπή, γιατί φέρθηκαν πιο ναζιστικά από τους ίδιους τους ναζί. Ντροπή, γιατί συνέχιζαν να ζουν στον ίδιο χώρο, δίπλα από τις οικογένειες των θυμάτων τους. Ντροπή, που κουβάλησαν σ’ όλη τους τη ζωή και δυστυχώς την άφησαν κληρονομιά τους.
Κι από την άλλη φόβος. Φόβος γιατί ο «εχθρός» δεν έφυγε με την αποχώρηση των Γερμανών. Γιατί ο «εχθρός» ήταν εκεί, παρών, ατιμώρητος και επικίνδυνος.
Μπορεί η αλήθεια να διχάζει;
Όχι, η αλήθεια δε γίνεται να διχάζει. Η αλήθεια και η αποδοχή της μόνο τη λύτρωση μπορούν να φέρουν. Αυτή τη λύτρωση προσδοκούμε τώρα με το άνοιγμα των αρχείων και την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Οι νεκροί δεν έχουν ανάγκη από τη δική μας τιμή εκεί που βρίσκονται. Εμείς, ως κοινωνία και ως άτομα, έχουμε ανάγκη να τους τιμήσουμε για να αντικρύσουμε τη ζωή με καθαρή ματιά και ελπίδα.
Οι προδότες, αυτοί που χωρίς αιδώ υπηρέτησαν τους ναζί κατακτητές με περισσό ζήλο και έφτασαν ως το έγκλημα αυτό, κουβάλησαν το στίγμα και την ντροπή τους σ’ όλη τους τη ζωή και αυτή ήταν η τιμωρία τους. Οι απόγονοί τους δεν ευθύνονται για όσα εκείνοι έπραξαν. Ο καθένας είναι υπόλογος μόνο για τις δικές του πράξεις.
Και όλοι μας μόνο των δικών μας πράξεων το βάρος υποχρεούμαστε και δικαιούμαστε να σηκώνουμε.
*Ανίψια του απαγχονισμένου Κλεάνθη Πέγιου
Ήταν μόλις 4 μήνες πριν αρχίσουν οι Γερμανοί να εγκαταλείπουν τα Βαλκάνια για να αποφύγουν τον εγκλωβισμό τους, καθώς η τελική νίκη έγερνε προς τη μεριά των συμμάχων από το 1943, μετά τις ήττες που υπέστη ο «άξονας» αρχικά από τους Σοβιετικούς και λίγο αργότερα από τους υπόλοιπους συμμάχους στο μέτωπο της Β. Αφρικής.
Ήταν λίγους μήνες πριν αρχίσουν να φεύγουν οι Γερμανοί και μόλις 8 μήνες πριν την απελευθέρωση που πάνω από 70 οικογένειες στην Κασσάνδρα βυθίζονται στον πόνο και το πένθος. Πόνος και πένθος που δεν τους δόθηκε καν το δικαίωμα να εκφραστούν. Πόνος και πένθος που βιώνονταν βουβά για πολλά χρόνια, καθώς ο φόβος συνέχιζε να υπάρχει και μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Απόδειξη του αποσιωπηθέντος και κρυμμένου πένθους, του άλαλου και καταπνιγμένου πόνου είναι το γεγονός πως πέρασαν πάνω από 40 χρόνια για να τελεστεί το πρώτο μνημόσυνο των εκτελεσθέντων. Όλα αυτά τα χρόνια μόνο κρυφά οι μάνες των δολοφονηθέντων μπορούσαν ν’ ανάβουν κερί στην εκκλησιά. Ούτε εξόδιος ακολουθία για τους νέους αυτούς στο τελευταίο τους ταξίδι μετά την τόσο σύντομη και συνάμα τόσο βίαια και άδικα τερματισθείσα ζωή τους… Ούτε ένα μνήμα για να κλάψει η χαροκαμένη μάνα τον ήλιο της που τόσο αναίσχυντα της έσβησαν. Τα πρώτα δάκρυα που κύλησαν φανερά για τους νέους αυτούς ήταν των αδερφών τους 40 χρόνια μετά τη δολοφονία τους. Οι μάνες δεν υπήρχαν πια. Κουβάλησαν ως το τέλος της ζωής τους κρυμμένο τον πόνο μέσα τους, σε «αχ» μισοσβησμένα με σκυμμένο το κεφάλι, σε δάκρυα που κύλησαν μόνο πίσω από κλειστές πόρτες.
Μα κι αν βρέθηκε ένας δήμαρχος, ο Ι. Σμυρλής, που με την αρωγή λίγων ανθρώπων, συμβούλων και μη, έπραξε κατά τη θητεία του τα δέοντα, ώστε να αναγνωριστεί το συμβάν και να γίνει ένα μνημείο στον μαρτυρικό τόπο τη δεκαετία του ‘80, αυτό δε σημαίνει πως ο κόσμος της Κασσάνδρας τίμησε τους νεκρούς του κατά το δέον. Πολύ νωρίς, από τη δεκαετία του ’90, η επιμνημόσυνη εκδήλωση απαξιώθηκε και έγινε εμφανής η προσπάθεια να λησμονηθεί το γεγονός.
- Τι είναι όμως αυτό που η Κασσάνδρα δεν άντεχε τόσα χρόνια να αντικρύσει και ακόμα και σήμερα θέλει να ξεχάσει;
- Τι είναι αυτό που τόσα χρόνια κράτησε τα στόματα ερμητικά κλειστά;
- Ήταν οι εκτελεσθέντες θύματα των Γερμανών ναζί ή όχι;
- Γίνεται η αλήθεια να διχάζει και να φοβίζει;
Αυτό που διαφοροποιεί τη μαζική εκτέλεση στην Κασσάνδρα από τις εκτελέσεις σε άλλους μαρτυρικούς τόπους την ίδια χρονική περίοδο από τους Γερμανούς κατακτητές είναι πως η εκτέλεση στην Κασσάνδρα δεν έγινε ως αντίποινα των Γερμανών, εφόσον δεν προηγήθηκε θάνατος Γερμανού ή άλλη δολιοφθορά, για να μαζέψουν οι Γερμανοί αμάχους στα τυφλά και να τους εξοντώσουν ως αντίποινα. Ήταν, δυστυχώς, άνδρες των ταγμάτων ασφαλείας της Κασσάνδρας αυτοί που ζήτησαν την εκτέλεση και υπέδειξαν αυτούς που «έπρεπε» να εκτελεστούν.
Είναι, επομένως, από τη μια η ντροπή και από την άλλη ο φόβος, που κράτησαν το γεγονός αυτό τόσα χρόνια στην αφάνεια και προσπαθούν ακόμα και σήμερα να το απαξιώσουν. Η πληγή πίσω από το γεγονός των εκτελέσεων και του εγκλεισμού σε στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι τα συναισθήματα που αυτό το ίδιο το γεγονός προκάλεσε και προκαλεί. Από τη μια η ντροπή και από την άλλη ο φόβος.
Ντροπή, γιατί ήταν Έλληνες αυτοί που οδήγησαν Έλληνες μπροστά από το γερμανικό εκτελεστικό απόσπασμα. Ντροπή, γιατί φέρθηκαν πιο ναζιστικά από τους ίδιους τους ναζί. Ντροπή, γιατί συνέχιζαν να ζουν στον ίδιο χώρο, δίπλα από τις οικογένειες των θυμάτων τους. Ντροπή, που κουβάλησαν σ’ όλη τους τη ζωή και δυστυχώς την άφησαν κληρονομιά τους.
Κι από την άλλη φόβος. Φόβος γιατί ο «εχθρός» δεν έφυγε με την αποχώρηση των Γερμανών. Γιατί ο «εχθρός» ήταν εκεί, παρών, ατιμώρητος και επικίνδυνος.
Μπορεί η αλήθεια να διχάζει;
Όχι, η αλήθεια δε γίνεται να διχάζει. Η αλήθεια και η αποδοχή της μόνο τη λύτρωση μπορούν να φέρουν. Αυτή τη λύτρωση προσδοκούμε τώρα με το άνοιγμα των αρχείων και την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Οι νεκροί δεν έχουν ανάγκη από τη δική μας τιμή εκεί που βρίσκονται. Εμείς, ως κοινωνία και ως άτομα, έχουμε ανάγκη να τους τιμήσουμε για να αντικρύσουμε τη ζωή με καθαρή ματιά και ελπίδα.
Οι προδότες, αυτοί που χωρίς αιδώ υπηρέτησαν τους ναζί κατακτητές με περισσό ζήλο και έφτασαν ως το έγκλημα αυτό, κουβάλησαν το στίγμα και την ντροπή τους σ’ όλη τους τη ζωή και αυτή ήταν η τιμωρία τους. Οι απόγονοί τους δεν ευθύνονται για όσα εκείνοι έπραξαν. Ο καθένας είναι υπόλογος μόνο για τις δικές του πράξεις.
Και όλοι μας μόνο των δικών μας πράξεων το βάρος υποχρεούμαστε και δικαιούμαστε να σηκώνουμε.
*Ανίψια του απαγχονισμένου Κλεάνθη Πέγιου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου