Η μνήμη, η λήθη και η Κική Δημουλά
του Παντελή Μπουκάλα
«Πληκτικό.
Πάλι μνήμη πάλι λήθη.
Διαρκώς τις ίδιες λέξεις χρησιμοποιώ».
Οι στίχοι είναι της Κικής Δημουλά. Μ’ αυτούς άρχιζε το ποίημά της «Διερεύνηση» της συλλογής «Ανω τελεία» (2016). Ένα ποίημα αυτοελέγχου ή και αυτοσαρκασμού, αφού οι αναγνώστες που έχουν επισκεφθεί πράγματι το έργο της Δημουλά, και όχι σαν τουρίστες της φήμης που το συνόδευε από κάποια στιγμή κι έπειτα, αναγνώρισαν εξαρχής στα θεμέλια του ποιητικού της κόσμου τα ελκόμενα ετερώνυμα: τη μνήμη και τη λήθη. Οι τρεις επόμενοι στίχοι του ποιήματος, πάντως, ηχούν αυτοπαραμυθητικά, αν όχι ειρωνικά: «Κι ο βίος ο πολυλογάς / σ’ αυτές τις δύο λέξεις αρκείται / εντέλει, μνήμη και λήθη». Αν η μνήμη είναι δυναστικά ισχυρή μόνο στην ήπειρο της ποίησης, όχι στον καθ’ ημέραν βίο, η λήθη δεν είναι ποτέ τελεσίδικη, κι ας φαίνεται πως είναι. Δηλωτικός ως προς αυτό ο καταληκτικός στίχος του ποιήματος «Το γνήσιο», πάντα της «Ανω τελείας»: «Καθόλου περίεργο. Επιφανειακά ξεχνάς».
Στο έργο της Κικής Δημουλά, που εκτάθηκε σε επτά δεκαετίες, από το 1952 και μετά, κατακτώντας σταδιακά την αφηγηματική ιδιαιτερότητά του, σχεδόν αμέσως αναγνωρίσιμη πλέον, η μνήμη και η λήθη εμφανίζονται σαν φυσικές δυνάμεις. Παρά τη φαινομενική αντιπαλότητά τους, συμμαχούν για να υπηρετήσουν τη μόνιμη επιδίωξη της ποιήτριας να ξεκλέψει κάτι από το «ανείπωτο», να βγει τραυματισμένη μεν, πλην όχι αθεράπευτα από την επικράτεια της απώλειας, ή της συσσωρευόμενης «στάχτης». Το «αθεράπευτα», στην περίπτωση ενός ποιητή, άλλο δεν σημαίνει παρά την ηττημένη αποδοχή της ματαιότητας όχι του βίου μόνο αλλά και της ίδιας της ποίησης, η οποία επιχειρεί να τον ανασυντάξει, να τον ανακτήσει, να του δώσει νόημα.
Ορισμένα από τα καλλιτεχνικά επινοήματα της Δημουλά, στα οποία πιστώνεται ενδεχομένως ένα τμήμα της δημοτικότητάς της, απειλούν ενίοτε με τη λάμψη τους να δυσχεράνουν την αναγνώριση των γενέθλιων τόπων της ποίησής της: της απώλειας και της στάχτης: «Καλώ τη στάχτη με το συνθηματικό της όνομα. Όλα» ανακεφαλαίωνε τα αισθήματά της στο «Χαίρε ποτέ» (1988). Οι νεολογισμοί της όμως, οι μεταφορές, οι παρηχήσεις, τα ανακόλουθα, τα οξύμωρα, η αποδιαρθρωμένη σύνταξη, τα ανανταπόδοτα, η ουσιαστικοποίηση επιθέτων, η συστηματική προσωποποίηση που δίνει υπόσταση πλάσματος σε λέξεις, σε έννοιες και σε πράγματα, δεν είναι μια αναίτια και αλυσιτελής κατασκευή φαντασμαγορίας. Όλα αυτά, στη δυναμική συνομιλία τους, συγκρότησαν την ποιητική της ταυτότητα.
ΠΡΕΠΕΙ
Τηρώ, Χρέος,
το κατά δύναμιν τις εντολές σου
τα δύσκολα Πρέπει σου.
Υπάκουες δείχνουν οι σκέψεις
αλλά όρκο δεν παίρνω
μια και έχουν την άνεση
να παραβαίνουν εν κρυπτώ.
Αλλά τις πράξεις μου
πώς να τις δαμάσω;
Βγαίνουν έξω κόσμο συναντούν
γείτονες πειρασμούς
να μην κοντοσταθούν;
Μα φταίνε κι οι εντολές σου
ούτε πλήρεις ούτε ξεκάθαρες είναι.
Για παράδειγμα:
Πρέπει να είναι πιστή η αγάπη;
Κι αν δεν είναι, εμείς τι πρέπει;
με σταυρωμένα τα χέρια
ν' αγαπάμε;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου