Τρίτη, Φεβρουαρίου 25, 2020

Ο δίγλωσσος ...ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ

Ο ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ

Διήγημα
Gerontakos

Ο ΑΧΩΝΕΥΤΟΣ
Διήγημα
Στον Τριαντάφυλλο Μηταφίδη,
ός  μάλα πολλά πλάγχθη εν  ταις των φασιστών ειρκταίς
Στη γειτονιά ήρθαν πριν δέκα χρόνια. Έχτισαν ένα τρίπατο , στο ισόγειο αυτός και η γυναίκα του, στους ορόφους τα παιδιά τους, άντρας και γυναίκα, ανύπαντροι κι οι δυο.
Στριφνοί άνθρωποι και αγέλαστοι, δεν είχαν πάρε δώσε με κανένα ούτε καλημέρες -καλησπέρες. . Κανένας δεν ήξερε από πού κρατάει η σκούφια τους, ποιο το επάγγελμα του γέρου όταν εργαζόταν
Το σπίτι τους όλη μέρα μες στη σιωπή βουτηγμένο, στα παράθυρα του ισογείου βαριές κουρτίνες, αδιαπέραστες , λες κι είχανε παρατεταμένο  βαρύ πένθος.
Δυο φορές τη μέρα ο γέρος έβγαινε στο δρόμο με μια σκούπα, το πρωί , για να σαρώσει ό,τι σκουπίδι βρισκόταν πεταμένο σε ακτίνα δέκα μέτρων απ’ το σπίτι και τ’ απόγευμα για να κυνηγήσει τα παιδιά που ψευτόπαιζαν μπάσκετ.
Ήταν προφανές ότι ο άνθρωπος ήταν ψυχωτικός. Έπλενε  με τη μάνικα καθημερινά το δρόμο, κυνηγούσε με το μπαστούνι του τα σκυλιά και τις γάτες, έχοντας μονίμως στραμμένη  την πλάτη στους γείτονες  που περνούσαν από μπροστά του. 
Τρωγόταν με τα ρούχα του, μάνιαζε όταν έβλεπε ακαθαρσίες σκύλων έξω από την πόρτα του, έβριζε θεούς και δαίμονες. Στρεφόταν προς τις πολυκατοικίες που ορθώνονταν πάνω από τη χαμοκέλα του. « Να πάρετε τα βρομόζωά σας να χέζουν έξω από την πόρτα σας!» και «Θα σας δείξω εγώ!». Μερικές φορές κολλούσε χαρτιά ανορθόγραφα στο στύλο της ΔΕΗ, όπου απειλούσε με μηνύσεις όσους φιλόζωους δε θα έβαζαν στο εξής πάνα στο σκυλί τους.
Όπιος ξαναφέρει το σκύλο του
να κοπρήση μπροστα στη πόρτα μου

είναι απολήτηστος και θα του κάνω μίνυσιν
 Μια μέρα τσακώθηκε και με την Κούλα:
«Να μην ξαναπεράσεις από δω με το σκυλί σου!»
«Και ποιος είστε εσείς που θα ορίσετε από πού θα περνάω;»
«Αυτό που σου λέω! Μακριά από το σπίτι μου! Μας έχετε γ@@ήσει με τα σκ@@ά σας, χολέρα και πανούκλα θα πάθουμε …»
« Μιλάτε παράλογα , κύριε! Σε λάθος άνθρωπο απευθύνεστε. Μη γενικεύετε. Το σκυλί μου είναι εμβολιασμένο και επιπλέον βλέπετε τη σακούλα που κρατάω στα χέρια μου; Την έχω για να μαζεύω τις ακαθαρσίες  του.»
« Μου βγάζεις γλώσσα από πάνω;. Αυτό είναι θράσος! Θα με βγάλεις και τρελό ; Απ΄ό,τι ξέρω είσαι δασκάλα . Μπορείς να μου πεις , κυρία μου, τι  μαθαίνεις στα παιδιά σου , να ρυπαίνουν το χώρο;»
«Δε θα σας δώσω λόγο  για το τι μαθαίνω στους μαθητές μου, εσείς όμως με ποιο δικαίωμα με αποκαλείτε θρασεία ; Τι παριστάνετε , τον εισαγγελέα των ηθών;»
«Τα πρότυπα, κυρία μου, τα ζωντανά πρότυπα ! Όταν  οι άνθρωποι είναι χαλασμένοι , χαλάει και η κοινωνία. Διότι αν εσείς , που είστε το ζωντανό παράδειγμα στα παιδιά μας , συμπεριφέρεστε έτσι, τότε αυτά μαθαίνουν να θεωρούν την παρανομία φυσική.»
« Εσείς τι είστε , ο κήνσορας της ηθικής; Αφήστε τα μαθήματα κοινωνικής αγωγής και κοιτάξτε τη δουλειά σας, παρακαλώ! Και για να ‘χουμε καλό ρώτημα , δε σας ενοχλεί όλη αυτή η ασχήμια και η βρομιά γύρω σας, το άθλιο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, τα καημένα τα ζώα σας πειράζουν;».
Παρακολουθούσα απ’ το μπαλκόνι τη σκηνή, όπου έπινα τον πρωινό καφέ.
«Κούλα, ανέβα σε παρακαλώ επάνω, χάνεις τα λόγια σου με τον κύριο.»
Γύρισε το κεφάλι του προς τα πάνω.
«Μπα , βγήκε και ο ιππότης της ασφάλτου για συμπαράσταση τώρα; Σε προειδοποιώ: μάζεψε τη γυναίκα σου, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα!»
Τον αγνόησα προκλητικά. « Κούλα» , ρώτησα κοροϊδευτικά « η  Φλώρα έκανε τα τσισάκια της ;
«Αμέ!», απάντησε στο ίδιο ύφος
«Μπράβο, στο κορίτσι μας ! Τα κακάκια της;»
«Ουί!»
« Λαμπρά! Έλα τώρα επάνω, καλή μου, γιατί θ’ αργήσουμε στο ραντεβού μας. Έχουμε να συναντήσουμε κάποιους φυσιολογικούς ανθρώπους»
Έμεινε σύξυλος. Ώσπου να συνέλθει, η Κούλα είχε γίνει καπνός.
Τον ακούγαμε που μάνιαζε αρκετή ώρα έξω από την πόρτα του: " Θα σας δείξω εγώ, που το παίζετε ανώτεροι και μορφωμένοι. Ένα τίποτα είστε" . 
Τι να του ΄λεγες; Έτσι θα καταλήξουμε κι εμείς , σχολιάσαμε,  όταν γεράσουμε; Ψυχές  μαραγκιασμένες που γράφει ο ποιητής, κακά γεράματα πολλή χολή λέει ο λαός, ο θεός να δώσει να μη καταλήξουμε σαν κι αυτόν, τον αχώνευτο .
Τσουλούσαν  οι μέρες μεροδούλι - μεροφάι. Αλλά είχε μπει ο Απρίλης με τις ομορφιές του, λουλούδιασαν οι γλάστρες μας , μύριζε Άνοιξη  ορίτζιναλ , του χωριού,  και καθόμασταν  στο μπαλκόνι, έλυνα τα σταυρολεξάκια μου εγώ, η Κούλα δίπλα μου ζοριζόταν με το νέο έρωτά της, τα Sudoku, όταν έσκασε η πρώτη βόμβα: δηλητηριάστηκε η Κανέλα , μία πανέμορφη μπαστάρδω που τη συντηρούσε η γειτονιά με τα αποφάγια της και μας έφτιαχνε τη διάθεση με τις μαλαγανιές της.
«Methomyl, είπε ο κτηνίατρος που του την πήγαμε άρον άρον σε μια κουβέρτα , δε γίνεται τίποτα! Το φυτοφάρμακο είναι τόσο ισχυρό , που μια σταγόνα του μπορεί να σκοτώσει και ελέφαντα.». 
Οι υποψίες μας πέσανε αμέσως στον αχώνευτο της γειτονιάς αλλά πώς να αποδείξεις ένα φόνο , όταν στηρίζεσαι μόνο σε υποψίες;
Τρεις μέρες μετά , εξερράγη και η δεύτερη βόμβα, όταν ακόμη ένα ημίαιμο  βρέθηκε τέζα σε μια πιλοτή της οδού Αλαμάνας. Πάλι οι υποψίες μας έπεσαν πάνω σ΄αυτόν τον αχαΐρευτο, αλλά τρέχα να  το αποδείξεις .  Οι εικασίες δεν είναι επιχειρήματα, επομένως ... μηδέν εις το πηλίκον. 
Όμως  δεν πέρασε πολύς καιρός , είχε πλέον καλοκαιριάσει και μαζί με τις ζέστες ήρθε  και  στο σπίτι  το κακό , που, ως γνωστόν, δεν κάνει διακρίσεις αλλά του αρέσει να μπουκάρει παντού με διάφορες μορφές ακόμα και ως τσιχλόφουσκα μπαμπλ .
Σε μια  ασήμαντη  τσίχλα φώλιαζε ο χάρος για το σκυλί μας , απ’ αυτές τις ροζ που γεμίζουνε το στόμα και κάνουν φούσκες σαν  μπαλόνια . Στραγγίζει ο πιτσιρικάς ηδονικά τη γλυκιά ασπαρτάμη του κι ύστερα , αν δεν την κολλά κάτω από το θρανίο του, κάνει ένα φτου και την πετά στο δρόμο γελώντας νοερά με τα καντήλια που θα κατεβάσει ο κάτοχος της επερχόμενης σόλας.
Η δική μας όμως τσίχλα, η θανατερή, πριν την προλάβει το παπούτσι του διαβάτη, τράβηξε την προσοχή της σκυλίτσας μας μας , που ως γνωστό, αν δεν τη λέγαμε Φλώρα θα την είχαμε βαφτίσει Λαιμάργω. Αυτό ήταν! Κάνει ένα χλαπ η δύσμοιρη και την καταπίνει ως που να πεις κύμινο κι εγώ έμεινα αρχικά να την κοιτώ και ύστερα να την ψευτομαλώνω, μια και είμαι της ήπιας παιδαγωγικής στα νήπια , δεν την αντέχω τη βαριά. Πού να φανταστώ πως μία τσιχλίτσα μπορούσε να αποβεί μοιραία  σε μια ψυχούλα, που οι μόνοι της εχθροί ήταν οι φτερωτοί εχθροί που ενδημούν στη φύση;
Στην ώρα απάνω η Φλωρίτσα μας ήρθε και γονάτισε μπροστά μας , το στόμα μέσα στους αφρούς και τα ματάκια να μας κοιτούν, λίγη βοήθεια σας παρακαλώ, καλοί μου άνθρωποι! Αλλόφρονες τη μεταφέραμε στο κτηνιατρείο, εκεί δόθηκε η κρίσιμη μάχη, απ’ τη μια ορμούσε να την πάρει ο χάρος  κι από την άλλη ο γιατρός να τη φλομώνει στα εμετικά και στις καρδιοτονωτικές ενέσεις και δώσ΄του εγώ να  σκέφτομαι κρατήσου Φλώρα  κι η Κούλα να κλαίει το  "κορίτσι" της και να καταριέται το φονιά.
Κι ενώ η πάλη κρατούσε αμείωτη στα μαρμαρένια αλώνια του κτηνιατρείου, καταφθάνει ασθμαίνων στο ιατρείο ο  κύριος Νίκος  Νικολάου , γείτονας σιδηροδρομικός,  με τον Κίτσο του, ένα σετεράκι μούρλια, που ψυχομαχούσε στην αγκαλιά του.
«Τι έγινε, κυρ Νίκο;»
« Δεν ξέρω , κύριε Μανόλη. Τον είχα βγάλει βόλτα , κάτι πρέπει να έφαγε μες στο σκοτάδι, δε βλέπω εξάλλου καλά, σαν τσίχλα μου φάνηκε, σε μια ώρα σωριάστηκε χάμω μ’ αφρούς στο στόμα του.»
« Πολύ φαρμάκι στάζει η γειτονιά σας!» απεφάνθη ο γιατρός και έπεσε να γλιτώσει και το χαϊβάνι του κυρ Νίκου, τα πράματα όμως με τον Κίτσο του ήταν πολύ  πιο σκούρα από της Φλώρας μας, το ζώο τα κακάρωσε στο πιτς φιτίλι, σε λίγο τον ακολούθησε και το δικό μας  σκυλί .
Ξημέρωσε η  άλλη μέρα, στη γειτονιά και μας βρήκε όλους   τους φιλόζωους  επί ποδός πολέμου. Συζητήσεις και μυστικοσυμβούλια αλλεπάλληλα κατέληξαν στο τετράγωνο συμπέρασμα ότι φως φανάρι ποιος ήταν η αιτία του θανατικού, αλλά πώς να τα βάλεις με έναν κυανοπώγωνα- άσο στην προκάλυψη και την παραλλαγή; Πώς να στοιχειοθετήσεις προσωποποιημένη μήνυση εναντίον του , να πεις στον εισαγγελέα ότι αυτός είναι το κάθαρμα ,  ο δολοφόνος με τις τσίχλες!, θα σου τραβούσε διά του δικηγόρου του μια αεροπλανική κλωτσιά και θα προσγειωνόσουν στην ταράτσα του δικαστικού μεγάρου. Πέραν λοιπόν της κλασικής μήνυσης κατ’ αγνώστων και της καταγγελίας  με τις αφισέτες στους στύλους της ΔΕΗ, άλλο ουδέν δε θα μπορούσε να γίνει. 
Τη φάγαμε κανονικά και καθίσαμε στον άξονα της παράνοιας και πού σκυλί από δω και μπρος να κυκλοφορήσει στο δρόμο, καθόμασταν περίλυποι  στα μπαλκονάκια μας  , μας έβλεπε ασφαλώς ο γέρος πίσω από τις κουρτίνες και ασφαλώς θα γέλαγε με γέλιο σατανικό, χι, χι, χι, ο ανώμαλος…
Και περνούσαν οι μέρες  βουτηγμένες  στην κακοκεφιά , ώσπου  φτάσαμε στην αποφράδα μέρα της 21 του Απρίλη! Ποιος τη θυμόταν πια, θα μου πείτε ως αποφράδα μέρα πλην ημών που , που μαζί με τους ίδιους σιτεμένους φίλους είχαμε τάμα κάθε χρόνο να επισκεπτόμαστε  το Επταπύργιο , να καμαρώσουμε τις όμορφες σουίτες του , όπου είχανε φιλοξενηθεί κάμποσοι σύντροφοι . Δεν μπορούσαν να ξεχάσουν τα μαγευτικά μερόνυχτα που είχαν περάσει εκεί , τον υπέροχο φάλαγγα στις πατούσες , τις μεταλλικές αμπάρες των θαλάμων, για να προστατεύονται από τους τρομοκράτες οι ευπόληπτοι νοικοκυραίοι του έξω κόσμου, προπαντός εκείνο το ολόγλυκο παράγγελμα φύλακες γρηγορείτε! ανά δίωρο τη νύχτα , που τους νανούριζε στον ύπνο και τους έφερνε τα ωραία όνειρα. Τι βίτσιο κι αυτό, να τριγυρνούνε τα θύματα κι όχι οι θύτες στον τόπο του εγκλήματος! Είναι η μνήμη που κυλάει στις φλέβες τους  και δε λέει να ησυχάσει, έρχεται και τους  σέρνει πιάνοντας καθένα από το χέρι να περπατήσει στους χώρους που σημάδεψαν τα νιάτα του ,και πώς να ξεφύγει απ’ τα νιάτα του , στραβά κουτσά δικά του νιάτα ήταν, γίνεται;
Πήραμε ν’ ανηφορίζουμε την Ιπάτρου σιωπηλοί. Τα πολλά τα λόγια είναι φτώχεια σε τούτες τις στιγμές , μπροστά  τραβούσαν  ο Λεωνίδας και οι έτεροι Γεντικουλάδες, ακολουθούσαν  οι κοιλίτσες και τα προγούλια των μη φυλακισθέντων . Φτάνοντας στο ξέφωτο κοντοσταθήκαμε απορημένοι. Πλήθος ανθρώπων συνωστίζονταν μπροστά στην είσοδο του φρουρίου , κάτι σαν σύναξη από ΚΑΠΗ, όλο φαλάκρες και άσπρα μαλλιά, αλλά τα βλέμματά τους είχαν κάτι το αλλιώτικο, μια αγριάδα που σε πάγωνε, πρόσωπα συσπασμένα από αλλόκοτα τικ νευροπαθών ατόμων.
« Συγκέντρωση διαμαρτυρίας των παλαιών φυλάκων των δικαστικών φυλακών. Τους συμπαραστέκονται και η Χρυσή Αυγή…», είπε ο υπάλληλος της αρχαιολογικής υπηρεσίας που μας υποδέχτηκε στην πόρτα.
« Τι τα θέλετε κύριοι, δίκιο έχουν», πετάχτηκε ένας άλλος , μια ποντικόφατσα , που τον συντρόφευε στο θυρωρείο. «Τόσα χρόνια στην υπηρεσία της πατρίδας , με τόσα σκουλήκια που είχαν να κάνουν, δολοφόνους , πολιτικούς κρατούμενους, βιαστές, και τώρα στα γεράματα να παίρνουν τρεις κι εξήντα! Χώρια η δυσφήμιση ως το θάνατο, κάθαρμα! να σ’ ανεβάζουν , καθίκι! να σε κατεβάζουν . Αλλά τι να πεις, με τέτοιο αχάριστο κράτος που έχουμε , όλα να τα περιμένεις…».

Γυρίσαμε και κοιτάξαμε αποσβολωμένοι τη χουντοομήγυρη . Μπροστά μας ένας γέροντας σκάλιζε το μικρόφωνο, ετοιμαζόταν να εκφωνήσει λόγο, ποιος ξέρει τι θα έλεγε στους θρασύτατους, κάποια παραλλαγή ασφαλώς του εθνικόφρονος παραληρήματος εμείς που δώσαμε το αίμα μας για την πατρίδα, εμείς που.…
«Δεν το πιστεύω!», ακούστηκε η φωνή του Αντώνη. «Σύντροφοι, αν δε μ’ απατούν τα μάτια μου, αυτός εκεί μπροστά είναι ο Σφυρίχτρας!»
« Βεβαίως, ο Σφυρίχτρας είναι!», είπαν με μια φωνή οι άλλοι.
«Ποιος Σφυρίχτρας, βρε παιδιά;», απόρησα εγώ.
«Δεν ξέρεις το Σφυρίχτρα; Ε, τότε δεν ξέρεις, φίλε μου, τίποτα…», απάντησε ο Γιώργος Πυρπασίδης. «…Ο πιο σαδιστής δεσμοφύλακας που πέρασε ποτέ από το Γεντί Κουλέ! Ο φόβος και ο τρόμος των κρατουμένων ! Γυρνούσε με μια σφυρίχτρα μέρα νύχτα και μας έπαιρνε το κεφάλι. Πρώτα σφύριζε με το παραμικρό, φρρρ! ,γιατί , ρε σκύλε, δεν περπατάς ευθυτενώς στη γραμμή;, φρρρ! ,γιατί δεν μπαίνεις αμέσως στο κελί σου;, φρρρ! ,γιατί διαβάζεις στο κρεβάτι μετά το σιωπητήριο;, και μετά σε πλάκωνε με το καμουτσίκι του , κατέβαζε το παντελόνι σου και σου έκανε τον πισινό και τα ποδάρια σου σαν της ζέβρας…».
" Και για επιδόρπιο", συμπλήρωσε ο Κώστας, "έβγαινε τα βράδια απ΄ το Γεντί και καθάριζε σκυλιά με το υπηρεσιακό του, στις ερημιές του Σέιχ Σου. Για να ξαλαφρώνει, έλεγε, που δεν μπορούσε να σκοτώσει επισήμως τους κομουνιστές.."

Μου τον έδειξαν και κοκάλωσα. Ο αχώνευτος! Ο δολοφόνος με τις τσίχλες, η μαραγκιασμένη ψυχή! Το βρομερότερο των διπόδων επί της γης , το πιο διεστραμμένο πλάσμα της οικουμένης, ετοιμαζόταν να εκφωνήσει λόγο για τα  δικαιώματα της ρυπαρής συνομοταξίας του .
Gerontakos 







*Το διήγημα στην οριστική μορφή του   αναρτήθηκε  στο blog gerontakosblogspot.com , τον Νοέμβριο του 2019 και σε μετάφραση στο μεταφραστικό blog  του Βασίλη Μηλίτση diiphilo.blogspot.com, στις 24/2/2020
THE HOUNDS’ BANE

(CURMUDGEON)

Rendered by Vassilis C. Militsis


To Triantafyllos Mitafidis, who wandered full many ways in fascist jails


They came to the neighborhood ten years ago. They had a three-story house built; he and his wife took up the ground floor, leaving to their children – brother and sister, both single – the upper floors.

Ill-tempered and sullen, they had dealings with no one – not even the exchange of usual greetings. Nobody knew their family background, nor the old man’s profession before his retirement, and the neighbors had nothing to do with them – no greetings, or the usual familiarities. Their house was shrouded in silence all day long. The ground floor windows were hung by heavy, impenetrable curtains as if the tenants were in deep mourning.

Twice a day the old man came out in the street in the morning, a broom in hand, to sweep whatever litter was lying in an area ten meters from his house, and in the afternoon to chase the kids who played an improvised sort of basketball. It was obvious the man was a monomaniac. He washed the street with his hose, shooed off with his cane dogs and cats having his back permanently turned the neighbors and to people who passed by him. He was a moaning Minnie, raved when he saw dog poops outside his front door and grew berserk. He looked up at the apartment buildings that soared above his hovel: “You’d better have your filthy animals shit outside your own front doors!” and “I’ll show you!” Sometimes he even put up on the electricity pole misspelled notices, by which he threatened to sue those animal lovers, who from then on would not put diapers on their dogs:

Whoever brings his dog to shit at my door is unsivilized and I will seu him.

One day he had an argument with Koula, too.

“Don’t come by here again with your dog!”

“And who are you to tell me where to come by?”

“I’m telling you! Away from my house! You’ve fucked us with your filth; we’ll catch the plague and the cholera…”

“What you’re saying is preposterous, sir! You’re addressing the wrong person. Do not generalize. My dog has had the necessary shots and moreover you can see the bag in my hand. I’ve got it to pick up his stools”.

“Don’t give me that lip, too! Some cheek! Do you take me for a madman? From what I know, you’re a teacher, so can you tell me, madam, what do you teach your pupils? To be litterbugs?…”

“I won’t have to apologize to you what I teach my pupils; but you’ve got no right to call me cheeky. What do you pretend to be, the Vice?”.

“The standards, madam, the live standards! When people are rotten, society becomes corrupt. Because if you, as a living example to our children, behave in this way, then the kids learn to consider what’s illegal normal”.

“And who are you? The upholder of morality? You’d better leave off with your social conduct lessons and mind your own business, please! And let me ask you this: aren’t you disturbed by all this ugliness and filth around you, by these seedy surroundings we’re living in, and you find fault in our poor pets?”

I was watching the scene from the balcony, where I was enjoying my morning cup of coffee.

“Koula, please, come up because the wrangle with the gentleman leads nowhere”.

He turned up his head to look at me.

“Well, well, the Knight Rider has come to your support now! I’m warning you: Put some sense into your wife or we’ll be in a lot of trouble!”

“Has Flora taken her wee?” I asked my wife challengingly ignoring him.

“Yes!” she replied in the same air.

“Well done! Has our girl also gone potty?”

“Oui!”

“Splendid!” Now come up, my dear, or we’ll be late for our appointment. We have to meet some normal people”.

He stood there flabbergasted. By the time he came to, Koula had vanished into thin air.

We heard him raving for a long time at his front door: “I’ll show you for acting so superior and cultured, because you are a big naught”. What could we say to him? That’s what we’ll end up to when we grow old, we wondered. We felt sorry for him. Blighted souls the poet has written; miserable and choleric old age people say. God help us not to end up like this unlovable old man.

The days rolled on a life from hand-to-mouth. But April had set in, fair and beautiful, the flower pots were in bloom and there was a diffuse spring perfume in the air. The real spring of the countryside. We were sitting in the balcony. I was doing some crossword puzzles and Koula next to me, was toiling at her new hobby, her Sudokus when the first bomb exploded: Kanella, a beautiful mongrel, who was looked after by the neighbors with their left-overs and entertained us with her sweet antics, was poisoned. The vet we had taken her to in a hurry pronounced his verdict: “Methymol; we can do nothing! This pesticide is so potent that even a drop can kill an elephant”.

We immediately suspected the unlovable guy but how can you prove a murder solely upon circumstantial evidence?

Three days later the second bomb exploded: another half-breed was found stiff dead in the parking lot of a block of flats in Alamanas Street. Again our suspicions fell on the good-for-nothing scrounger but how could you prove it? You cannot build your arguments on mere guesswork; therefore, all came to naught. After a short time – summer weather set in with its heat waves - the bane, which does not distinguish doors but it likes to burst in everywhere in different forms, even as a bubble gum, burst into our house, too. In one insignificant chewing gum, the Grim Reaper lurked for our dog. It was one of those pink ones that fill the mouth and blow up like balloons. A little buster chews and after he has relished it draining it of its sweet aspartame, he spits it out with a phew on the street and mentally laughs with the oaths uttered by the prospective owner of the sole that steps on it.

The chewing gum that brought about our harm before being stepped by the shoe of a passer-by was the lethal one; it drew the attention of our bitch, which instead of Flora, she should have been called Glutton. That was it: with a gulp the fated dog swallowed it in a jiffy and at first I was just looking at her and then meekly scolding her as I am of a soft and instructive nature, having to do with preschool kids, and I cannot bear being hard. How could I imagine that a tiny chewing gum could be fatal to an innocent soul whose only foes were those winged ones that are endemic in nature?

Thereupon, our little Flora came kneeling in front of us, foaming at the mouth and her little eyes pleading; help me please, my good folks!

Distraught we carried her to the vet’s, where the critical battle was fought: on the one hand death was rushing to claim her, and on the other, the doctor priming her with vomitives and cardiotonic shots, while I was encouraging her hold on, Flora, and Koula weeping and cursing the murderer.

And while the wrestle with the Grim Reaper went on undiminished on the vet’s threshing floors* Mr. Nikolaou, a railway employee, came panting holding in his arms Kitsos, a charming setter in its death throes.

“What’s up, mister Niko?”

“No idea, mister Manoli. I’d taken him for a walk and he must have eaten something in the dark; my eyesight is poor but it seemed to me he ate some sort of chewing gum and in an hour he collapsed foaming at the mouth”.

“There’s a lot of poison spouting in your neighborhood!” observed the vet and he was doing his best to save mister Niko’s pet. His situation, however, was much worse than our Flora’ and the animal gave up the ghost right away; shortly afterwards our dog followed her fate, too.

The next day in the neighborhood found all the animal lovers preparing for war. Repeated discussions and secret councils boiled down to one clear conclusion: it was clear as day that the cause of the plague was only one and known; but how can you deal with a bluebeard – number one of prejudice and camouflage? How can you press charges against the rascal in question, how can you denounce him, plain and flat, to the D.A. as the chewing gum killer? He would have you legally and immediately land on the roof of the courthouse. Beyond lodging a formal complaint against persons unknown and the protest notices on the electricity poles, with the threat the one who murders our dogs shall be arrested and severely punished, nothing else could be done. We just chewed the fat and dared not walk our dogs in the street from then on. We were sadly sitting in our balconies and the old pervert must have been watching us behind his curtained windows and laughing with a satanic he, he, he!

The days succeeded one another and we were all in low spirits until we reached the accursed anniversary of the 21st of April – The Colonels’ Day! Now, you’ll tell me who remembered it as an accursed day but we, who, along with some matured friends, had made a pledge to pay a visit to the Yedi Kule1, to admire its beautiful suites, where in their youth they had had a free lodge; they could never forget the enchanting days and nights they had stayed there, the titillating thrashing they had received on their soles, the iron door bars of the cells, the purpose of which was to protect them from the reputable householders of terrorists of the outer world; and most of all the most musical command ­– Guards on the Alert – every two hours at night, a sweet lullaby that brought nice dreams in their slumbers.

That was real vice on our part: the victims being keen on returning to the crime scene instead of the perpetrator. It is the memory that flows in the veins without respite; it comes and pulls each victim by the hand obliging him to walk the places that had marked his youth – and how can you get away from your youth? – Either way it was your own youth. No way.

We silently started ascending Ipatrou Street. Talk is cheap at such moments. Leonidas led the way followed by the other ex-Yedi Kule inmates and those with their double chins and fat guts, who had not been imprisoned walked last. Reaching the clearing we paused in wonder. Crowds of people crammed in front of the fort entrance resembling an old age center gathering. You could see everywhere bald patches and white hair, but their regards evinced some strange savagery that sent a chill down your spine and their faces being contorted by odd neurotic tics.

“This is a protest gathering of ex-warders. They’re bolstered by the Golden Dawn…” said the archaeology clerk, who received us at the entrance.

“Whether you like it or not, gentlemen, they’re right!” chimed in another one, a mouse-faced, who was also at the door with the clerk. “They’ve been long years in the service of the country, having to deal with vermin such as killers, political dissenters, rapists and others, and now in their old age what do they get? Just a meager pension. Let alone the blemish on their reputation till they die to be called “scum” here and “stinkpot” there. But what can you expect from such an ungrateful state, you can expect anything…”

Dumfounded we turned our heads and stared at the junta clique. In front of us there was an old guy fidgeting with the mike, preparing to deliver a speech; who knew what he was going to tell his brassy colleagues. Perhaps some delirious version of such jingoism as we who have shed our blood for our fatherland, we who… Then suddenly Antonis exclaimed: “I don’t believe it! Comrades, if I’m not mistaken, that guy over there in front is the Whistleblower!” “Certainly, that’s him, the Whistleblower!” the rest averred in unison.

“But who is this Whistleblower, you guys?” I wondered. “Don’t you know the Whistleblower? Then you don’t know nothin’, my friend…” replied George Pyrpassidis. “He’s the most sadistic warder ever to serve at Yedi Kule! He was the holy terror of the inmates! He used to go about, night and day, blowing a whistle that made our heads split. At first he blew his whistle: frrr! Eh you dog, why don’t you march upright in the line? frrr! Why do you take so long in getting into your cell? frrr! Why are you still reading in bed after lights out? And then he wielded his whip on you, he even made you lower your pants and made your bottom and the back of your legs look like a zebra’s…”

“And the best of it”, rejoined Kostas, “he used to go out of Yedi Kule at night and kill off with his department issue gun the stray dogs in the wastes of Șeyh Su forest2…in this way, he said, he gave vent to his hatred in killing of dogs instead of communists, whom he was not officially allowed to kill”

They pointed him to me and I froze. The Hound’s Bane! Our repulsive neighbor! The chewing gum killer, the blighted soul! He was going to deliver a speech about…. his rights! The most squalid biped beast on earth, the most warped creature in the world. He was preparing to deliver a speech to uphold the rights of his filthy gang.

Gerontakos
gerontakosblogspot.coms
Rendered by Vassilis C. Militsis
1.     Yedi Kule (Eptapyrgion in Greek) means seven towers in Turkish and was built in the Byzantine Era. In 1890 the Turks built a prison upon the ruins of the old fortification. The Greeks also used this prison until 1989. During the junta period (1967 – 1974) the place hosted political dissenters along with the other criminals.
2.     Șeyh Su (in Turkish Skeikh’s Water) is a pine forest in the north of Thessaloniki.
* From The Death of Digenes Byzantine Folk Lays: “…he challenges me to wrestle upon the marble threshing floors…” which represent the struggle of a hero with Death.

 
















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Ο άνθρωπος με το γκρι κοστούμι / The Man in the Gray Flannel Suit (1956): ένας υποδειγματικός άνθρωπος...

The Man in the Gray Flannel Suit (1956) online ελληνικούς υπότιτλους (greek subs) Ο Τομ Ραθ ζει στο Κονέκτικατ και χρησιμοποιεί καθημερινά τ...