tvxs.gr
9-11 λεπτά
Ενώ το υπουργείο Παιδείας σπεύδει ασμένως να αντιστοιχίσει πτυχίο πέντε εξαμήνων από ιδιωτικό κολέγιο με πτυχίο πενταετούς φοιτήσεως από δημόσιο ΑΕΙ, ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να συζητήσει αυτό το Σαββατοκύριακο τους λόγους της ήττας του στις πρόσφατες εκλογές. Μπορεί να φαίνεται περίεργο, αλλά τα δυο θέματα έχουν άμεση σχέση: η αλλαγή κυβέρνησης προκάλεσε ήδη ζημιά στο κοινωνικό κράτος και ιδιαίτερα στην Παιδεία. Γι’ αυτό ακριβώς, η ανάλυση των αιτίων που οδήγησαν στη νίκη της Νέας Δημοκρατίας έχει μεγάλη σημασία. Ό,τι συνέβη τον Ιούλιο του 2019 δεν πρέπει να συμβεί στις επόμενες εκλογές.
Το πόρισμα που αναλύει τα αίτια της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ φέρει την υπογραφή τριών «δημογερόντων» της Αριστεράς: του Γιάννη Δραγασάκη, του Θοδωρή Δρίτσα και του Αριστείδη Μπαλτά. Από την ομάδα αυτή περιμένει κανείς πολλά, δηλαδή συστηματικότητα, βάθος ανάλυσης και πάντως μια αισθητή διαφορά από όσα τετριμμένα ή προσχηματικά έχουν ήδη λεχθεί.
Το πόρισμα είναι πράγματι συστηματικά γραμμένο και αποδίδει την εκλογική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ σε έξι συγκεκριμένους λόγους. Πρώτος και κύριος λόγος είναι το Μνημόνιο που αναγκάστηκε να υπογράψει η κυβέρνηση Τσίπρα με τους Θεσμούς. Η διατύπωση που υιοθετείται στο κείμενο για να περιγραφεί το γεγονός αυτό έχει ενδιαφέρον. Όπως λένε οι συντάκτες του, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει, «ακυρώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από Μνημόνια». Με άλλα λόγια, πέρα από τις οδυνηρές συνέπειες των μνημονιακών μέτρων, οι Δραγασάκης-Δρίτσας-Μπαλτάς υποστηρίζουν ότι το γεγονός και μόνο της υπογραφής ενός νέου Μνημονίου αντικειμενικά δημιούργησε ένα χάσμα ανάμεσα στην πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και το κύριο προεκλογικό αφήγημα που είχε προβάλλει ως αντιπολίτευση.
Η διαπίστωση αυτή ευσταθεί. Το τρίτο Μνημόνιο δεν ήταν όμως ένα «ατύχημα» που μας προέκυψε στον δρόμο. Ήταν, πρώτα απ’ όλα, συνέπεια μιας λανθασμένης εκτίμησης των προθέσεων και της στρατηγικής που είχαν οι δανειστές. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να έχει μετρήσει πιο σωστά τους συσχετισμούς πριν την κλιμάκωση της σύγκρουσης το πρώτο εξάμηνο του 2015. Θα μπορούσε επίσης να έχει αποφύγει το δημοψήφισμα ή, εναλλακτικά, να έχει προετοιμάσει τον κόσμο και να έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα, αν, όπως υποστήριζαν ορισμένοι, υπήρχε πράγματι στα υπ’ όψιν ένα συνεκτικό σχέδιο Β’. Στην πραγματικότητα, τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε -παρά μόνο ως υπαινιγμός και «αριστερή bravado». Το μόνο που υπήρχε ήταν το σχέδιο μιας σκληρής διαπραγμάτευσης, με απώτερο –αλλά αβέβαιο- στόχο την άρση των μνημονιακών περιορισμών.
Ο προγραμματικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 βασίστηκε σε μια σειρά περιστασιακών στοιχείων. Είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία (δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων, ξένη αρθρογραφία, πληροφορίες και «πληροφορίες» από αδιαβάθμητης αξιοπιστίας πηγές) που παρέθεταν οι επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που τους ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι, ερμηνεύοντας τις ακριτομύθειες και τα διφορούμενα του Ντράγκι και του Ολάντ ως σημάδια μιας επικείμενης υποχώρησης εκ μέρους των δανειστών. Υπεύθυνος για τις λανθασμένες αυτές εκτιμήσεις δεν είναι (μόνο) ο Βαρουφάκης –ο οποίος μάλιστα ως ένα σημείο διατηρούσε μια ορατή απόσταση από τον κομματικό «κορμό». Υπεύθυνο εν όλω και εν συνόλω για τις προγραμματικές αστοχίες είναι το τότε οικονομικό επιτελείο του κόμματος.
Για να είμαστε ακριβείς και ακριβοδίκαιοι: ο Βαρουφάκης (που σε άλλους άρεσε και σε άλλους όχι) και ο (εξαιρετικός από κάθε άποψη) Θεοχαράκης κλήθηκαν να υποβοηθήσουν μια πολιτική που εν πολλοίς είχε ήδη εκπονηθεί. Επομένως, ό,τι συνέβη το καλοκαίρι του 2015 δεν ήταν μια «ατυχής συγκυρία», ούτε συνέπεια της ναρκισσιστικής συμπεριφοράς του τέως υπουργού οικονομικών, αλλά η τελική κατάληξη επιλογών που είχαν άλλο όνομα και επώνυμο. Είναι αυτό ακριβώς που αρνείται να δει και να πει το πόρισμα που συζητάμε. Μπορεί οι διαπιστώσεις που γίνονται στο κείμενο να είναι γενικά σωστές, αλλά απέχουν πολύ από μια σε βάθος ανάλυση και πιάνουν την ιστορία στη μέση. Άλλωστε, ο,οτιδήποτε άλλο θα ήταν έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, αφού τουλάχιστον ένας εκ των συντακτών του πορίσματος, ο Γιάννης Δραγασάκης, είναι στην συγκεκριμένη περίπτωση και κριτής και κρινόμενος.
Πάμε όμως σε ένα δεύτερο σημαντικό θέμα. Κι οι πέτρες γνωρίζουν ότι, παρ’ όλες τις ματαιώσεις και το πένθος, η διαπραγματευτική ήττα του 2015 δεν ήταν από μόνη της η αιτία για ό,τι συνέβη μετά, και ιδιαίτερα για την εκλογική αποτυχία του 2019. Ο κόσμος ξαναψήφισε ΣΥΡΙΖΑ το φθινόπωρο του 2015. Επομένως, το σοκ που προκάλεσε η υπογραφή του Μνημονίου μετά το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος δεν ήταν καθοριστικό. Καθοριστικές ήταν οι συνέπειες της εφαρμογής του: οι περικοπές, οι φόροι και κυρίως η συνέχιση μιας κλιμακούμενης αβεβαιότητας για το μέλλον.
Στο πόρισμα που θα συζητηθεί στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ γράφεται ότι «το κεντρικό αφήγημα της ΝΔ περί ανάπτυξης, περί επενδύσεων, περί φορολογικής ελάφρυνσης και τα συναφή δεν αντιμετωπίστηκε με την καταλυτική κριτική που απαιτούσε, ώστε να οικοδομηθεί πειστικά και κατ’ αντιδιαστολήν η δική μας στρατηγική στόχευση και προοπτική». Ο κάθε νοήμων πολίτης καταλαβαίνει από τα συμφραζόμενα ότι αυτή είναι μια εύσχημη εισαγωγή, που παραπέμπει ευθέως στα υπερπλεονάσματα.
Για το θέμα αυτό ισχύει περίπου ό,τι είπαμε στην αρχή για το Μνημόνιο: η συγκεκριμένη πολιτική δεν ήταν μονόδρομος. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έκρινε ότι θα έπρεπε να καλύψει και να υπερβεί τις μνημονιακές δεσμεύσεις, βάζοντας υποθήκη για μια γενναία ρύθμιση του χρέους και δημιουργώντας μια «καβάντζα» εν όψει εξόδου στις αγορές. Η υπερφορολόγηση ήταν μια κάποια λύση, γιατί, όχι μόνο αντιμετώπιζε τις δημοσιονομικές ανάγκες και τις δανειακές υποχρεώσεις, αλλά έδινε ταυτόχρονα κι ένα μικρό περιθώριο αναδιανομής προς όφελος των πολύ αδυνάτων. Με βάση όμως αυτή την επιλογή, που τώρα απαριθμείται στο πόρισμα ως μια βασική αιτία της εκλογικής ήττας, αποξενώθηκαν τα μεσοστρώματα. Καλές οι «μέσες λύσεις», αλλ’ όπως λένε επί του προκειμένου οι Αμερικανοί, «you can’t have it both ends»!
Τέλος, ορθά επισημαίνεται στο πόρισμα Δραγασάκη-Δρίτσα-Μπαλτά ότι ένας ακόμη λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε στις εκλογές ήταν (τι ειρωνεία!) οι προεκλογικές παροχές. Το σχετικό εδάφιο αναφέρει ότι «οι προεκλογικές παροχές, όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων. Δηλαδή κάτι σαν προσβολή της αξιοπρέπειας ακόμη και πολλών από εκείνους που θα ωφελούνταν».
Παροχολογία και υποκλίσεις στις συντεχνίες και τα τοπικιστικά λόμπυ υπήρξαν όντως πριν τις εκλογές. Η αυτοκριτική σε αυτό το σημείο είναι λοιπόν χρήσιμη για το μέλλον. Προσοχή όμως: το λάθος αυτό –που είχαν εγκαίρως επισημάνει οι πιο γειωμένοι και πιο γήϊνοι εξ ημών- δεν ήταν «στιγμιαίο». Οι προεκλογικές παροχές και οι «εξυπηρετήσεις» για να αλλάξει το κλίμα ήταν η φυσική κατάληξη μιας πολιτικής, που ξεκίνησε με την λανθασμένη εκτίμηση των συσχετισμών στην Ευρωζώνη, συνεχίστηκε με την αποτυχία της διαπραγμάτευσης και την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου και προεκτάθηκε στην υλοποίηση του και τα υπερπλεονάσματα. Όλα αυτά έχουν μια αιτιώδη σχέση μεταξύ τους και δεν μπορούν να απομονωθούν το ένα απ’ το άλλο, όσο κι αν προσπαθήσουν ο πολυμήχανος Γιάννης Δραγασάκης κι μάστορας του λόγου που λέγεται Αριστείδης Μπαλτάς.
Με όλο τον σεβασμό στο σχήμα και τα πρόσωπα: μπορεί οι «δημογέροντες» του ΣΥΡΙΖΑ να εντοπίζουν έξι βασικούς λόγους για τους οποίους χάθηκαν οι εκλογές, ο αντίλογος όμως στις θέσεις τους αφορά ένα μόνο θέμα: την έλλειψη πολιτικής οξυδέρκειας και διαχειριστικής επάρκειας στον αδυσώπητο πόλεμο που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με μια πανίσχυρη πολιτικο-οικονομική ελίτ. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 διέθετε πράγματι το πιο αξιόλογο οικονομικό επιτελείο που έχει συγκροτήσει ποτέ ελληνικό κόμμα μετά τη μεταπολίτευση. Όμως, περίσσεψαν στην πρώτη φάση ο βολονταρισμός και στη δεύτερη το άγχος μιας επικείμενης ήττας.
Και μόνο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί τώρα να κάνει μια αποτίμηση των λαθών του, ενώ ταυτόχρονα αποπειράται να διευρυνθεί, είναι μεγάλο βήμα. Όσο όμως η ηγετική του ομάδα συνεχίζει να λέει μισόλογα για να προστατεύσει τα του οίκου της, τόσο η πολιτική αξιοπιστία της θα παραμένει στα ίδια. Όσο διστάζει να κάνει μια αναλυτική και πλήρως τεκμηριωμένη αυτοκριτική, τόσο η ποιότητα του πολιτικού της λόγου θα υποβαθμίζεται. Και όσο, αντί να συζητάει με οραματική αυθάδεια το μέλλον ασχολείται με τις καρέκλες, τόσο θα δυσκολεύεται να βρει μυαλωμένους και ανιδιοτελείς συνοδοιπόρους.
Οι επόμενες εκλογές μπορεί να γίνουν πιο γρήγορα απ’ ό,τι προβλέπεται. Για να προλάβω λοιπόν διάφορα πονηρά -ή κουτοπόνηρα- που μπορεί να περνάνε απ’ το μυαλό, οφείλω να επισημάνω το εξής: όσοι ξέρουν καλά τη δουλειά λένε ότι τα ώριμα φρούτα δεν προλαβαίνουν να πέσουνε απ’ το δέντρο. Τα κόβουν εγκαίρως εκείνοι που έχουν μάτια να δουν, παραμερίζοντας τις κλάρες και κοιτώντας προσεχτικά ανάμεσα τα φυλλώματα!
9-11 λεπτά
Ενώ το υπουργείο Παιδείας σπεύδει ασμένως να αντιστοιχίσει πτυχίο πέντε εξαμήνων από ιδιωτικό κολέγιο με πτυχίο πενταετούς φοιτήσεως από δημόσιο ΑΕΙ, ο ΣΥΡΙΖΑ προτίθεται να συζητήσει αυτό το Σαββατοκύριακο τους λόγους της ήττας του στις πρόσφατες εκλογές. Μπορεί να φαίνεται περίεργο, αλλά τα δυο θέματα έχουν άμεση σχέση: η αλλαγή κυβέρνησης προκάλεσε ήδη ζημιά στο κοινωνικό κράτος και ιδιαίτερα στην Παιδεία. Γι’ αυτό ακριβώς, η ανάλυση των αιτίων που οδήγησαν στη νίκη της Νέας Δημοκρατίας έχει μεγάλη σημασία. Ό,τι συνέβη τον Ιούλιο του 2019 δεν πρέπει να συμβεί στις επόμενες εκλογές.
Το πόρισμα που αναλύει τα αίτια της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ φέρει την υπογραφή τριών «δημογερόντων» της Αριστεράς: του Γιάννη Δραγασάκη, του Θοδωρή Δρίτσα και του Αριστείδη Μπαλτά. Από την ομάδα αυτή περιμένει κανείς πολλά, δηλαδή συστηματικότητα, βάθος ανάλυσης και πάντως μια αισθητή διαφορά από όσα τετριμμένα ή προσχηματικά έχουν ήδη λεχθεί.
Το πόρισμα είναι πράγματι συστηματικά γραμμένο και αποδίδει την εκλογική αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ σε έξι συγκεκριμένους λόγους. Πρώτος και κύριος λόγος είναι το Μνημόνιο που αναγκάστηκε να υπογράψει η κυβέρνηση Τσίπρα με τους Θεσμούς. Η διατύπωση που υιοθετείται στο κείμενο για να περιγραφεί το γεγονός αυτό έχει ενδιαφέρον. Όπως λένε οι συντάκτες του, η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποχωρήσει, «ακυρώνοντας έτσι εν τοις πράγμασι την κύρια διάσταση της μέχρι τότε πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία είχε αναδείξει ως κύριο αιτούμενο το να απαλλαγεί η χώρα από Μνημόνια». Με άλλα λόγια, πέρα από τις οδυνηρές συνέπειες των μνημονιακών μέτρων, οι Δραγασάκης-Δρίτσας-Μπαλτάς υποστηρίζουν ότι το γεγονός και μόνο της υπογραφής ενός νέου Μνημονίου αντικειμενικά δημιούργησε ένα χάσμα ανάμεσα στην πολιτική που ακολουθούσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και το κύριο προεκλογικό αφήγημα που είχε προβάλλει ως αντιπολίτευση.
Η διαπίστωση αυτή ευσταθεί. Το τρίτο Μνημόνιο δεν ήταν όμως ένα «ατύχημα» που μας προέκυψε στον δρόμο. Ήταν, πρώτα απ’ όλα, συνέπεια μιας λανθασμένης εκτίμησης των προθέσεων και της στρατηγικής που είχαν οι δανειστές. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να έχει μετρήσει πιο σωστά τους συσχετισμούς πριν την κλιμάκωση της σύγκρουσης το πρώτο εξάμηνο του 2015. Θα μπορούσε επίσης να έχει αποφύγει το δημοψήφισμα ή, εναλλακτικά, να έχει προετοιμάσει τον κόσμο και να έχει λάβει τα κατάλληλα μέτρα, αν, όπως υποστήριζαν ορισμένοι, υπήρχε πράγματι στα υπ’ όψιν ένα συνεκτικό σχέδιο Β’. Στην πραγματικότητα, τέτοιο σχέδιο δεν υπήρχε -παρά μόνο ως υπαινιγμός και «αριστερή bravado». Το μόνο που υπήρχε ήταν το σχέδιο μιας σκληρής διαπραγμάτευσης, με απώτερο –αλλά αβέβαιο- στόχο την άρση των μνημονιακών περιορισμών.
Ο προγραμματικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ μετά το 2012 βασίστηκε σε μια σειρά περιστασιακών στοιχείων. Είναι αυτά ακριβώς τα στοιχεία (δηλώσεις ευρωπαίων αξιωματούχων, ξένη αρθρογραφία, πληροφορίες και «πληροφορίες» από αδιαβάθμητης αξιοπιστίας πηγές) που παρέθεταν οι επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ κάθε φορά που τους ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι, ερμηνεύοντας τις ακριτομύθειες και τα διφορούμενα του Ντράγκι και του Ολάντ ως σημάδια μιας επικείμενης υποχώρησης εκ μέρους των δανειστών. Υπεύθυνος για τις λανθασμένες αυτές εκτιμήσεις δεν είναι (μόνο) ο Βαρουφάκης –ο οποίος μάλιστα ως ένα σημείο διατηρούσε μια ορατή απόσταση από τον κομματικό «κορμό». Υπεύθυνο εν όλω και εν συνόλω για τις προγραμματικές αστοχίες είναι το τότε οικονομικό επιτελείο του κόμματος.
Για να είμαστε ακριβείς και ακριβοδίκαιοι: ο Βαρουφάκης (που σε άλλους άρεσε και σε άλλους όχι) και ο (εξαιρετικός από κάθε άποψη) Θεοχαράκης κλήθηκαν να υποβοηθήσουν μια πολιτική που εν πολλοίς είχε ήδη εκπονηθεί. Επομένως, ό,τι συνέβη το καλοκαίρι του 2015 δεν ήταν μια «ατυχής συγκυρία», ούτε συνέπεια της ναρκισσιστικής συμπεριφοράς του τέως υπουργού οικονομικών, αλλά η τελική κατάληξη επιλογών που είχαν άλλο όνομα και επώνυμο. Είναι αυτό ακριβώς που αρνείται να δει και να πει το πόρισμα που συζητάμε. Μπορεί οι διαπιστώσεις που γίνονται στο κείμενο να είναι γενικά σωστές, αλλά απέχουν πολύ από μια σε βάθος ανάλυση και πιάνουν την ιστορία στη μέση. Άλλωστε, ο,οτιδήποτε άλλο θα ήταν έξω από τα ανθρώπινα μέτρα, αφού τουλάχιστον ένας εκ των συντακτών του πορίσματος, ο Γιάννης Δραγασάκης, είναι στην συγκεκριμένη περίπτωση και κριτής και κρινόμενος.
Πάμε όμως σε ένα δεύτερο σημαντικό θέμα. Κι οι πέτρες γνωρίζουν ότι, παρ’ όλες τις ματαιώσεις και το πένθος, η διαπραγματευτική ήττα του 2015 δεν ήταν από μόνη της η αιτία για ό,τι συνέβη μετά, και ιδιαίτερα για την εκλογική αποτυχία του 2019. Ο κόσμος ξαναψήφισε ΣΥΡΙΖΑ το φθινόπωρο του 2015. Επομένως, το σοκ που προκάλεσε η υπογραφή του Μνημονίου μετά το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος δεν ήταν καθοριστικό. Καθοριστικές ήταν οι συνέπειες της εφαρμογής του: οι περικοπές, οι φόροι και κυρίως η συνέχιση μιας κλιμακούμενης αβεβαιότητας για το μέλλον.
Στο πόρισμα που θα συζητηθεί στην Κεντρική Επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ γράφεται ότι «το κεντρικό αφήγημα της ΝΔ περί ανάπτυξης, περί επενδύσεων, περί φορολογικής ελάφρυνσης και τα συναφή δεν αντιμετωπίστηκε με την καταλυτική κριτική που απαιτούσε, ώστε να οικοδομηθεί πειστικά και κατ’ αντιδιαστολήν η δική μας στρατηγική στόχευση και προοπτική». Ο κάθε νοήμων πολίτης καταλαβαίνει από τα συμφραζόμενα ότι αυτή είναι μια εύσχημη εισαγωγή, που παραπέμπει ευθέως στα υπερπλεονάσματα.
Για το θέμα αυτό ισχύει περίπου ό,τι είπαμε στην αρχή για το Μνημόνιο: η συγκεκριμένη πολιτική δεν ήταν μονόδρομος. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έκρινε ότι θα έπρεπε να καλύψει και να υπερβεί τις μνημονιακές δεσμεύσεις, βάζοντας υποθήκη για μια γενναία ρύθμιση του χρέους και δημιουργώντας μια «καβάντζα» εν όψει εξόδου στις αγορές. Η υπερφορολόγηση ήταν μια κάποια λύση, γιατί, όχι μόνο αντιμετώπιζε τις δημοσιονομικές ανάγκες και τις δανειακές υποχρεώσεις, αλλά έδινε ταυτόχρονα κι ένα μικρό περιθώριο αναδιανομής προς όφελος των πολύ αδυνάτων. Με βάση όμως αυτή την επιλογή, που τώρα απαριθμείται στο πόρισμα ως μια βασική αιτία της εκλογικής ήττας, αποξενώθηκαν τα μεσοστρώματα. Καλές οι «μέσες λύσεις», αλλ’ όπως λένε επί του προκειμένου οι Αμερικανοί, «you can’t have it both ends»!
Τέλος, ορθά επισημαίνεται στο πόρισμα Δραγασάκη-Δρίτσα-Μπαλτά ότι ένας ακόμη λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε στις εκλογές ήταν (τι ειρωνεία!) οι προεκλογικές παροχές. Το σχετικό εδάφιο αναφέρει ότι «οι προεκλογικές παροχές, όσο δίκαιες, μετρημένες και δικαιολογημένες κι αν ήταν, δεν προφυλάχθηκαν από το να εκληφθούν από αρκετούς ως οιονεί εξαγορά ψήφων. Δηλαδή κάτι σαν προσβολή της αξιοπρέπειας ακόμη και πολλών από εκείνους που θα ωφελούνταν».
Παροχολογία και υποκλίσεις στις συντεχνίες και τα τοπικιστικά λόμπυ υπήρξαν όντως πριν τις εκλογές. Η αυτοκριτική σε αυτό το σημείο είναι λοιπόν χρήσιμη για το μέλλον. Προσοχή όμως: το λάθος αυτό –που είχαν εγκαίρως επισημάνει οι πιο γειωμένοι και πιο γήϊνοι εξ ημών- δεν ήταν «στιγμιαίο». Οι προεκλογικές παροχές και οι «εξυπηρετήσεις» για να αλλάξει το κλίμα ήταν η φυσική κατάληξη μιας πολιτικής, που ξεκίνησε με την λανθασμένη εκτίμηση των συσχετισμών στην Ευρωζώνη, συνεχίστηκε με την αποτυχία της διαπραγμάτευσης και την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου και προεκτάθηκε στην υλοποίηση του και τα υπερπλεονάσματα. Όλα αυτά έχουν μια αιτιώδη σχέση μεταξύ τους και δεν μπορούν να απομονωθούν το ένα απ’ το άλλο, όσο κι αν προσπαθήσουν ο πολυμήχανος Γιάννης Δραγασάκης κι μάστορας του λόγου που λέγεται Αριστείδης Μπαλτάς.
Με όλο τον σεβασμό στο σχήμα και τα πρόσωπα: μπορεί οι «δημογέροντες» του ΣΥΡΙΖΑ να εντοπίζουν έξι βασικούς λόγους για τους οποίους χάθηκαν οι εκλογές, ο αντίλογος όμως στις θέσεις τους αφορά ένα μόνο θέμα: την έλλειψη πολιτικής οξυδέρκειας και διαχειριστικής επάρκειας στον αδυσώπητο πόλεμο που έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ με μια πανίσχυρη πολιτικο-οικονομική ελίτ. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015 διέθετε πράγματι το πιο αξιόλογο οικονομικό επιτελείο που έχει συγκροτήσει ποτέ ελληνικό κόμμα μετά τη μεταπολίτευση. Όμως, περίσσεψαν στην πρώτη φάση ο βολονταρισμός και στη δεύτερη το άγχος μιας επικείμενης ήττας.
Και μόνο το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί τώρα να κάνει μια αποτίμηση των λαθών του, ενώ ταυτόχρονα αποπειράται να διευρυνθεί, είναι μεγάλο βήμα. Όσο όμως η ηγετική του ομάδα συνεχίζει να λέει μισόλογα για να προστατεύσει τα του οίκου της, τόσο η πολιτική αξιοπιστία της θα παραμένει στα ίδια. Όσο διστάζει να κάνει μια αναλυτική και πλήρως τεκμηριωμένη αυτοκριτική, τόσο η ποιότητα του πολιτικού της λόγου θα υποβαθμίζεται. Και όσο, αντί να συζητάει με οραματική αυθάδεια το μέλλον ασχολείται με τις καρέκλες, τόσο θα δυσκολεύεται να βρει μυαλωμένους και ανιδιοτελείς συνοδοιπόρους.
Οι επόμενες εκλογές μπορεί να γίνουν πιο γρήγορα απ’ ό,τι προβλέπεται. Για να προλάβω λοιπόν διάφορα πονηρά -ή κουτοπόνηρα- που μπορεί να περνάνε απ’ το μυαλό, οφείλω να επισημάνω το εξής: όσοι ξέρουν καλά τη δουλειά λένε ότι τα ώριμα φρούτα δεν προλαβαίνουν να πέσουνε απ’ το δέντρο. Τα κόβουν εγκαίρως εκείνοι που έχουν μάτια να δουν, παραμερίζοντας τις κλάρες και κοιτώντας προσεχτικά ανάμεσα τα φυλλώματα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου