Γιώργος Αυγερόπουλος: «Ο καθένας στην Ευρώπη κοιτάζει τα συμφέροντα του. Πού είναι ο ανθρωπισμός σε αυτή την εξίσωση;»
Θεοδόσης Μίχος
Το «AGORA II – Δεσμώτες» είναι μια ταινία ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους
που αναφέρεται στα πέντε τελευταία χρόνια της ζωής μας. Το γυρίσματα
ξεκίνησαν το 2015 και τελείωσαν πρόσφατα. Έχει να κάνει με την πολιτική,
κοινωνική και οικονομική κατάσταση που βιώσαμε αυτά τα χρόνια. Είχα την
τύχη να έχω στα χέρια μου ένα εξαιρετικό υλικό -για παράδειγμα από τις
διαπραγματεύσεις του 2015, με πάρα πολύ καλή πρόσβαση πίσω από τις
κλειστές πόρτες των Βρυξελλών- και να ζω την αγωνία και την ένταση κάθε
στιγμής. Αυτή η καταγραφή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια, όχι μόνο
στο πολιτικό πεδίο, αλλά και στο κοινωνικό, όπου παρακολούθησα, μαζί με
τους συνεργάτες μου, συγκεκριμένους ανθρώπους σε βάθος χρόνου. Μόνο έτσι
βλέπεις πώς μεταλλάσσονται οι άνθρωποι, τι τους συμβαίνει. Μια
εξαιρετική γυναίκα, για παράδειγμα, η Λία από τη Θεσσαλονίκη, άνεργη
όπως και ο άντρας της, ο οποίος φεύγει πρώτος και πηγαίνει στη Γερμανία,
σιγά σιγά ακολουθεί κι εκείνη, κάνει μαθήματα γερμανικών, ξηλώνει όλο
το σπίτι, κλαίει…
Είναι ένα έργο που θα έλεγα ότι λειτουργεί ως αντίδοτο στη λήθη, μας θυμίζει πάρα πολλά πράγματα, τα οποία ζήσαμε όλοι μας. Νομίζω ότι είναι ένα βαρύ έργο για εμάς, για τους Έλληνες ειδικά. Δηλαδή στο εξωτερικό το αντιμετωπίζουν όλο αυτό κάπως σαν «κοίτα να δεις τι συνέβη σε αυτή τη χώρα τα τελευταία χρόνια». Αλλά για εμάς είναι πολύ πιο σκληρό.
Είναι η δεύτερη ταινία μου για την ελληνική κρίση, προηγήθηκε η ταινία «AGORA Ι – Από τη Δημοκρατία στις Αγορές». Το νέο ντοκιμαντέρ είναι η συνέχεια. Δηλαδή έχω καταγράψει όλη τη δεκαετία της ελληνικής κρίσης. Ίσως αυτό να αποδειχτεί χρήσιμο για τις μελλοντικές γενιές -για να μην ξεχάσουν και να μπορέσουν να αντλήσουν χρήσιμα συμπεράσματα από τη συγκεκριμένη δεκαετία- και ενδεχομένως για τους μελετητές. Ένα τεκμήριο ιστορικής μνήμης είναι πάντα χρήσιμο γιατί συμπυκνώνει την ιστορία, εν προκειμένω μέσω μια οπτικοακουστικής καταγραφής.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την πρόσβαση που είχα και την παρουσία μου στα κρίσιμα Eurogroup και όχι μόνο, μπορώ να πω ότι είχα συνείδηση της ιστορικότητας των στιγμών. Υπήρχαν στιγμές που δεν πίστευα κι εγώ ο ίδιος όσα κατέγραφα με την κάμερα. Πολλές φορές ήταν επώδυνο. Διότι είσαι απλά παρατηρητής, δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα. Υπήρξαν πράγματα που διάβασα είκοσι μέρες ή ένα μήνα μετά γραμμένα λάθος, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν πρόσβαση. Τους είχα πει -και αυτό ήταν η αλήθεια- ότι εγώ κάνω ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους που θα διαρκέσει πολλά χρόνια, μια μακροχρόνια καταγραφή. Επομένως δεν ήμουν εκεί για την ειδησεογραφία της στιγμής, κι αν ήθελα να δω τα πράγματα καθαρά, έπρεπε να έχω κατά τη μεγάλη εικόνα και να περιμένω.
Πιστεύω ότι είναι μία από τις πιο δύσκολες ταινίες που έχω κάνει, γιατί έχει πάρα πολλά επίπεδα. Και χρονικά αλλά και επίπεδα που έχουν να κάνουν με διαφορετικές ιστορίες που σχετίζονται με την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, που έπρεπε να δέσουν ώστε να δίνουν στο θεατή ένα ομογενοποιημένο σύνολο. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι σχετικά με την παραγωγή. Κατά τα άλλα, δύσκολο ήταν και το πολιτικό κομμάτι, γιατί έπρεπε να είμαι τόσο κοντά στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη ώστε να μπορώ να τους κινηματογραφώ, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά για να μπορώ να βλέπω καθαρά.
Πολλές φορές αισθανόμουν ότι περπατούσα πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, χρειάστηκαν πάρα πολλοί λεπτοί χειρισμοί και ισορροπίες. Δύσκολο ήταν φυσικά και το υπόλοιπο κομμάτι που ζήσαμε όλοι μας, της μακροχρόνιας παρατήρησης των ανθρώπων, των χαρακτήρων δηλαδή που ακολουθούσα μέσα στο χρόνο. Έπρεπε να είμαι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, μέρα νύχτα, να είμαι δίπλα τους. Έπρεπε, πώς να το πω, να είμαι παντού, συνεχώς σε μια κατάσταση ετοιμότητας.
Είναι ένα έργο που έχει γυριστεί σε Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, ΗΠΑ και Ολλανδία. Εκτός από την κατηγορία των talking heads, όπως λέγονται, -Τσίπρας, Βαρουφάκης, Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM, Λαρς Φελντ της Επιτροπής Σοφών της Γερμανίας, Μοσκοβισί, Σαπέν, ο αμερικανός υπουργός εξωτερικών Τζακ Λιου, μεταξύ άλλων- είναι και οι απλοί άνθρωποι που μιλάνε στην κάμερα. Για παράδειγμα το ζευγάρι των προσφύγων από τη Συρία, δύο εξαιρετικά παιδιά. Ήταν 26 και 24 ετών αντίστοιχα όταν τους πρωτοσυνάντησα στη Λέσβο τη «μέρα μηδέν», όταν έφτασαν με μία από τις κλασικές, μεγάλες, πλαστικές, μαύρες βάρκες. Από τότε τους ακολούθησα μέχρι τον τελικό τους προορισμό. Ήμουν σχεδόν κάθε μέρα μαζί τους.
Στο ντοκιμαντέρ υπάρχει και ο Ζακ Κωστόπουλος, τον οποία γνώρισα όπως ο περισσότερος κόσμος. Όταν έγινε το λιντσάρισμά του κοντά στην Ομόνοια, έμεινα με το στόμα ανοιχτό, δεν το πίστευα ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί στην Αθήνα. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ ενδεικτική περίπτωση για το πώς αντιδράει και το προς τα πού βαδίζει η κοινωνία μας. Συντηρητικοποιείται και εκφασίζεται αργά και σταθερά. Από το πουθενά άνοιξε το θέμα των εκτρώσεων ξαφνικά. Τέτοια πράγματα έβλεπα στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του ’90, όταν ταξίδευα με τη σύντροφο μου, και γελάγαμε πικρά. Γιατί αυτό το θέμα στην Ελλάδα το είχαμε αφήσει πίσω. Το είχαμε λύσει. Και τώρα ξαφνικά βγαίνει ξανά στην επιφάνεια κι ο κόσμος αρχίζει να το συζητάει. Αντιδρούν κιόλας κάποιοι γιατί κατέβηκαν οι αφίσες από το μετρό κι αυτό, λένε, είναι αντιδημοκρατικό. Μα είναι ψηφισμένος νόμος του κράτους. Πάλι τα ίδια θα συζητάμε; Σχετικά, τώρα, με τον Ζακ Κωστόπουλο, όταν έλεγα σε ξένους φίλους, που δεν έχουν σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, για παράδειγμα σε έναν εξαιρετικό Γερμανό ντοκιμαντερίστα, ότι στο κέντρο της Αθήνας λιντσαρίστηκε ένας άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο, γύρισε και μου είπε το εξής: εμείς γιατί δεν το είδαμε αυτό στα γερμανικά δελτία ειδήσεων;
Από τότε που άρχισε η κρίση, αυτός ο λαός φτώχυνε, διαλύθηκε, χλευάστηκε, τόλμησε κάποια στιγμή να ελπίζει ότι το πράγμα θα μπορούσε να αλλάξει, έκανε έφοδο στον ουρανό, ηττήθηκε, συμβιβάστηκε, πάλεψε σκληρά να επιβιώσει, μετανάστευσε και πλέον έχει περάσει από την εποχή του ιδεαλισμού στην εποχή του ρεαλισμού. Αυτό έχει γίνει. Είναι η πορεία ενός λαού που πέρασε από χίλια κύματα και πλέον συντηρητικοποιείται αργά και σταθερά. Από την εποχή της εφόδου στον ουρανό, στην εποχή της υπερκανονικότητας. Δώστε μου υπερκανονικότητα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Προφανώς η κρίση έχει τελειώσει μόνο στα χαρτιά. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ πιστώνονται το γεγονός ότι όντως έβγαλαν τη χώρα από τα μνημόνια. Κάτι που ήθελαν οι Ευρωπαίοι, γιατί σήμανε και το τέλος της «ευρω-κρίσης». Τυπικά όλα αυτά. Κι όλοι χειροκρότησαν. Αλλά τα ερείπια και οι πληγές που έχουν μείνει πίσω θα κάνουν πολλά χρόνια να επουλωθούν. Και δεν ξέρω αν ορισμένες από τις πληγές θα επουλωθούν ποτέ.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί μας ζητάνε κάτι εφόσον ξέρουν ότι θα αποτύχουμε, αυτό δηλαδή αναρωτιέμαι όχι μόνο εγώ ή εσύ αλλά και οι Αμερικανοί, ο υπουργός και ο υφυπουργός οικονομικών, οι οποίοι θεωρούν ότι το θέμα της Ελλάδας δεν έχει κλείσει, ότι αυτό που ζητείται από είναι ανέφικτο. Τόσο απλά. Το ζητάνε όμως αφενός γιατί ίσως να πιστεύουν ότι μία στο εκατομμύριο μπορεί να γίνει θαύμα, και από την άλλη γιατί είναι της λογικής «ντάξει μωρέ, κάν’το τώρα να κλείσει η ιστορία, να πούμε ότι τελείωσε η κρίση, να πιστωθούμε αυτό το γεγονός, και θα δούμε στο μέλλον, το 2060 είναι μακριά. Η τωρινή κυβέρνηση πηγαίνει και διαπραγματεύεται τα πρωτογενή πλεονάσματα. Και καλά κάνει.
Πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι να ζεις, όπως λένε κάποιοι, χωρίς δανεικά, αλλά να παράγει η οικονομία σου περισσότερα απ’ όσα ξοδεύει. Μπράβο. Αυτό θέλουμε όλοι. Αυτό που λέω εγώ είναι ότι δε μπορεί μία οικονομία επί σαράντα συναπτά έτη να παράξει μόνο πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν έχει συμβεί σε καμία άλλη δημοκρατική χώρα του πλανήτη.
Μία από τις πιο δύσκολες στιγμές των γυρισμάτων ήταν όταν είχε μόλις τελειώσει το Eurogroup της 27ης Ιουνίου 2015. Θυμίζω ότι ο Τσίπρας είχε μόλις προκηρύξει δημοψήφισμα. Πηγαίνουν την επόμενη μέρα στο Eurogroup ο Βαρουφάκης και ο Τσακαλώτος, τους πιάνουν απ’ τα μούτρα οι εταίροι και τους λένε: έχετε αποχωρήσει μονομερώς από τις διαπραγματεύσεις, το δημοψήφισμα μεταφράζεται σε ναι ή όχι στο ευρώ. Τους ζήτησαν, μάλιστα, να φύγουν από τη συνεδρίαση. Ήταν θυελλώδες αυτό το Eurogroup. Κατάφερα να το ακούσω από μια χαραμάδα. Κυριολεκτικά. Ήμουν στη διπλανή αίθουσα και μία γυψοσανίδα δεν εφάρμοζε καλά, με αποτέλεσμα να περνάει ο ήχος πεντακάθαρα, σαν το Ηρώδειο. Κάθισα εκεί δύο ώρες ακίνητος, ακούγοντάς τους να είναι λάβροι απέναντι μας. Θλιβερή λεπτομέρεια ότι ο Κύπριος ήταν βασιλικότερος του βασιλέως. Τελειώνει λοιπόν η συνεδρίαση, ανεβαίνουν οι Έλληνες πάνω κι ενημερώνει ο Βαρουφάκης τον Δραγασάκη. Έβλεπες πραγματικά τον κόσμο της ελληνικής αντιπροσωπείας σε τρομερή ανησυχία. Κάποιοι έκλαιγαν. Υπήρχε απίστευτη ένταση. Όλοι καταλάβαιναν ότι το πράγμα είχε χτυπήσει σε τοίχο. Φαντάσου ότι όταν έφυγε η ελληνική αντιπροσωπεία το απόγευμα της 27ης για να γυρίσει στην Αθήνα, ο κόσμος αποχαιρετιόταν σαν να είχαν τελειώσει τα πάντα.
Δεν ξέρει κανείς τι θα γινόταν αν βγαίναμε από το ευρώ. Είναι κάτι που θα μείνει για πάντα αναπάντητο. Θα ήμασταν καλύτερα τώρα; Θα ήμασταν χειρότερα τώρα; Η Βενεζουέλα, πάντως, είναι ατυχές παράδειγμα για να χρησιμοποιείται προς σύγκριση. Είναι προτιμότερο το παράδειγμα της Αργεντινής, που κατέρρευσε οικονομικά κι έκανε μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-πέσο. Η ιστορία έδειξε ότι η Αργεντινή οχτώ χρόνια μετά την κατάρρευση της είχε ανάπτυξη που πλησίαζε το 8%, με προοδευτική κυβέρνηση. Το 2011, δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση, ξαναπήγα στην Αργεντινή και είδα μια χώρα να έχει επανέλθει στην κανονικότητα, με τα ενοίκια στα ύψη και άλλα πράγματα που βλέπουμε στην ελληνική καθημερινότητα. Μετά ανέλαβε η δεξιά κυβέρνηση του Μακρι, για να τα λέμε όλα, που ξανάβαλε τη χώρα στο Δ.Ν.Τ, κι αυτή τη στιγμή η Αργεντινή αντιμετωπίζει πάλι κίνδυνο πτώχευσης. Οπότε ας σταματήσουμε να πιπιλάμε την καραμέλα της Βενεζουέλα. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την Ελλάδα. Μιλάμε για χώρες που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση και ο κόσμος αναπαράγει τις σαχλαμάρες που διαβάζει στα social media.
Η Ευρώπη είναι ενωμένη σε ό,τι έχει να κάνει με το ευρώ, αυτό και τέλος. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις υποτιθέμενες θεμελιώδεις αξίες της, αυτό έχει πάει περίπατο εδώ και πάρα πολύ καιρό. Είναι ξεκάθαρο ότι η κάθε χώρα κοιτάει να προστατέψει τα δικά της συμφέροντα. Η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε κούρεμα του χρέους, με το οποίο συμφωνούσε το Δ.Ν.Τ και οι Αμερικάνοι αλλά εναντιώνονταν οι Ευρωπαίοι. Γύρισε σε μένα ο Σαπέν και είπε εντάξει, να το κουρέψουμε το χρέος αλλά αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θα το πληρώσουν, άρα δηλαδή θα πληρώσουν και Γάλλοι;
Ο καθένας στην Ευρώπη κοιτάζει τα συμφέροντα του, κάτι που είδαμε πολύ καθαρά και με το προσφυγικό. Στην πραγματικότητα δηλαδή πρόκειται για μία οικονομική ένωση, με ένα κοινό νόμισμα. Προσωπικά, επειδή νιώθω Ευρωπαίος πολίτης, θα ήθελα κάτι πολύ παραπάνω. Αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στον ορίζοντα δυστυχώς. Βλέπω αυτό που βλέπουμε όλοι: η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός και όλες αυτές οι θεμελιώδεις αξίες πάνω στις οποίες υποτίθεται ότι βασίστηκε η Ένωση, δεν υπάρχουν πια. Αυτό που υπάρχει είναι το χρήμα. Και με αυτό προσπαθούν να κάνουν τον Ερντογάν να κλείσει την κάνουλα και να μη στέλνει πρόσφυγες. Με αυτά τα λεφτά προσπαθούν να κάνουν εμάς να κρατήσουμε όλους τους πρόσφυγες στο έδαφος μας. Που είναι ο ανθρωπισμός μέσα σε όλη αυτή την εξίσωση;
Είναι ένα έργο που θα έλεγα ότι λειτουργεί ως αντίδοτο στη λήθη, μας θυμίζει πάρα πολλά πράγματα, τα οποία ζήσαμε όλοι μας. Νομίζω ότι είναι ένα βαρύ έργο για εμάς, για τους Έλληνες ειδικά. Δηλαδή στο εξωτερικό το αντιμετωπίζουν όλο αυτό κάπως σαν «κοίτα να δεις τι συνέβη σε αυτή τη χώρα τα τελευταία χρόνια». Αλλά για εμάς είναι πολύ πιο σκληρό.
Είναι η δεύτερη ταινία μου για την ελληνική κρίση, προηγήθηκε η ταινία «AGORA Ι – Από τη Δημοκρατία στις Αγορές». Το νέο ντοκιμαντέρ είναι η συνέχεια. Δηλαδή έχω καταγράψει όλη τη δεκαετία της ελληνικής κρίσης. Ίσως αυτό να αποδειχτεί χρήσιμο για τις μελλοντικές γενιές -για να μην ξεχάσουν και να μπορέσουν να αντλήσουν χρήσιμα συμπεράσματα από τη συγκεκριμένη δεκαετία- και ενδεχομένως για τους μελετητές. Ένα τεκμήριο ιστορικής μνήμης είναι πάντα χρήσιμο γιατί συμπυκνώνει την ιστορία, εν προκειμένω μέσω μια οπτικοακουστικής καταγραφής.
Σε ό,τι έχει να κάνει με την πρόσβαση που είχα και την παρουσία μου στα κρίσιμα Eurogroup και όχι μόνο, μπορώ να πω ότι είχα συνείδηση της ιστορικότητας των στιγμών. Υπήρχαν στιγμές που δεν πίστευα κι εγώ ο ίδιος όσα κατέγραφα με την κάμερα. Πολλές φορές ήταν επώδυνο. Διότι είσαι απλά παρατηρητής, δεν μπορείς να κάνεις απολύτως τίποτα. Υπήρξαν πράγματα που διάβασα είκοσι μέρες ή ένα μήνα μετά γραμμένα λάθος, αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω γιατί θα πρόδιδα την εμπιστοσύνη των ανθρώπων που με εμπιστεύτηκαν και μου έδωσαν πρόσβαση. Τους είχα πει -και αυτό ήταν η αλήθεια- ότι εγώ κάνω ένα ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους που θα διαρκέσει πολλά χρόνια, μια μακροχρόνια καταγραφή. Επομένως δεν ήμουν εκεί για την ειδησεογραφία της στιγμής, κι αν ήθελα να δω τα πράγματα καθαρά, έπρεπε να έχω κατά τη μεγάλη εικόνα και να περιμένω.
Πιστεύω ότι είναι μία από τις πιο δύσκολες ταινίες που έχω κάνει, γιατί έχει πάρα πολλά επίπεδα. Και χρονικά αλλά και επίπεδα που έχουν να κάνουν με διαφορετικές ιστορίες που σχετίζονται με την πολιτική, την κοινωνία, την οικονομία, που έπρεπε να δέσουν ώστε να δίνουν στο θεατή ένα ομογενοποιημένο σύνολο. Αυτό ήταν το πιο δύσκολο κομμάτι σχετικά με την παραγωγή. Κατά τα άλλα, δύσκολο ήταν και το πολιτικό κομμάτι, γιατί έπρεπε να είμαι τόσο κοντά στον Τσίπρα και τον Βαρουφάκη ώστε να μπορώ να τους κινηματογραφώ, αλλά ταυτόχρονα και τόσο μακριά για να μπορώ να βλέπω καθαρά.
Πολλές φορές αισθανόμουν ότι περπατούσα πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί, χρειάστηκαν πάρα πολλοί λεπτοί χειρισμοί και ισορροπίες. Δύσκολο ήταν φυσικά και το υπόλοιπο κομμάτι που ζήσαμε όλοι μας, της μακροχρόνιας παρατήρησης των ανθρώπων, των χαρακτήρων δηλαδή που ακολουθούσα μέσα στο χρόνο. Έπρεπε να είμαι έτοιμος, ανά πάσα στιγμή, μέρα νύχτα, να είμαι δίπλα τους. Έπρεπε, πώς να το πω, να είμαι παντού, συνεχώς σε μια κατάσταση ετοιμότητας.
Είναι ένα έργο που έχει γυριστεί σε Ελλάδα, Βέλγιο, Γαλλία, ΗΠΑ και Ολλανδία. Εκτός από την κατηγορία των talking heads, όπως λέγονται, -Τσίπρας, Βαρουφάκης, Κλάους Ρέγκλινγκ του ESM, Λαρς Φελντ της Επιτροπής Σοφών της Γερμανίας, Μοσκοβισί, Σαπέν, ο αμερικανός υπουργός εξωτερικών Τζακ Λιου, μεταξύ άλλων- είναι και οι απλοί άνθρωποι που μιλάνε στην κάμερα. Για παράδειγμα το ζευγάρι των προσφύγων από τη Συρία, δύο εξαιρετικά παιδιά. Ήταν 26 και 24 ετών αντίστοιχα όταν τους πρωτοσυνάντησα στη Λέσβο τη «μέρα μηδέν», όταν έφτασαν με μία από τις κλασικές, μεγάλες, πλαστικές, μαύρες βάρκες. Από τότε τους ακολούθησα μέχρι τον τελικό τους προορισμό. Ήμουν σχεδόν κάθε μέρα μαζί τους.
Στο ντοκιμαντέρ υπάρχει και ο Ζακ Κωστόπουλος, τον οποία γνώρισα όπως ο περισσότερος κόσμος. Όταν έγινε το λιντσάρισμά του κοντά στην Ομόνοια, έμεινα με το στόμα ανοιχτό, δεν το πίστευα ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να συμβεί στην Αθήνα. Νομίζω ότι είναι πάρα πολύ ενδεικτική περίπτωση για το πώς αντιδράει και το προς τα πού βαδίζει η κοινωνία μας. Συντηρητικοποιείται και εκφασίζεται αργά και σταθερά. Από το πουθενά άνοιξε το θέμα των εκτρώσεων ξαφνικά. Τέτοια πράγματα έβλεπα στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του ’90, όταν ταξίδευα με τη σύντροφο μου, και γελάγαμε πικρά. Γιατί αυτό το θέμα στην Ελλάδα το είχαμε αφήσει πίσω. Το είχαμε λύσει. Και τώρα ξαφνικά βγαίνει ξανά στην επιφάνεια κι ο κόσμος αρχίζει να το συζητάει. Αντιδρούν κιόλας κάποιοι γιατί κατέβηκαν οι αφίσες από το μετρό κι αυτό, λένε, είναι αντιδημοκρατικό. Μα είναι ψηφισμένος νόμος του κράτους. Πάλι τα ίδια θα συζητάμε; Σχετικά, τώρα, με τον Ζακ Κωστόπουλο, όταν έλεγα σε ξένους φίλους, που δεν έχουν σχέση με την ελληνική πραγματικότητα, για παράδειγμα σε έναν εξαιρετικό Γερμανό ντοκιμαντερίστα, ότι στο κέντρο της Αθήνας λιντσαρίστηκε ένας άνθρωπος με αυτόν τον τρόπο, γύρισε και μου είπε το εξής: εμείς γιατί δεν το είδαμε αυτό στα γερμανικά δελτία ειδήσεων;
Από τότε που άρχισε η κρίση, αυτός ο λαός φτώχυνε, διαλύθηκε, χλευάστηκε, τόλμησε κάποια στιγμή να ελπίζει ότι το πράγμα θα μπορούσε να αλλάξει, έκανε έφοδο στον ουρανό, ηττήθηκε, συμβιβάστηκε, πάλεψε σκληρά να επιβιώσει, μετανάστευσε και πλέον έχει περάσει από την εποχή του ιδεαλισμού στην εποχή του ρεαλισμού. Αυτό έχει γίνει. Είναι η πορεία ενός λαού που πέρασε από χίλια κύματα και πλέον συντηρητικοποιείται αργά και σταθερά. Από την εποχή της εφόδου στον ουρανό, στην εποχή της υπερκανονικότητας. Δώστε μου υπερκανονικότητα, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό.
Προφανώς η κρίση έχει τελειώσει μόνο στα χαρτιά. Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ πιστώνονται το γεγονός ότι όντως έβγαλαν τη χώρα από τα μνημόνια. Κάτι που ήθελαν οι Ευρωπαίοι, γιατί σήμανε και το τέλος της «ευρω-κρίσης». Τυπικά όλα αυτά. Κι όλοι χειροκρότησαν. Αλλά τα ερείπια και οι πληγές που έχουν μείνει πίσω θα κάνουν πολλά χρόνια να επουλωθούν. Και δεν ξέρω αν ορισμένες από τις πληγές θα επουλωθούν ποτέ.
«Ο καθένας στην Ευρώπη κοιτάζει τα συμφέροντα του. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μία οικονομική ένωση, με ένα κοινό νόμισμα. Προσωπικά, επειδή νιώθω Ευρωπαίος πολίτης, θα ήθελα κάτι πολύ παραπάνω. Η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός και όλες αυτές οι θεμελιώδεις αξίες πάνω στις οποίες υποτίθεται ότι βασίστηκε η Ένωση, δεν υπάρχουν πια. Αυτό που υπάρχει είναι το χρήμα.»Αυτό που έχει προδιαγραφεί για την Ελλάδα είναι ότι μέχρι το 2060 η χώρα δεν θα πρέπει να παρουσιάσει ποτέ έλλειμμα, αλλά να είναι πάντα πλεονασματική, κάτι που δεν έχει γίνει πουθενά αλλού στον κόσμο. Δεν το έχει καταφέρει κανένα άλλο κράτος. Δεν το λέω εγώ, το λέει στο ντοκιμαντέρ ο Λαρς Φελντ, μέλος της επιτροπής σοφών της γερμανικής οικονομίας. Κι έρχεται ο Κλάους Ρέγκλινγκ να τον διαψεύσει on camera λέγοντας μου: κοίταξε να δεις, αυτό δεν είναι σωστό, πολλές χώρες, σαν την Ιταλία, τη Φινλανδία, το Βέλγιο, τα κατάφεραν. Για να δούμε λοιπόν, σκέφτομαι μετά, αν έχει δίκιο. Έκανα ένα απλό fact checking και διαπίστωσα ότι μου έλεγε ψέματα μέσα στα μούτρα. Όλες οι κανονικές χώρες του πλανήτη έχουν κάποια χρόνια πλεονάσματα και κάποια χρόνια ελείμματα. Το αναφέρω όλο αυτό για να καταλαβαίνει ο κόσμος ότι ακόμη και άνθρωποι υποτιθέμενου θεσμικού κύρους, ψεύδονται ασύστολα. Κάτι που βλέπουμε πολύ συχνά και στα δελτία ειδήσεων.
Εύλογα αναρωτιέται κανείς γιατί μας ζητάνε κάτι εφόσον ξέρουν ότι θα αποτύχουμε, αυτό δηλαδή αναρωτιέμαι όχι μόνο εγώ ή εσύ αλλά και οι Αμερικανοί, ο υπουργός και ο υφυπουργός οικονομικών, οι οποίοι θεωρούν ότι το θέμα της Ελλάδας δεν έχει κλείσει, ότι αυτό που ζητείται από είναι ανέφικτο. Τόσο απλά. Το ζητάνε όμως αφενός γιατί ίσως να πιστεύουν ότι μία στο εκατομμύριο μπορεί να γίνει θαύμα, και από την άλλη γιατί είναι της λογικής «ντάξει μωρέ, κάν’το τώρα να κλείσει η ιστορία, να πούμε ότι τελείωσε η κρίση, να πιστωθούμε αυτό το γεγονός, και θα δούμε στο μέλλον, το 2060 είναι μακριά. Η τωρινή κυβέρνηση πηγαίνει και διαπραγματεύεται τα πρωτογενή πλεονάσματα. Και καλά κάνει.
Πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι να ζεις, όπως λένε κάποιοι, χωρίς δανεικά, αλλά να παράγει η οικονομία σου περισσότερα απ’ όσα ξοδεύει. Μπράβο. Αυτό θέλουμε όλοι. Αυτό που λέω εγώ είναι ότι δε μπορεί μία οικονομία επί σαράντα συναπτά έτη να παράξει μόνο πρωτογενές πλεόνασμα. Δεν έχει συμβεί σε καμία άλλη δημοκρατική χώρα του πλανήτη.
Μία από τις πιο δύσκολες στιγμές των γυρισμάτων ήταν όταν είχε μόλις τελειώσει το Eurogroup της 27ης Ιουνίου 2015. Θυμίζω ότι ο Τσίπρας είχε μόλις προκηρύξει δημοψήφισμα. Πηγαίνουν την επόμενη μέρα στο Eurogroup ο Βαρουφάκης και ο Τσακαλώτος, τους πιάνουν απ’ τα μούτρα οι εταίροι και τους λένε: έχετε αποχωρήσει μονομερώς από τις διαπραγματεύσεις, το δημοψήφισμα μεταφράζεται σε ναι ή όχι στο ευρώ. Τους ζήτησαν, μάλιστα, να φύγουν από τη συνεδρίαση. Ήταν θυελλώδες αυτό το Eurogroup. Κατάφερα να το ακούσω από μια χαραμάδα. Κυριολεκτικά. Ήμουν στη διπλανή αίθουσα και μία γυψοσανίδα δεν εφάρμοζε καλά, με αποτέλεσμα να περνάει ο ήχος πεντακάθαρα, σαν το Ηρώδειο. Κάθισα εκεί δύο ώρες ακίνητος, ακούγοντάς τους να είναι λάβροι απέναντι μας. Θλιβερή λεπτομέρεια ότι ο Κύπριος ήταν βασιλικότερος του βασιλέως. Τελειώνει λοιπόν η συνεδρίαση, ανεβαίνουν οι Έλληνες πάνω κι ενημερώνει ο Βαρουφάκης τον Δραγασάκη. Έβλεπες πραγματικά τον κόσμο της ελληνικής αντιπροσωπείας σε τρομερή ανησυχία. Κάποιοι έκλαιγαν. Υπήρχε απίστευτη ένταση. Όλοι καταλάβαιναν ότι το πράγμα είχε χτυπήσει σε τοίχο. Φαντάσου ότι όταν έφυγε η ελληνική αντιπροσωπεία το απόγευμα της 27ης για να γυρίσει στην Αθήνα, ο κόσμος αποχαιρετιόταν σαν να είχαν τελειώσει τα πάντα.
Δεν ξέρει κανείς τι θα γινόταν αν βγαίναμε από το ευρώ. Είναι κάτι που θα μείνει για πάντα αναπάντητο. Θα ήμασταν καλύτερα τώρα; Θα ήμασταν χειρότερα τώρα; Η Βενεζουέλα, πάντως, είναι ατυχές παράδειγμα για να χρησιμοποιείται προς σύγκριση. Είναι προτιμότερο το παράδειγμα της Αργεντινής, που κατέρρευσε οικονομικά κι έκανε μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία δολαρίου-πέσο. Η ιστορία έδειξε ότι η Αργεντινή οχτώ χρόνια μετά την κατάρρευση της είχε ανάπτυξη που πλησίαζε το 8%, με προοδευτική κυβέρνηση. Το 2011, δέκα χρόνια μετά την κατάρρευση, ξαναπήγα στην Αργεντινή και είδα μια χώρα να έχει επανέλθει στην κανονικότητα, με τα ενοίκια στα ύψη και άλλα πράγματα που βλέπουμε στην ελληνική καθημερινότητα. Μετά ανέλαβε η δεξιά κυβέρνηση του Μακρι, για να τα λέμε όλα, που ξανάβαλε τη χώρα στο Δ.Ν.Τ, κι αυτή τη στιγμή η Αργεντινή αντιμετωπίζει πάλι κίνδυνο πτώχευσης. Οπότε ας σταματήσουμε να πιπιλάμε την καραμέλα της Βενεζουέλα. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την Ελλάδα. Μιλάμε για χώρες που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση και ο κόσμος αναπαράγει τις σαχλαμάρες που διαβάζει στα social media.
Η Ευρώπη είναι ενωμένη σε ό,τι έχει να κάνει με το ευρώ, αυτό και τέλος. Σε ό,τι έχει να κάνει με τις υποτιθέμενες θεμελιώδεις αξίες της, αυτό έχει πάει περίπατο εδώ και πάρα πολύ καιρό. Είναι ξεκάθαρο ότι η κάθε χώρα κοιτάει να προστατέψει τα δικά της συμφέροντα. Η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε κούρεμα του χρέους, με το οποίο συμφωνούσε το Δ.Ν.Τ και οι Αμερικάνοι αλλά εναντιώνονταν οι Ευρωπαίοι. Γύρισε σε μένα ο Σαπέν και είπε εντάξει, να το κουρέψουμε το χρέος αλλά αυτό σημαίνει ότι κάποιοι θα το πληρώσουν, άρα δηλαδή θα πληρώσουν και Γάλλοι;
Ο καθένας στην Ευρώπη κοιτάζει τα συμφέροντα του, κάτι που είδαμε πολύ καθαρά και με το προσφυγικό. Στην πραγματικότητα δηλαδή πρόκειται για μία οικονομική ένωση, με ένα κοινό νόμισμα. Προσωπικά, επειδή νιώθω Ευρωπαίος πολίτης, θα ήθελα κάτι πολύ παραπάνω. Αλλά δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στον ορίζοντα δυστυχώς. Βλέπω αυτό που βλέπουμε όλοι: η αλληλεγγύη, ο ανθρωπισμός και όλες αυτές οι θεμελιώδεις αξίες πάνω στις οποίες υποτίθεται ότι βασίστηκε η Ένωση, δεν υπάρχουν πια. Αυτό που υπάρχει είναι το χρήμα. Και με αυτό προσπαθούν να κάνουν τον Ερντογάν να κλείσει την κάνουλα και να μη στέλνει πρόσφυγες. Με αυτά τα λεφτά προσπαθούν να κάνουν εμάς να κρατήσουμε όλους τους πρόσφυγες στο έδαφος μας. Που είναι ο ανθρωπισμός μέσα σε όλη αυτή την εξίσωση;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου