Τα "Παράσιτα" του Μπονγκ Τζουν-Χο, πήραν δικαίως τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου και καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας.
Ήταν μια άρτια ταινία με μικρές λεπτομέρειες που αποτύπωναν, με ακρίβεια την άβυσσο, που χωρίζει πλούσιους και φτωχούς και το πώς αυτοί δεν ζουν στην ίδια πατρίδα.
Αυτό ισχύει σε κάθε χώρα και κάθε εποχή. Οι πλούσιοι και οι φτωχοί δεν έχουν την ίδια πατρίδα. Δεν πάνε στα ίδια σχολεία, δεν πάνε στα ίδια νοσοκομεία, δεν μένουν σε ίδιας ποιότητας σπίτια και γειτονιές, δεν απολαμβάνουν ίδιας ποιότητας υπηρεσίες.
Ενώνονται μόνο, σε γηπεδικές μάχες και σε συναυλίες -αν και συνήθως από διαφορετικού κόστους θέσεις- και όταν η πατρίδα το απαιτεί.
Σε στιγμές κρίσης, οι πλούσιοι καλούν τους φτωχούς να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες θυσίες για να σωθεί ένα επίπεδο ζωής, που ποτέ δεν είχαν. Σε ακόμα πιο κρίσιμες στιγμές, τους ζητούν να στείλουν τα παιδιά τους στον πόλεμο και να σκοτωθούν για αυτό το επίπεδο.
Στην ταινία του Μπονγκ Τζουν-Χο, οι πλούσιοι αντιμετωπίζουν τα προβλήματα, που έχει ένας άνθρωπος, όταν έχει λύσει τα βασικά ζητήματα επιβίωσης.
Οι φτωχοί επιδιώκουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, υπηρετώντας τους και όταν το κάνουν να τους εκμεταλλευτούν όσο καλύτερα μπορούν.
Παρά το ότι οι πλούσιοι, αναγνωρίζουν την ευκολία, που τους προσφέρει η εργασία "των παρασίτων", δεν μπορούν να μη νιώθουν αποστροφή για τη φτώχεια τους.
"Ο οδηγός μου, έχει μια περίεργη μυρωδιά" λέει ο πατέρας της οικογένειας. "Τη μυρωδιά ανθρώπου, που παίρνει το μετρό". Ο μικρός γιος μυρίζει αυτή τη μυρωδιά και στα υπόλοιπα "Παράσιτα".
Είναι η μυρωδιά της φτώχειας, που τρομάζει όχι μόνο τους πλουσίους αλλά και τη μεσαία τάξη, τους μικροαστούς, που ελπίζουν στην κινητικότητα προς τα πάνω και ξορκίζουν την -πιο πιθανή- κινητικότητα προς τα κάτω.
Και δεν είναι μόνο η μυρωδιά της φτώχειας αλλά και η όψη της. Πόσοι δεν προσπερνάμε στα γρήγορα τους άστεγους στο δρόμο κρατώντας σφιχτά τις σακούλες με τα ψώνια; Είναι αυτός ο ενδόμυχος φόβος του "μη γίνω σαν αυτόν" και η ικανοποίηση του "ευτυχώς δεν είμαι σαν αυτόν".
Το γιατί είναι αυτός ο άνθρωπος εκεί, είναι ένα ερώτημα που σπάνια κάποιος μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί και να απαντήσει εκτός αν είναι παιδί. Τα πολύ μικρά παιδιά συνήθως σταματάνε και αναρωτιούνται.
Η οπτική αυτή των -υγιών και αξιοπρεπών- ενηλίκων, αντιμετωπίζει τη φτώχεια όχι ως αποτέλεσμα πολιτικής, που μπορεί να ανατραπεί (βαρετά πράγματα), αλλά ως κάτι φυσικό, που τυχαίνει ή δεν τυχαίνει.
Η ταινία μπόρεσε να αποτυπώσει ακριβώς αυτό, τη φτώχεια ως δεδομένο, λειτουργώντας παράλληλα εκτονωτικά για το κοινό. Με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η χυδαία αποστροφή του βλέμματος, στην καθημερινότητα της πόλης.
****************
Οι σινεφίλ συμποσιαστές Σήφης Μάινας και Γιάννης Τζουβελέκης συζητούν για την ταινία «Παράσιτα» , η οποία σάρωσε στα φετινά βραβεία Όσκαρ , αφήνοντας πίσω της ταινίες πολύ μεγάλων σκηνοθετών , όπως του Σκορσέζε, του Ταραντίνο και του Μέντες.
Intro: Φίλη Ολσέφσκι, Ανδρέας Βακαλιός.
Ήταν μια άρτια ταινία με μικρές λεπτομέρειες που αποτύπωναν, με ακρίβεια την άβυσσο, που χωρίζει πλούσιους και φτωχούς και το πώς αυτοί δεν ζουν στην ίδια πατρίδα.
Αυτό ισχύει σε κάθε χώρα και κάθε εποχή. Οι πλούσιοι και οι φτωχοί δεν έχουν την ίδια πατρίδα. Δεν πάνε στα ίδια σχολεία, δεν πάνε στα ίδια νοσοκομεία, δεν μένουν σε ίδιας ποιότητας σπίτια και γειτονιές, δεν απολαμβάνουν ίδιας ποιότητας υπηρεσίες.
Ενώνονται μόνο, σε γηπεδικές μάχες και σε συναυλίες -αν και συνήθως από διαφορετικού κόστους θέσεις- και όταν η πατρίδα το απαιτεί.
Σε στιγμές κρίσης, οι πλούσιοι καλούν τους φτωχούς να πραγματοποιήσουν τις απαραίτητες θυσίες για να σωθεί ένα επίπεδο ζωής, που ποτέ δεν είχαν. Σε ακόμα πιο κρίσιμες στιγμές, τους ζητούν να στείλουν τα παιδιά τους στον πόλεμο και να σκοτωθούν για αυτό το επίπεδο.
Στην ταινία του Μπονγκ Τζουν-Χο, οι πλούσιοι αντιμετωπίζουν τα προβλήματα, που έχει ένας άνθρωπος, όταν έχει λύσει τα βασικά ζητήματα επιβίωσης.
Οι φτωχοί επιδιώκουν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη τους, υπηρετώντας τους και όταν το κάνουν να τους εκμεταλλευτούν όσο καλύτερα μπορούν.
Παρά το ότι οι πλούσιοι, αναγνωρίζουν την ευκολία, που τους προσφέρει η εργασία "των παρασίτων", δεν μπορούν να μη νιώθουν αποστροφή για τη φτώχεια τους.
"Ο οδηγός μου, έχει μια περίεργη μυρωδιά" λέει ο πατέρας της οικογένειας. "Τη μυρωδιά ανθρώπου, που παίρνει το μετρό". Ο μικρός γιος μυρίζει αυτή τη μυρωδιά και στα υπόλοιπα "Παράσιτα".
Είναι η μυρωδιά της φτώχειας, που τρομάζει όχι μόνο τους πλουσίους αλλά και τη μεσαία τάξη, τους μικροαστούς, που ελπίζουν στην κινητικότητα προς τα πάνω και ξορκίζουν την -πιο πιθανή- κινητικότητα προς τα κάτω.
Και δεν είναι μόνο η μυρωδιά της φτώχειας αλλά και η όψη της. Πόσοι δεν προσπερνάμε στα γρήγορα τους άστεγους στο δρόμο κρατώντας σφιχτά τις σακούλες με τα ψώνια; Είναι αυτός ο ενδόμυχος φόβος του "μη γίνω σαν αυτόν" και η ικανοποίηση του "ευτυχώς δεν είμαι σαν αυτόν".
Το γιατί είναι αυτός ο άνθρωπος εκεί, είναι ένα ερώτημα που σπάνια κάποιος μπαίνει στον κόπο να σκεφτεί και να απαντήσει εκτός αν είναι παιδί. Τα πολύ μικρά παιδιά συνήθως σταματάνε και αναρωτιούνται.
Η οπτική αυτή των -υγιών και αξιοπρεπών- ενηλίκων, αντιμετωπίζει τη φτώχεια όχι ως αποτέλεσμα πολιτικής, που μπορεί να ανατραπεί (βαρετά πράγματα), αλλά ως κάτι φυσικό, που τυχαίνει ή δεν τυχαίνει.
Η ταινία μπόρεσε να αποτυπώσει ακριβώς αυτό, τη φτώχεια ως δεδομένο, λειτουργώντας παράλληλα εκτονωτικά για το κοινό. Με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η χυδαία αποστροφή του βλέμματος, στην καθημερινότητα της πόλης.
****************
Οι σινεφίλ συμποσιαστές Σήφης Μάινας και Γιάννης Τζουβελέκης συζητούν για την ταινία «Παράσιτα» , η οποία σάρωσε στα φετινά βραβεία Όσκαρ , αφήνοντας πίσω της ταινίες πολύ μεγάλων σκηνοθετών , όπως του Σκορσέζε, του Ταραντίνο και του Μέντες.
Intro: Φίλη Ολσέφσκι, Ανδρέας Βακαλιός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου